Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

I'm your man

Το σκοτάδι έπεσε. Λεύκανε η γη και πάνω της απλώθηκαν τ´ αστέρια. Ένας γλυκός βοριάς μου χάιδεψε τα μάτια. Κι οι σκέψεις κρυσταλλώθηκαν στο χώρο και στο χρόνο.
Σε σένα που είσαι πάντα εκεί αλλά ποτέ δεν είσαι. Στα θέλω σου που κρύβονται, στου νου σου τα παιχνίδια. Στις λέξεις που σ´αρνήθηκαν, στ´ ατέλειωτα αντίο.
Σε μια αλήθεια θλιβερή που σβήνει κάθε μέρα. Έγινε ο πόνος σύμμαχος και η καρδιά αφέντης. Ύψώθηκε η φωνή, στο δρόμο ν´αντηχήσει: Άνδρας σου είμαι κι ας ριγώ στην όψη σου Γυναίκα.
 

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Αντίκτυπο

Πόσο βαθιά μπορεί ν´αγγίξει τη ζωή σου η σκέψη μου;
Πόσο μεγάλη μπόρα θα σηκώσω αν παίξω με της μοίρας σου τους ανέμους;
Πόσα σπυριά θανάτου θα φυτέψω στη γαλήνια γη της ύπαρξης σου;
Ποια μαύρη νύχτα θα εξαπλώσω στον φωτεινό σου κόσμο όταν εισβάλλω;
Πόσα χαμόγελα θα πνίξω,
Πόση ζωντάνια θα ρουφήξω,
Ποια αθώα ψυχή θα εκμαυλίσω,
Ποια συμφορά θα σου γεννήσω;
Πες μου, καλέ μου,
Ποιο το αντίκτυπο που θα έχω στη ζωή σου;

 

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Simone Allegro

Τον λένε Σιμόν. Το όνομα του σημαίνει «αυτός που ακούει».

Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Νότιας Γερμανίας με το εξωτικό όνομα Σάλεμ. Τριγύρω υπήρχαν μόνο λιβάδια και λίμνες. Στολισμένα με μια παράξενη άγρια σιωπή.
Δεν γνώρισε ποτέ τους γονείς του. Η μητέρα του ήταν γαλλίδα. Έμοιαζε με νεράιδα και της άρεσε να φαντάζεται ότι πετούσε στον ουρανό. Γελούσε συχνά και ακόμα περισσότερο όταν σκεφτόταν ότι ζούσε στο Σάλεμ. Πέθανε μερικές ώρες μετά τη γέννα. Ο πατέρας του αποφάσισε να δώσει στο μωρό το όνομα της μητέρας. Δυο χρόνια αργότερα τον έστειλαν να πολεμήσει στο μέτωπο και δεν επέστρεψε ποτέ.
Ο Σιμόν μεγάλωσε με τη γιαγιά και τον παππού. Ο παππούς ήταν ένας πρώην έμπορος βιβλίων που είχε αποσυρθεί στο χωριό για να μελετάει τα βιβλία του με την ησυχία του. Ήταν λάτρης της κλασικής μουσικής. Η συλλογή της Deutsche Grammophon φιγούραρε πρώτο πλάνο πάνω στον παλιό μπουφέ του σαλονιού. Μόνο εκείνος είχε το δικαίωμα να αγγίζει το βινύλιο. Το έκανε όμως τακτικά και κάθε Κυριακή πρωί ουράνιες μελωδίες μεγάλων μουσουργών ξεχύνονταν από το σπίτι. Η γιαγιά ήταν μια γυναίκα που δεν μιλούσε ποτέ. Κυκλοφορούσε στο σπίτι σαν φάντασμα και κοιτούσε τα πάντα με καχυποψία. Σαν γνήσια απόγονος κάποιας φουρκισμένης μάγισσας.
Από μικρός, ο Σιμόν επιδείκνυε μια ξεχωριστή συμπεριφορά. Καταρχήν, είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική. Τα κυριακάτικα πρωινά, όχι μόνο άκουγε αλλά και συμμετείχε με όλο του το είναι. Σφύριζε τον ρυθμό των πνευστών, χτυπούσε το ξύλινο τραπεζάκι για να μιμηθεί τα κρουστά και έβγαζε περίεργες κραυγές που τόνιζαν τη μελωδία των εγχόρδων. Ζητούσε από τον παππού να βάλει ξανά και ξανά τη συμφωνία της χαράς.



Αλλά η μεγαλύτερη του χαρά ήταν η όπερα. Τραγουδούσε όλες τις γλώσσες σε όλα τα ύψη! Αγαπημένη του φράση ήταν το «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό» από τον κουρέα της Σεβίλλης. Την επαναλάμβανε τραγουδιστά όλη την ημέρα, λες και ήταν οι μόνες λέξεις που γνώριζε.
Στο μικρό χωριό, όλοι περπατούσαν αργά απολαμβάνοντας την ηρεμία. Εκείνος έτρεχε όλη την ώρα ξεφωνίζοντας «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό»!
Από μια περίεργη σύμπτωση, ο Σιμόν ξεκίνησε να παίζει βιολί στα εφτά του. Ο παππούς είχε ένα βιολί χωμένο σ’ ένα παλιό σεντούκι. Του το είχε δώσει ένας στρατιώτης κατά τη διάρκεια του α’ παγκοσμίου πολέμου σε αντάλλαγμα για μερικά βιβλία οικονομικών. Είχε αποφασίσει ότι το χρηματιστήριο θα ήταν πιο επικερδές από το βιολί. Δώδεκα χρόνια αργότερα, αυτή του η επιλογή τον έκανε να πηδήξει από ένα παράθυρο.
Με τη βοήθεια ενός βιβλίου και των ακουσμάτων της Κυριακής, ο Σιμόν έμαθε γρήγορα να παίζει. Και του άρεσε. Του άρεσε πολύ. Στο βιολί βρήκε τον φίλο που ποτέ δεν είχε. Το κουβαλούσε συνέχεια μαζί του και συνόδευε τις αγαπημένες του λέξεις: «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό»!
Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια. Κι ο Σιμόν έτρεχε στα καταπράσινα λιβάδια και γέμιζε με τους ήχους του βιολιού του κάθε σιωπηλή γωνιά του κόσμου. Και γελούσε με τη βροχή και χόρευε με τον άνεμο. Και τραγουδούσε στα πουλιά και τις ακρίδες το «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό». Και έμοιαζε να ζει στον δικό του όμορφο κόσμο. Τον κόσμο των μελωδικών παραμυθιών.
Μα δεν κρατούσε τον κόσμο του μόνο για τον εαυτό του. Πλησίαζε τα κορίτσια μ’ένα πονηρό χαμόγελο και άρχιζε να τραγουδάει! «Λαλαλαλέιρο… λαλαλαρό»! Κι εκείνα γελούσαν! Και τα έπιανε απο το χέρι και τρέχανε μαζί μέσα σε χωράφια από στάρι. Και κυλιόντουσαν στο χορτάρι. Και αγκαλιάζονταν. Και επικοινωνούσαν με τα μάτια. Και το γέλιο. Και τα φιλιά.
Στα δεκαέξι του έφυγε από το σπίτι και τράβηξε για την Κοστάντς. Του άρεσε η πόλη. Δεν μπορούσε να περπατήσει με τα γυμνά του πόδια στο δρόμο, όπως άλλοτε έκανε στα χωράφια. Του άρεσε όμως ο ζωντανός ρυθμός της. Του άρεσαν οι βόλτες στη λίμνη, τα παιχνίδια με τις πάπιες, οι ήχοι και οι μελωδίες που δεν έβρισκε στο χωριό.
Έπιασε δουλειά σ’ένα εστιατόριο. Το πρωί έπλενε πιάτα τραγουδώντας! «Λαλαλέιρο… λαλαλαρό». Και οι λιγοστοί πελάτες προσπαθούσαν απορημένοι να καταλάβουν τι συμβαίνει στην κουζίνα. Και οι σερβιτόροι χαμογελούσαν. Και το αφεντικό στραβομουτσούνιαζε.
Τα απογεύματα περνούσε ώρες στο πάρκο με το βιολί του. Καθισμένος στο χορτάρι με την πλάτη σ´ ένα δένδρο, έπαιζε τις μελωδίες που είχε μάθει από μικρός. Και ενίοτε τις συνόδευε με ένα «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό»!
Περαστικοί του άφηναν χρήματα, όμως εκείνος δεν έπαιζε για ελεημοσύνη. Μόλις τελείωνε, έπαιρνε τα κέρματα και τα πετούσε ψηλά στον αέρα. Κι εκείνα έπεφταν σαν βροχή και χάνονταν μες στο γρασίδι. Και για μια μονάχα στιγμή αισθανόταν πως έβλεπε αστέρια να πέφτουν και να σβήνουν στη γη.
Μια μέρα, δύο αστυνομικοί τον πλησίασαν την ώρα που έπαιζε στο πάρκο. Του ζήτησαν χαρτιά – μα δεν είχε μαζί του. Τους χαμογέλασε και συνέχιζε να παίζει. Δεν του το ανταπέδωσαν. Τον έσυραν με τη βία στο τμήμα. Τον έριξαν σ’ένα κελί με καμιά δεκαριά βρώμικους κρατούμενους. Εκείνος τους χαμογέλασε. Εκείνοι το ανταπέδωσαν. Το βράδυ τον στρίμωξαν σε μια γωνία και τον βίασαν με τη σειρά. Όταν τελείωσαν, αίμα έτρεχε από κάθε τρύπα του κορμιού του.
Το πρωί οι αστυνομικοί τον τράβηξαν για κατάθεση. Τον πέταξαν σε μια καρέκλα και έριξαν ένα δυνατο. Φως στα μάτια του. Τον ρώτησαν τ’όνομα του. Χωρίς να τους κοιτάξει, ψιθύρισε «Λαλαλέιρο… λαλαλαρό». Οι αστυνομικοί κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Ο ένας σηκώθηκε και του έριξε μια ανάποδη. Ο Σιμόν έπεσε από την καρέκλα και αντίκρισε πιτσιλιές από το αίμα του στο πάτωμα. Κι ύστερα τον πήραν σηκωτό και τον έστειλαν για ψυχιατρική εξέταση.
Ο γιατρός δεν κατάφερε να του βγάλει λέξη. Εκτός από ένα ακατανόητο «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό» που συνέχιζε σαν επιληπτικός να επαναλαμβάνει. Χωρίς πολλά πολλά, συνέστησε τρίμηνη παραμονή σ’ένα ησυχαστήριο, πολλαπλά χάπια και εβδομαδιαία θεραπεία ηλεκτροσόκ.
Ο Σιμόν έγινε μόνιμος τρόφιμος του ιδρύματος. Κάθε εβδομάδα τον συνδέουν με δυο μεταλλικές πλάκες και αφήνουν μια ηλεκτρική τάση να διαπεράσει το κορμί του. Κι εκείνος γελά. Γελά δυνατά καθώς στιγμιαία θυμάται το σαλόνι του παππού του, το παλιό πικάπ, εκείνο το δίσκο του Βιβάλντι με τα καταιγιστικά βιολιά. Εκείνα που μαστιγώνουν το κορμί του. Σαν τιμωρία για την επιθυμία του να ζήσει με το πάθος της μουσικής.



Ο Σιμόν μένει πια κλεισμένος στο δωμάτιο του. Έχει ξεχάσει τα λιβάδια, τις λίμνες, τον ήλιο και τη βροχή. Ξέχασε να μιλάει με τον κόσμο. Το μόνο που τον ακούνε να ψιθυρίζει καμιά φορά τη νύχτα είναι «Λαλαλαλέιρο… λαλαλαρό».
Fortunatissimo per verità.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Play it again Sam

Κρύφτηκα σε μια γωνιά και περίμενα. Σαν παιδί, σαν ανυπόμονος κατεργάρης, παρακολουθούσα έναν άδειο δρόμο. Ένα αμάξι πέρασε με την όπισθεν. Περιέργως, ο οδηγός κοιτούσε μπροστά! Ένας σκύλος γάβγισε. Γύρισα το κεφάλι μα δεν τον είδα πουθενά. Ξαφνικά, φάνηκε στην άκρη του δρόμου μια ουρά. Κι ύστερα ένας χαρούμενος μούργος που προχωρούσε προς τα πίσω! Μα τι συμβαίνει; Ο κόσμος γυρίζει ανάποδα! Αμάξια που πισωγυρίζουν και ζώα που πισωπατούν! Και άνθρωποι! Άνθρωποι που ανοίγουν το βήμα τους προς τα πίσω. Χωρίς να βλέπουν που πανε. Και χωρίς να χτυπάνε πουθενά! Κι όλα επιταχύνουν! Φύλλα που ξαναγυρίζουν στα κλαδιά, νερά που βγαίνουν από υπονόμους, η φωνή του παλιατζή που ακούγεται σαν δίσκος που τον γυρίζεις ανάποδα! Και ο ήλιος. Άλλαξε φορά. Η νύχτα γύρισε σε μέρα και η μέρα γύρισε σε νύχτα κ.ο.κ. Χμ, αυτό ίδιο ακούγεται αλλά δείχνει διαφορετικό! Και ξαφνικά κοιτάζω τα χέρια μου και αντιλαμβάνομαι οτι μεταλλάσονται! Εξαφανίζονται τα σημάδια, γεμίζουν με αίμα, επανέρχονται σε μια ξεχασμένη νεότητα. Το λίπος αποχωρεί δια μαγείας απο το σώμα μου χωρίς να ιδρώσω ούτε και λίγο. Και το μυαλό μου! Ωχ, όχι το μυαλό μου. Περνούν απο μπροστά μου όλες οι άβολες στιγμές που ήθελα να ξεχάσω! Δεν την παλεύω να τις ξαναζήσω. Δεν φτάνει μια φορά το μάθημα της ζωής; Χρειάζεται και επανάληψη;


Κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη και γελάω! Το παρελθόν μου χαμογελάει παιχνιδιάρικα. Σαν να με ξεγέλασε τόσο καιρό. Με έκανε να πιστέψω ότι ήμουν κάποιος άλλος! Κι αναρωτιέμαι: πως μπόρεσα να παρερμηνεύσω τα σημάδια;


Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Bang

Πυκνή φωτιά στα δάχτυλα μου
Χτυπώ αδέξια τον αέρα
Ξύπνησε ο δαίμονας απόψε
Την λογική μου κάνει πέρα

Σφίγγω τα μάτια να μη βλέπω
Τρέμει σαν φύλλο το κορμί
Πού είναι, φωνάζω, που είναι
Μα ο τοίχος τιμά τη σιωπή

Κράτα καλά τα μυστικά σου
Νύχτα που δράχνεις την ψυχή
Πανε δυο μήνες που ´χει φύγει
Πάει η στερνή μου αναπνοή

Κρύο το σίδερο στο στόμα
Με καταπίνει ένας λυγμός
Κι όταν τη μοίρα μου αγγίζω
Βρέχει πορφύρα ο ουρανός

Πέφτω στα πόδια μιας εικόνας
Στα χείλη χαμόγελο νεκρό
Λύγισε ο πόνος απ´τον πόνο
Το σώμα απόκαμε γυμνό
 

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Μια βραδιά έξω

Σήμερα θα σε πάρω από το χέρι να πάμε κάπου μαγικά. Σε μια σκοτεινή αίθουσα με αστέρια. Θα καθήσουμε κατάχαμα πάνω σε μια μάλλινη κουβέρτα. Θα με κοιτάξεις με απορία. Θα σου χαμογελάσω. Μια απαλή δέσμη φωτός θα πέσει σε μια σκηνή. Και θα ακούσουμε μια κιθάρα να παίζει. Να, κάπως έτσι.



Κάποια στιγμή θα γύρεις πάνω μου. Το χέρι μου θα σε αγκαλιάσει. Θα χαϊδέψω απαλά το λαιμό σου. Θα κλείσεις τα μάτια. Θα σε φιλήσω γλυκά στο μυνίγγι. Θα μυρίσω το αμύγδαλο στα μαλλιά σου. Θα κλείσω τα μάτια. Και θ´αφήσουμε τις νότες να μας ταξιδέψουν. Εκεί που μόνο εμείς μπορούμε να πάμε απόψε.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

In the mood for love

Οι ωραιότερες μέρες της ζωής είναι εκείνες που δημιουργούν μέσα σου την αυταπάτη ότι κάτι έχει αλλάξει. Εκείνες στην διάρκεια των οποίων κάτι συμβαίνει απρόσμενα και ανακατώνει βεβιασμένα τον ειρμό της σκέψης σου. Σε τέτοιο σημείο που στο τέλος της ημέρας δεν αναγνωρίζεις τον τρόπο με τον οποίο έβλεπες τα πράγματα στην αρχή της.

Περπατούσαν και οι δυο με ένα μίγμα αμηχανίας και ανυπομονησίας. Η νύχτα είχε απλώσει τη σιωπή της στους δρόμους της πόλης. Δημιουργούσε ξαφνικά μια παράξενη αίσθηση ότι οι δυο τους ήταν το μόνο ίχνος ζωής. Τα βήματα τους που αντηχούσαν ασυντόνιστα στο πεζοδρόμιο, οι ανάσες τους που έπαιρναν μορφή στο κρύο, ένα μυστικοπαθές ερωτηματικό που τους αγκάλιαζε. Αυτά υπήρχαν μόνο.

“Θα περπατήσω μαζί σου μέχρι το σπίτι σου αν υποσχεθείς να με κεράσεις ένα τσιγάρο” της είχε πει λίγα λεπτά πριν. Ήθελε κάτι παραπάνω; Ενιωθε την ανάγκη να δοκιμάσει την τύχη του; Εκείνη είχε δεχθεί. Σταμάτησε στη διαδρομή κι αγόρασε ένα πακέτο. Έπαιζε το παιχνίδι του; Ήθελε να νιώσει πιο ασφαλής γυρνώντας σπίτι; Αφηνόταν σε μια άγνωστη προοπτική;

Στάθηκαν για λίγο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κοιτάχτηκαν. “Πιο άνετα θα καπνίσουμε το τσιγάρο πάνω” του είπε. “Αρκεί να μην προσέξεις πολύ την ακαταστασία...”. Άρχισαν να ανεβαίνουν κάτι ξύλινα φθαρμένα σκαλιά. Μες στην απόλυτη ησυχία της ώρας, κάθε πάτημα πρόδιδε τους χτύπους της καρδιάς.

Μπήκαν στο διαμέρισμα. Ένα σαλόνι βγαλμένο απο τη δεκαετία του ´70. Καλλιτεχνικές αφίσες στους τοίχους. Χρώματα που συνδύαζαν το κόκκινο και το μαύρο. Σε μια γωνιά ένα πικάπ και μερικές δεκάδες δίσκοι από βινύλιο. Διάλεξε έναν και τον τοποθέτησε στη βάση. Μια άγνωστη μουσική lounge γέμισε την ατμόσφαιρα. Κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. “Έλα να κάτσουμε στο περβάζι” του είπε ανοίγοντας το.

Άνοιξε το πακέτο και του πρόσφερε ένα τσιγάρο. Εκείνος το πήρε και το άναψε. Φύσηξε τον καπνό αργά προσπαθώντας να καταλαγιάσει την ένταση που ένιωθε. Άναψε κι εκείνη με τη σειρά της. Αντάλλαξαν αμήχανα κάποιες κουβέντες. “Πολύ γλυκιά βραδιά...” είπε εκείνος. “...και πολύ όμορφη στιγμή... Από εκείνες που σου μένουν...”. Τον κοίταξε. Προσπαθούσε να διαπεράσει τις σκέψεις του που κρύβονταν πίσω από ένα ανέκφραστο περίβλημα.

Την κοίταξε κι εκείνος. Παρατήρησε τον αφύσικο τρόπο με τον οποίο κρατούσε το τσιγάρο, τις βεβιασμένες της κινήσεις καθώς το έφερνε στα χείλη και ρουφούσε τον καπνό. Την πλησίασε. “Δεν έχεις μάθει ακόμα να καπνίζεις” της είπε χαμογελώντας και έπιασε το χέρι της. Εκείνη πάγωσε. Πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της. Τα μάτια τους μαγνητίστηκαν. “Χρειάζομαι μαθήματα;” κατάφερε να ψιθυρίσει. “Το τι χρειάζεσαι το ξέρεις μόνο εσύ...”

Οι ωραιότερες μέρες της ζωής είναι εκείνες που σε αναγκάζουν να χορέψεις στον αργόσυρτο ονειρικό ρυθμό ενός ατελείωτου βαλς. Κι ενώ τα πόδια σου κόβονται, το σώμα σου φλέγεται και η καρδιά σου παραληρεί, τα μάτια σου παραμένουν βασανιστικά προσηλωμένα στα μάτια της, κάτω από τη μοιραία αδιάκοπη κίνηση του χρόνου. Κι η σκέψη σου, ζαλισμένη από την έξαρση, υποκύπτει για μια ακόμα φορά στη συνειδητοποίηση της μοναδικότητας των όσων ζεις.

 

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Βροχή του Νοέμβρη

Έπιασε να βρέχει σήμερα. Η Γενεύη κλείστηκε σ´ένα γκρίζο σύννεφο. Πόσο πιο μικρή δείχνει! Μειώθηκε η απόσταση με τον ουρανό ξαφνικά. Κι αισθάνεσαι ότι ο κόσμος είναι ψέυτικος. Ένα κουκλοθέατρο. Και η βροχή χιλιάδες νήματα που κινούν τα χέρια και τα πόδια των ανθρώπων.

Πριν 15 χρόνια είχα γράψει σε χαρτί: “κλεισμένος σε μια στάλα βροχής που απόμεινε μονάχη, να σβήσει στα πλακάκια μιας άχαρης ζωής, αναμένοντας την άφιξη μιας μίζερης στιγμής, ένα συναίσθημα που με οδηγεί προς μια χαμένη μάχη”.

Ακόμα δεν ξέρω πως να νοιώσω με τη βροχή. Φταίει που την βλέπω να παλεύει με τους υαλοκαθαριστήρες. Μια μάχη αμφίρροπη. Κι εγώ όπως πάντα προστατευμένος στο ζεστό μου κουβούκλιο. Να παρακολουθώ. Η ζωή δεν είναι για ανθρώπους σαν κι εμένα. Θαλασσοπόρους ψάχνει, όχι γραφιάδες στα λιμάνια.

Δεν με αγγίζει η βροχή. Άδικα ονειρεύομαι νεροποντές σε πράσινα λιβάδια. Ρούχα βρεγμένα και μαλλιά που στάζουν. Μάτια που γελούν και χείλη που ανταμώνουν. Η δίψα πνίγηκε νωρίς. Που ´ναι, βροχή μου, ο συριγμός σου να κάνει την καρδιά μου να σκιρτήσει;

Κάποτε έπαιρνα τη μηχανή και έβγαινα στους δρόμους μόνος. Να ζήσω την καταιγίδα μες στη νύχτα. Κι όπως ανέβαιναν οι στροφές, οι στάλες παίρναν κλίση. Δεν προλαβαίναν να ακουμπήσουνε στο χώμα. Μέναν μετέωρες σαν να ´χε σταματήσει ο χρόνος. Και μες στο σκοτάδι ένιωθα να ταξιδεύω πιο γρήγορα από το φως...


Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Πέντε λεπτά


10:03 πμ. Τα δάκτυλα μου κολλημένα σ´ένα πληκτρολόγιο. Δεν έχουν τίποτα πια να γράψουν. Τα λόγια που ήταν να ειπωθούν ειπώθηκαν. Κι αυτά που μείναν, απόστασαν κουρασμένα στον ίσκιο της σιωπής.

10:04 πμ. Ο χρόνος φέρνει μαζί του ένα απέραντο κενό. Μέσα του πνίγεται κάθε προσπάθεια για να σε φέρω πίσω. Κάθε φορά που φεύγεις γινόμαστε δυο αποκλίνουσες γραμμές. Κι αν παλεύω να λυγίσω προς το μέρος σου, γρήγορα αντιλαμβάνομαι πως στη δική μας ιστορία δεν στεριώνουν οι καμπύλες.

10:05 πμ. Έμεινα να κοιτώ μια μικρή μαύρη γραμμή που αναβοσβήνει στην οθόνη. Μου θυμίζει τις στιγμές που περνούν. Για πάντα. Δεν τις μετράω γιατί είναι άσκοπο. Όσο κι αν παλεύω να πλησιάσω το τώρα, τόσο εκείνο με αποφεύγει.

10:06 πμ. Ο κόσμος είναι μια μεγάλη παγίδα. Σε θέλγει με τα χρώματα, σε μεθά με τις μουσικές, σε σαγηνεύει με τα συναισθήματα. Και νοιώθεις ότι μπορείς να κάνεις ένα βήμα και να πετάξεις. Μα οι ρίζες σου σε κρατάνε δεμένο με τη γη. Σε ξεγέλασε και πάλι.

10:07 πμ. Περιμένω να λάβω ένα γράμμα σήμερα. Θ´ανοίξω το γραμματοκιβώτιο και θα είναι εκεί. Θα γράφει το όνομα μου. Θα το δώ και θα χαμογελάσω. Θα το κράτησω για μερικές στιγμές κλειστό στα χέρια μου. θα το σηκώσω ψηλά στο φως και θα παρατηρήσω το περίγραμμα του χαρτιού που διαγράφεται μέσα. Θα κλείσω το μάτια και θα ονειρευτώ την πένα που απλώνει το μελάνι της πάνω του. Θα ψιθυρίσω τα όμορφα λόγια που είναι γραμμένα μέσα. Κι ύστερα θα το ανοίξω προσεχτικά. Θα αφαιρέσω την επιστολή και θα την τοποθετήσω σ´ένα καινούριο φάκελο. Θα τον σφραγίσω με τη γλώσσα μου. Θα γράψω το όνομα και την διεύθυνση και θα τον βάλω στο κίτρινο κουτί. Με λίγη τύχη, θα ζήσω την ίδια χαρά όταν τον ξαναβρώ αύριο.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Ρευστοποίηση

“Τι θέλεις από μένα επιτέλους;”



Ετούτο ακριβώς θέλω καλή μου
Την ύστατη χαριστική βολή
Να σκίσει ο πόνος το κορμί μου
Να ξεθυμάνει αυτή η πληγή

Γιατί άλλο πια δεν το αντέχω
Να τρέμω μες στον πυρετό μου
Να πλημμυρίζουν το μυαλο μου
Τα θέλω και τα ποτέ δεν θα έχω

Γίνομαι ανόητος και λίγος
Όταν τον πόθο μου εκδηλώνω
Και στη ψυχρή ματιά σου βιώνω
Της αδιαφορίας το ρίγος

Γίνομαι γραφικός κι αστείος
Όταν αδειάζω τα όνειρα μου
Απ´της καρδιάς τον κουμπαρά μου
Και τα μετράω εναγωνίως

Έγινα τίποτα άνευ λόγου
Χωρίς αιτία η ύπαρξη μου
Και στην ανία του μονολόγου
Πνίγω την κάθε έμπνευση μου

Πόσο ακόμα πρέπει να ρευστοποιήσω τον εαυτό μου για να καταλάβεις; Πόσο ρευστή πρέπει να καταντήσει αυτή η ποίηση για να διεισδύσει μέσα σου;

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Δύο διαστάσεις

Σου γράφω πάλι από ανάγκη, τραγουδούσε κάποτε ο Σιδηρόπουλος. Και, παρόλο που δεν είναι 5 το πρωί, ο στίχος αυτός αντανακλά πάνω μου την αλήθεια του. Είναι ανάγκη η επικοινωνία - ειδικά με τους ανθρώπους που μοιράζεσαι ένα κομμάτι της ψυχής σου. Άλλες φορές μεγαλύτερη, άλλες φορές λιγότερο, αλλά πάντα μια ανάγκη. Και την συνειδητοποιείς περισσότερο στην απουσία του άλλου. Την μετράς σε χρόνο, σε ένταση, σε απόσταση. Όχι προσθετικά, αλλά αφαιρετικά. Πόσες μέρες πέρασαν από την τελευταία επικοινωνία, πόσο λιγότερη άνεση νοιώθεις να μιλήσεις αυθόρμητα με τον άλλον, πόσοι συνδετικοί κρίκοι υπάρχουν ακόμα μεταξύ μας;

Που είσαι μικρή νιφάδα του χιονιού τούτη τη κρύα νύχτα; Όσο και να κοιτώ στον ουρανό, όσο και να παρακαλώ, το ίχνος σου κρυμμένο παραμένει. Στα φεγγίσματα σε αναζητώ μα εσύ στα σύννεφα κοιμάσαι. Και ονειρεύεσαι λευκά λιβάδια. Και ονειρεύομαι την ώρα που γλυκά θα πλησιάζεις. Πως θα 'θελα να τρέξω πίσω σου με δάκρυα στα μάτια! Τα χέρια μου ν'απλώσω ικετευτικά στον ουρανό, στην απαλάμη μου να πέσεις, να κουρνιάσεις. Κι εγώ, σου υπόσχομαι, δεν θα φανώ εγωιστής. Ξέρω πως η αγάπη μου θα σε σκοτώσει. Μ'ένα ανάριο φιλί θα σε αφήσω στο βοριά, να βρεις το δρόμο σου, εκείνον που σου πρέπει.

...

Κάνω πολλές σκέψεις τελευταία. Οι λέξεις ξεχειλίζουν από μέσα μου, χωρίς ποτέ όμως να καταφέρνουν να βρουν τον δρόμο τους. Κυλάνε σαν ιδρώτας στο κορμί μου και απλώνονται χαοτικά τριγύρω. Λες και έχει χαθεί κάθε έννοια προορισμού, κάθε δυνατότητα προσδιορισμού. Νοιώθω την ανάγκη αλλά αδυνατώ να την μετουσιώσω σε επιθυμία. Το συναίσθημα αρνείται να καλουπωθεί σε μια ιδέα. Η ιδέα αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού της. Καταλήγω, κάθε φορά, υπομένοντας μια άμορφη μάζα εσωτερικής ενέργειας που αιωρείται άσκοπα στον χώρο και τον χρόνο. Και με πνίγει.

Είναι τα μάτια ορθάνοιχτα μα θολωμένα. Κάποιος τα ανάγκασε μες στο νερό να καταδύσουν. Να δουν στην άγρια θάλασσα της ψυχής. Ένα βυθό που μοιάζει στείρος κι αχανής. Κι όμως αυτά δεν βλέπουν, δεν δύνανται να δουν. Είναι ασύλληπτη η σκοτεινιά, είναι ανάκατη η μάζα. Κάποιος Θεός τους έκρυψε το Φως. Σαν τιμωρία απέναντι στην ανημπόρια. Όσες φορές κι αν παύσει η ανάσα, όσα αγκάθια κι αν χωθούν μες στο λαιμό, όσα τα δάκρυα, ο πόνος και ο θυμός, η λύτρωση χαριστικά δεν θα ‘ρθει.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Φλεγόμενα χείλη

Κάθε μέρα ξυπνώ σε μια παλίροια από σκέψεις. Πριν προλάβω να ανοίξω τα μάτια μου, με σφυροκοπούν ανελέητα, σαν να θέλουν να διαπλάσουν αυτό που είμαι, αυτό που πρέπει να είμαι, αυτό που πρέπει να γυρεύω να είμαι. Και είμαι πολύ αδύναμος για να αντιδράσω, πολύ ανόητος για να καταλάβω. Πριν σηκωθώ από το κρεβάτι έχει ήδη διαμορφωθεί η προσωπική μου συνειδητότητα. Τα σχήματα του παρελθόντος έχουν μπει στη θέση τους, έχουν δώσει συγκεριμένη οπτική στη ζωή μου, έχουν καθορίσει κάθε επόμενη στιγμή της μέρας μου. Δεν μου μένει παρά να ακολουθήσω το φωτεινό μονοπάτι που έχει στηθεί μπροστά μου. Το σκοτάδι γύρω παραείναι άγνωστο, παραείναι επικίνδυνο.

Κάθε μέρα ξυπνώ σ´ένα παράξενο όνειρο. Με τυλίγει σαν βουβή ασπρόμαυρη ταινία που ξέχασε να τελειώσει. Βλέπω τον εαυτό μου καθισμένο στην άκρη του κρεβατιού. Μ´ένα άδειο βλέμμα στραμμένο στο πουθενά. Ώρες περνάνε κι εγώ μένω ακίνητος στο ίδιο σημείο να αφουγκράζομαι τη σιωπή. Ώσπου ένα χέρι με αγγίζει στο μάγουλο. Είναι το δικό σου. Το νιώθω ανεπαίσθητα. Σηκώνω το βλέμμα. Βλέπω το περίγραμμα ενός προσώπου. Τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται σιγά σιγά. Σαν να υπάρχει ανάμεσα μας ένας αόρατος σκιτσογράφος. Δύο μάτια. Είναι τα δικά σου. Γραμμές που ανακατώνονται και σε προσδιορίζουν. Θέλω να έρθω κοντά σου. Να σε κοιτάξω σε απόσταση αναπνοής. Να ανακαλύψω κάθε μικρή λεπτομέρεια που είσαι εσύ. Σηκώνομαι κι όλα γύρω σβήνουν στο σκοτάδι. Εκτός από σένα. Είσαι πάντα εκεί. Κι εγώ δίπλα σου στο κέντρο του κόσμου. Να ταξιδεύω στο πρόσωπο σου. Να γυρεύω ένα χρώμα να ζωγραφίσω τον πόθο μου. Τα χείλη σου. Μες στο άσπρο και το μάυρο πλημμυρίζουν αίμα. Μου κόβεται η ανάσα. Κι ένας παράξενος ηλεκτρισμός με τραβά προς το μέρος τους. Σε φιλώ. Και νιώθω τα χείλη σου να φλέγονται. Καίγομαι κάθε δευτερόλεπτο που διαρκεί αυτό το φιλί. Μέχρι που το κορμί μου τυλίγεται ολόκληρο στις φλόγες. Γίνομαι φωτιά και φέγγω σ´ένα απέραντο σκοτάδι. Και ο πόνος ξεσκίζει τη σάρκα μου που γίνεται στάχτη. Και ουρλιάζω. Και ουρλιάζω. Και ουρλιάζω.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Η Μαέλια

“Επιτέλους σε βρήκα!”
“Τι συμβαίνει;”
“Φίλε, τη λένε Μαέλια!”


Και με μιας κατάλαβα. Δύσκολο να συγκρατήσεις τη ζωή όταν ξεχειλίζει από μέσα σου. Μια κάποια Μαέλια πήρε στα χέρια της την καρδιά του Σέργιου και την ταρακούνησε τόσο δυνατά που χτυπάει ακόμα σαν παλαβή σε όλο του το κορμί. Χαμογέλασα.

“Ποιά είναι η Μαέλια;”
“Η Μαέλια... Είναι η Μαέλια φίλε!”

Ένα παιδί ξύπνησε μες στη νύχτα. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι του και κοίταξε τριγύρω. Ψυθίρισε “μαμά”, “μπαμπά”, μα δεν ακούστηκε κανείς. Μαύρη σιωπή είχε τυλίξει τα πάντα. Και τους έδινε μια όψη εξωπραγματική. Το παιδί φοβήθηκε. Ένοιωσε μόνο σ´έναν αφιλόξενο κόσμο. Τα πόδια και τα χέρια του ήταν παγωμένα. Μόνο τα μάτια τρεμόπαιζαν στο σκοτάδι. Έκανε ένα δειλό βήμα. Το ξύλινο πάτωμα απάντησε με ένα απόκοσμο τρίξιμο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. “Μαμά” κλαψούρισε, μα η φωνή μετά βίας βρήκε τον δρόμο της στο δωμάτιο. Το παιδί θέλησε να κλάψει. Πιέστηκε να κάνει ακόμα ένα βήμα. Έσκυψε το κεφάλι προς το διάδρομο, ενώ τα μάτια του είχαν αρχίσει να βουρκώνουν. Σκιές έπεφταν απειλητικές στους τοίχους. Κοντοστάθηκε. Ένοιωσε μια θηλιά στο λαιμό του. Έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια: “Μαμά”... Και τότε συνέβη. Ένα φως απλώθηκε στο σκοτάδι. Δυο χέρια τον αγκάλιασαν. Κι ένα παραδεισένιο πρόσωπο του μίλησε γλυκά. Και το παιδί με τα βουρκωμένα μάτια, τη θηλιά στο λαιμό και την ταραγμένη καρδιά, έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο.

“Η Μαέλια μπήκε στη ζωή μου σήμερα από το πουθενά. Άνοιξε την πόρτα, σου λέω, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο και μπήκε μέσα. Κι όλα γίνανε φως. Κι όλα γίναν χάδι. Κι όλα γίναν λόγια γλυκά. Κι όλα γίναν ένα παραδεισένιο πρόσωπο. Το πρόσωπο της.”
“Περίμενε. Σε χάνω. Που τη γνώρισες;”
“Δεν την γνώρισα φίλε! Την Μαέλια δεν την γνωρίζεις... Την βιώνεις! Με όλες σου τις αισθήσεις, με όλο σου το είναι! Η Μαέλια είναι η ζωή που συμπιέστηκε χρόνια τώρα σ´ένα μικρό βελούδινο κουτί. Και βρέθηκε ένας ανυποψίαστος περίεργος σαν κι εμένα να το ανοίξει. Και να δεχθεί χιλιάδες αχτίδες από χρώματα και μουσικές και μυρωδιές και συναισθήματα σαν ένα απέραντο κύμα που διαπερνάει το σώμα, που συγκλονίζει την ίδια την ύπαρξη. Καταλαβαίνεις;”

“Καταλαβαίνω πως κάποια μελισσούλα σε τσίμπησε...”
“Με τσίμπησαν χιλιάδες μέλισσες! Ξανά και ξανά, έχωσαν τις βελόνες τους στο κορμί μου χωρίς έλεος. Κι όλο το δηλητήριο που εισχώρησε στο αίμα μου έκανε την καρδιά μου να φτερουγίζει σαν εκείνες. Πέταξα ψηλά και πέταξαν κι αυτές μαζί μου. Άπλωσα το χέρι και γεύθηκα τον ήλιο. Κι ήταν τόσο γλυκιά η μέθη που ξεχάστηκα και άρχισα να πέφτω. Στην αρχή έπεφτα αργά. Σαν πούπουλο που αιωρείται ανέμελα. Ξαφνικά όμως η γη με τράβηξε απότομα. Κι άρχισα με πέφτω σ´ένα απέραντο κενό. Κι η καρδιά μου κόντεψε να εκραγεί. Στριφογυρνούσα στον αέρα και περίμενα ένα ακαριαίο τέλος. Τότε κάτι περίεργο συνέβη. Έπεσα σε κάτι μαλακό και το βάρος μου ταλαντώθηκε μερικές φορές, μέχρι που σταμάτησε και βυθίστηκε σε αυτό το περίεργο στρώμα. Άνοιξα τα μάτια και είδα γύρω μου εκατομμύρια πεταλούδες. Ροδοκόκκινα πλάσματα που χάιδευαν με τα φτερά τους το κορμί μου. Και τότε κατάλαβα πως η ζωή δεν ήταν πια η ίδια. Κάτι είχε αλλάξει για πάντα.”
“Δε μου λες Σέργιο; Έχεις πιει τίποτα;”
“Μα δεν καταλαβαίνεις; Ήπια τον έρωτα μέσα απ´τα χείλη της. Μέθυσαν τα μάτια μου απ´τα μάτια της. Έχασα τα λογικά μου στο άγγιγμα της. Η φωνή μου έπαψε να μιλά. Τώρα ψιθυρίζει ποίηματα, τραγουδά καλοκαίρια, ουρλιάζει αγάπη. Είμαι ζωντανός! Καταλαβαίνεις; Είμαι ζωντανός!”

Δεν γνώρισα τη Μαέλια. Ο Σέργιος κοιμήθηκε σαν παιδί εκείνο το βράδυ. Και δεν ξύπνησε ποτέ ξανά.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Ένα φιξάκι τρέλας

Έλα, καλέ μου, κι άργησες
Τα δάχτυλα μου τρεμοπαίζουν ώρα τώρα
Πλημμύρισε το σώμα από ανεκπλήρωτες κραυγές
Κι απόμειναν τα μάτια να κοιτάνε προς τα μέσα

Έλα, γλυκέ μου άγγελε
Αναπηρία έγινε η ανάγκη μου
Ανάγκη έγινε η ζωή που ξέχασα να ζήσω
Ζωή μου έγινε η προσμονή γι αυτό που δε θα´ρθει ποτέ

Έλα και δώσε μου το φάρμακο
Ένα γλυκό φιξάκι τρέλας μες στη φλέβα
Διακτίνισέ με στον ορίζοντα της ξεγνοιασιάς
Διώξε απο πάνω μου τη λέπρα της βουβής απελπισίας

Έλα μικρέ μου πειρατή
Δέσε με στο κατάρτι σου και πάμε
Αλλοπαρμένες μουσικές ηχούν μέσα στα σύννεφα
Γυμνά κορμιά λικνίζονται κάτω από τα πεφταστέρια

Έλα να ζήσουμε τρελά
Τον χρόνο να γελάσουμε αναιδώς
Την πλάτη να γυρίσουμε στο θάνατο
Να σμίξουμε τα χείλη μας πηδώντας στο γκρεμό

Έλα ζωή μου αγαπημένη
Στείλε τον ήλιο οδηγό και οινοχόο
Πουλί να γίνει η ψυχή στης αμαρτίας το χορό
Και να πετάξει μακριά σε μεθυσμένα καλοκαίρια

 

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Φθινοπωρινή μεταβολή

Η ψυχή είναι ένα ηφαίστειο που βράζει. Λέξεις ζαλισμένες από την κάψα χορεύουν μέσα του. Στροβιλίζονται παθιασμένα. Λιώνουν και ανακατεύονται μες στη λάβα. Μορφώνονται και μεταμορφώνονται. Γίνονται λεκτικές φούσκες που εκρήγνυνται. Σκορπούν βίαια τις ρανίδες τους και σχηματίζουν καινούριες αναπαραστάσεις στα τοιχώματα της ψυχής. Κι η δύναμη τους μεγαλώνει. Ο χώρος δεν είναι αρκετός. Δεν είναι ποτέ αρκετός. Γίνεται ανυπόφορος. Το συναίσθημα στα έγκατα ουρλιάζει. Καλεί τις λέξεις σε εξέγερση. Να πουν όσα δεν τόλμησαν. Όσα ακόμα δεν τολμούν. Να γεμίσουν τα φοβισμένα νερά με τη θέρμη τους. Να κρυσταλλώσουν την ενοχή. Να γίνουν πέτρα. Να καθίσει πάνω ο πόθος σου ένα γλυκερό φθινόπωρο.



Η μέρα μικραίνει. Μα ο χρόνος διαστέλλεται. Οι στιγμές κρατάνε ξαφνικά περισσότερο. Το βήμα βραδύνει. Λες και αντιλήφθηκε ξαφνικά την (απ)ουσία της ζωής. Αυτό το κάτι μεγαλύτερο που είναι πάντα εκεί. Ποτέ δεν το βλέπεις. Ποτέ δεν το ακούς. Λίγες μόνο φορές το αισθάνεσαι. Βγαίνει από τα σπλάχνα σου και απλώνεται σαν πέπλο χιονιού τριγύρω. Και σταματάς. Φοβάσαι μην το πατήσεις και χαλάσεις την ατέλειωτη τελειότητα της εικόνας. Την αμόλυντη αγνότητα της σκέψης. Την κρυφή αιωνιότητα της στιγμής.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Τριάντα πέντε

Κάθε χρόνος είναι ένα μικρό κομμάτι στο παζλ της προσωπικής μου ταυτότητας. Παλεύω να καταλάβω ποιος είμαι. Κι ακόμα περισσότερο ποιος θα καταλήξω να είμαι. Κι αν ελπίζω να μου αρέσει η εικόνα που θα δημιουργηθεί, η αμφιβολία με τρώει. Ίσως γιατί κάποιες γωνιές μου αρέσουν και κάποιες όχι. Και φοβάμαι μην επικρατήσουν οι τελευταίες.

Τριάντα πέντε μικρές κουβέντες για πράγματα που καταλαβαίνω, αισθάνομαι και ζω:

1. Κάθε χρόνος που περνάει μου θυμίζει πόσο μισώ τον χρόνο σαν έννοια. Ίσως γιατί τον συνδέω με την επερχόμενη παρακμή μου. Ίσως γιατί συνέχεια τρέχω πίσω του. Ίσως ακόμα γιατί είμαι εξαρτημένος από αυτόν.

2. Κάθε χρόνο που περνάει προσπαθώ ακόμα να αποφασίσω τι θα γίνω όταν μεγαλώσω! Κι αν οι επιλογές έχουν ήδη γίνει, κι αν με ορίζουν, αρνούμαι να αποδεχθώ ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος, ότι υπάρχει μόνο ένα Εγώ.

3. Κάθε χρόνος που περνάει είναι μια μάχη ανάμεσα στη φυσική μου ροπή για κατάθλιψη και την ενδόμυχη μου αγάπη για τη ζωή.

4. Κάθε χρόνο που περνάει αναρωτιέμαι αν έχω ακόμα κάτι καινούριο να γράψω. Πόσες φορές μπορώ να ανακατώσω την τράπουλα των λέξεων μέχρι να αρχίσω να μοιράζω το ίδιο χαρτί ξανά και ξανά;

5. Κάθε χρόνος που περνάει μπερδεύει ακόμα περισσότερο τις τρεις γλώσσες που αγωνίζονται να επικρατήσουν μέσα μου. Όταν η μία κερδίζει έδαφος, οι άλλες δύο μένουν πίσω. Κι εγώ αισθάνομαι ενοχές και για τις τρεις.

6. Κάθε χρόνο που περνάει γελάω και λιγότερο. Σαν να μένουν όλο και λιγότερες αστείες σκηνές που δεν έχουν ήδη παιχθεί. Σαν να υπολείπονται ακόμα λίγοτερα αστεία λόγια που δεν έχουν ειπωθεί. Μακάριοι αυτοί που λησμονούν. Μπορούν να ζουν τη ζωή τους ξανά και ξανά.

7. Κάθε χρόνος που περνάει με απομακρύνει περισσότερο από τους ανθρώπους. Δεν είναι η ανικανότητα μου για συστηματική κοινωνική συναναστροφή. Ούτε η χαμηλή ανεκτικότητα μου για κάθε τι κοινότοπο. Είναι απλά η απόσταση που μεγαλώνει ανάμεσα σε δυο τρένα που κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις.

8. Κάθε χρόνο που περνάει αντιλαμβάνομαι πιο καθαρά τη κεντρικότητα της δύναμης στη ζωή. Την επιβολή των δυνατών στους αδυνάτους. Την διαρκή αναζήτηση μεγαλύτερης δύναμης. Και τρέμω τη στιγμή που θα φανώ αδύναμος.

9. Κάθε χρόνος που περνάει καίει και μια ακόμα σελίδα από τις μνήμες μου. Και αφήνει τελικά εκείνες που επιλέγω να θυμάμαι κι εκείνες που δεν θέλω να θυμάμαι.

10. Κάθε χρόνο που περνάει αισθάνομαι μεγαλύτερη δυσκολία να σταθώ μπροστά στον καθρέπτη. Φοβάμαι μην αντικρύσω ένα γέρικο πρόσωπο.

11. Κάθε χρόνος που περνάει με φέρνει αντιμέτωπο με μια πικρή αλήθεια. Όσο περισσότερο εκτιμώ την τέχνη, την ικανότητα έκφρασης του ακαθόριστου κι εξωτερίκευσης του απροσπέλαστου, τόσο μεγαλύτερο αποτιμώ το έλλειμα ταλέντου μέσα μου για οποιαδήποτε μορφή της.

12. Κάθε χρόνο που περνάει αποζητώ περισσότερο τη φύση. Τις εικόνες της, τους ήχους της, τις μυρωδιές της. Κι αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα θα είναι εκεί.

13. Κάθε χρόνος που περνάει με κάνει πιο σκληρό απέναντι στους προληπτικούς. Ανθρώπους που θεωρούν γρουσουζιά να μιλάς για ορισμένα πράγματα, ανθρώπους που με ρωτούν τι ζώδιο είμαι για να σχηματίσουν άποψη για τον χαρακτήρα μου, ανθρώπους που προτιμούν να να ζουν μες στο ψέμμα παρά να αντιμετωπίσουν την αλήθεια. Τους βρίσκω όλους θλιβερούς.

14. Κάθε χρόνο που περνάει προσπαθώ να καταλάβω αν είμαι πολύ αυστηρός ή πολύ επιεικής με τους ανθρώπους. Είναι φορές που έχω υψηλές προσδοκίες απο τους άλλους. Κι είναι φορές που τους αποδέχομαι όπως είναι. Ποτέ δεν ένοιωσα ευτυχισμένος τις πρώτες. Πάντα ένοιωθα να προδίδω τον εαυτό μου στις τελευταίες.

15. Κάθε χρόνος που περνάει μου αφαιρεί λίγη από την πίστη ότι θα μπορούσα να φτάσω στην καλύτερη φυσική κατάσταση που είχα ποτέ στη ζωή μου. Το κουράγιο μου είναι ένας κουβάς που στάζει.

16. Κάθε χρόνο που περνάει αμφιταλαντεύομαι για το πότε θα ζητήσω να διαγραφεί η ετικέτα “χριστιανός ορθόδοξος” από την ταυτότητα μου. Όλο το αναβάλλω. Και όλο μετανοιώνω γι αυτήν την αναβολή.

17. Κάθε χρόνος που περνάει με βρίσκει εντελώς απροετοίμαστο για οτιδήποτε αναπάντεχο. Δεν μπορώ να δράσω και να αντιδράσω χωρίς να σκεφτώ.

18. Κάθε χρόνο που περνάει συνειδητοποιώ πόσο ακόμα απέχω από το να καταλήξω σε κάποιες βασικές αρχές που θα διέπουν τη σκέψη μου και τη ζωή μου. Όλα μοιάζουν τόσο ρευστά, ευμετάβλητα.

19. Κάθε χρόνος που περνάει μου θυμίζει πως η επιτυχία είναι συνάρτηση της προσήλωσης σε κάτι συγκεκριμένο. Κι εγώ κατά συρροήν επιλέγω είτε το γενικό είτε τη μη προσήλωση.

20. Κάθε χρόνο που περνάει χάνω κι ένα κομμάτι της πατρίδας μου. Είτε πρόκειται για τη χώρα στην οποία μεγάλωσα είτε για την παιδική μου ηλικία.

21. Κάθε χρόνος που περνάει αυξάνει την ευχαρίστηση που νοιώθω κάνοντας πράγματα που δεν πρέπει να κάνω και λέγοντας πράγματα που δεν πρέπει να λέω.

22. Κάθε χρόνο που περνάει φαντάζομαι τη ζωή των γονιών μου μέσα από τα μάτια που μου χάρισαν τα παιδιά μου.

23. Κάθε χρόνος που περνάει παίρνει μαζί του πρόσωπα και φέρνει άλλα. Κι εγώ κάπου έπαψα να προσπαθώ να κρατηθώ. Δέχομαι νωχελικά τις αλλαγές και περιμένω η ελπίδα να στεριώσει κάπου. Σ´ένα πρόσωπο που ίσως δε θα ´ρθει ποτέ.

24. Κάθε χρόνο που περνάει μάχομαι να εξημερώσω το ζώο που φωλιάζει μέσα μου. Παραμονεύει σε μια σπηλιά κι ούτε το βλέπω ούτε το ακούω. Και νοιώθω ότι εν απουσία του εξυψώνομαι. Μα όταν ο καιρός περάσει και σιγουρευτεί ότι το έχω για καλά ξεχάσει, χυμάει πάνω μου και με προσγειώνει βίαια στο χώμα.

25. Κάθε χρόνος που περνάει είναι ακριβώς ίδιος με τον προηγούμενο. Δεν υπάρχουν μεγάλες χαρές και μεγάλες λύπες μέσα στο μικροσκόπιο της λογικής.

26. Κάθε χρόνο που περνάει ξοδεύω αμέτρητες ώρες σε ονειροπολήσεις. Ποτέ δεν συλλογίζομαι το παρελθόν. Συλλογίζομαι ένα παράλληλο παρόν ή ένα ασυνεχές μέλλον.

27. Κάθε χρόνος που περνάει γκρεμίζει μέσα μου την υπόθεση ότι υπάρχει κάποιο νόημα σε όλα αυτά.

28. Κάθε χρόνο που περνάει προσπερνώ αγνώστους με τους οποίους η μόνη μας επαφή θα είναι η ανταλλαγή μιας άδειας ματιάς. Πόσες ιστορίες γεννήθηκαν και πέθαναν μέσα μου στα δευτερόλεπτα αυτής της ματιάς!

29. Κάθε χρόνος που περνάει κουβαλά μαζί του τις ίδιες κρίσεις. Άλλοι ζουν την κρίση των σαράντα, την κρίση των πενήντα. Εγώ βιώνω μια παρόμοια κρίση κάθε τρεις μήνες...

30. Κάθε χρόνο που περνάει ο κόσμος αποκτά μια πιο θεατρική διάσταση. Σαν να αντικρύζω μια παγκόσμια σκηνή με εκατομμύρια ανθρωπάκια που παίζουν νωχελικά τους ρόλους τους. Και γι αυτο ενίοτε δυσκολεύομαι να πάρω οτιδήποτε στα σοβαρά.

31. Κάθε χρόνος που περνάει μου κάνει πιο δύσκολο να διακρίνω τι μισώ περισσότερο: τον δογματισμό ή τον σχετικισμό.

32. Κάθε χρόνο που περνάει παλεύω να απεξαρτηθώ από πράγματα. Κι όλο νοιώθω ότι μοιάζει αυτή η προσπάθεια με το μαρτύριο του Σισυφου.

33. Κάθε χρόνος που περνάει επιταχύνει και λίγο σε σχέση με τους προηγούμενους. Αν τα παιδικά χρόνια μου φαίνονται σαν αιώνες, τα τελευταία δέκα περάσαν σαν λεπτά.

34. Κάθε χρόνο που περνάει αγαπώ περισσότερο κι ερωτεύομαι λιγότερο.

35. Κάθε χρόνος που περνάει με γεμίζει ζωή και μου αφαιρεί ζωή. Και κοιτώντας αυτήν την αιώνια ζυγαριά, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ξεστομίζω μικρές κουβέντες.
 

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Η στιγμή που δεν ήρθε ποτέ

”Δεν περίμενα ότι θα ήσουν τόσο όμορφη...”

”Δεν περίμενα ότι θα με κοιτούσες με αυτόν τον τρόπο...”

”Πάντα έτσι σε κοιτούσα κι ας βρισκόμαστε πρώτη φορά.”

”Τότε πάντα όμορφη θα με έβλεπες!”

”Με τα μάτια του μυαλού πάντα όμορφη σ´έβλεπα. Όμως έχω μάθει να αμφιβάλλω για την αλήθεια τους.”

”Δεν πρόκειται για την αλήθεια τους, γλυκό μου αγόρι. Πρόκειται για την δική σου αλήθεια!”

”Η δική μου αλήθεια φοβάμαι πως είναι καλά κρυμμένη! Συνήθισα τη σιωπή και δεν ακούω πια τη φωνή της. Κι εσύ; Πώς με φανταζόσουν;”

”Στην δική μου αφελώς έκδηλη και φωναχτή αλήθεια ήσουν ένας άγγελος της νύχτας. Ερχόσουν στα όνειρα μου, με αγκάλιαζες και χορεύαμε στο σκοτάδι. Κι ύστερα χανόσουν λίγο πριν ξημερώσει... Κι έμενα πάλι μόνη να ψιθυρίζω την ίδια προσευχή για να ´ρθεις και πάλι.”

”Πάντα ένα κορίτσι ήσουν. Κι εγώ ένας δειλός τροβαδούρος που τραγουδούσα μόνο όταν είχες ήδη απομακρυνθεί. Πάλι το ίδιο κάνω.”

”Τώρα είναι η στιγμή σου τροβαδούρε μου! Τραγούδα την εξομολόγηση σου! Την περιμένω τόσο καιρό! Να, εγώ θα κλείσω τα μάτια για να πάρεις θάρρος.”
 

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Περπατώντας τη Γενεύη















Πρέπει να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη. Τις μέθυσε ο καλοκαιρινός οίστρος κι απλώθηκαν στο χορτάρι να ρουφήξουν λίγο ήλιο. Και τώρα, μες στην παραζάλη, δεν μπορώ να τις μαζέψω. Θα ξαπλώσω μαζί τους και θα ανοίξω τα χέρια μου. Ας έρθουν εκείνες σ´εμένα.

Πόση ώρα είναι που έφυγα; Δεν θυμάμαι. Τα πόδια πήραν φόρα και σαρώνουν τον κόσμο. Σαν ατίθασα άλογα τρέχουν κουβαλώντας ένα αδιάφορο σώμα. Τα μάτια δεν προλαβαίνουν να επεξεργαστούν τις εικόνες. Χυμούν από τη μια στην άλλη με ανυπομονησία. Λες και περνώ απο εδώ για πρώτη φορά...

Κι όμως! Τα ίδια μέρη που κάποτε έμοιαζαν εχθρικά καλύπτονται τώρα με ένα πέπλο οικειότητας. Δεν είναι ανυπομονησία για το καινούριο αυτό που νιώθω. Είναι ανυπομονησία για το οικείο. Κάθε βήμα με σπρώχνει μακριά από το μέρος που έμαθα να λέω πατρίδα. Προς ένα μέρος που μπορεί ποτέ να μη γίνει αλλά εγείρει διεκδικήσεις. Κάθε βλέμμα βιάζεται να αντικαταστήσει παλιές εικόνες με καινούριες. Και σ´αυτή τη ζυγαριά εικόνων η παλιά πατρίδα γίνεται διαρκώς ελαφρότερη.
 














Να μια εικόνα που μου αρέσει. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που την κάνει όμορφη στα μάτια μου. Είναι μάλλον οι δρόμοι που κρύβονται μέσα της. Το άγριο μονοπάτι των λουλουδιών, η προοπτική που δημιουργούν τα συγκλινόμενα άλση οδηγώντας σε μια αόρατη πύλη, η υδάτινη διαδρομή που παρεμβάλλεται, ο άλλος κόσμος που απλώνεται μακριά...

Προσπερνώ πρόσωπα και αισθάνομαι ξένος στα μάτια τους. Κι ας είναι κι εκείνοι ξένοι. Κι ας προχωρώ με τη βεβαιότητα μιας γνώριμης πορείας. Αυτός ο δρόμος δεν θα γίνει ποτέ δικός μου γιατί δεν τον περπάτησα με παιδικά πόδια. Δεν μεγάλωσα μαζί του.

Μέχρι που να φτάσω σήμερα; Λίγο ακόμα. Μέχρι το άνοιγμα της αλέας. Έχει παράθυρο στην πόλη εκει. Μια κοπέλα παράτησε το ποδήλατο της και κάθισε στα βράχια. Κοιτάει μακριά. Περιμένει κάποιον που δεν θα έρθει. Όχι σήμερα.