Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Ένα φλερτ

Καθίσαμε στο μπαρ. Πρώτη φορά στο μαγαζί, κοίταζα τριγύρω να συνηθίσω τον χώρο. Ένα μοντέρνο μίνιμαλ σαλόνι ντυμένο στο άσπρο και στο κόκκινο. Μια μπαλάντα από τα παλιά παραμόνευε κάπου στο βάθος. Το βλέμμα μου ταξίδεψε ανιχνευτικά από παρέα σε παρέα. Όμορφος κόσμος! Εκείνος τακτικός πελάτης, έπιασε αμέσως κουβέντα με τον μπάρμαν και κανόνισε τα ποτά. Σε λίγο, δύο στολισμένα ποτήρια προσγειώθηκαν μπροστά μας. Τον κοίταξα και χαμογέλασα.
“Δεν είναι κακό το μαγαζί...”
“Ακόμα δεν έχεις δει τίποτα!”
Ρούφηξε μια γουλιά και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο. Τα μάτια του είχαν τη γνωστή πονηρεμένη λάμψη.
Μιλήσαμε για λίγο καθώς το σαλόνι γέμιζε με άγνωστους καλεσμένους. Δεν άργησα να καταλάβω τι εννοούσε. Το θηλυκό κυριαρχούσε του αρσενικού. Η ατμόσφαιρα πλημμύριζε ήδη από εκκολαπτόμενους έρωτες. Γύρισα και τον κοίταξα. Κατάλαβε τι σκεφτόμουν και μου έκλεισε το μάτι.
“Πάω να την πέσω...”
Πριν προλάβω ν´αντιδράσω, είχε βρεθεί απέναντι και μιλούσε με δύο κοπέλες. Γέλασα αυθόρμητα. Χαιρόμουν με τη ζωντάνια του και το ίδιο έδειχναν και οι κοπέλες. Ρούφηξα μια γουλιά παρατηρώντας τους. Σε κάποια στιγμή γύρισε και με έδειξε με το δάχτυλο του. Οι κοπέλες έστρεψαν το βλέμμα τους. Χαμογέλασα.
“Τι σας λέει;”
Σχημάτισα τις λέξεις στο στόμα μου για να μεταδώσω το μήνυμα από απόσταση. Εκείνες χτύπησαν τα δάχτυλά τους μερικές φορές για να μου πουν ότι είναι πολυλογάς και γέλασαν. Ο φίλος μου συνέχισε ακάθεκτος.
Γύρισα στο ποτό μου. Σχεδόν μελαγχόλησα με την ιδέα ότι ήταν τόσο εύκολη η επαφή με έναν άγνωστο. Ότι το μυστήριο μπορεί να εξανεμιστεί με δυο κουβέντες. Σ´έναν άλλο κόσμο, το φλερτ θα ήταν δυο βλέμματα που αντάμωσαν τυχαία και, μέσα σε μια στιγμή, κατάφεραν να πλησιάσουν αργά, να ανταλλάξουν παιχνιδίαρικα αγγίγματα, να τυλιχθούν τρυφερά το ένα μες στο άλλο, να χορέψουν στην αιωνιότητα κι ύστερα να αποχωριστούν βίαια με μια απύθμενη προσμονή για το επόμενο αντάμωμα.
Το φλερτ είναι στα μάτια, δεν είναι στα λόγια. Είναι σε αυτά που αποσιωπούνται, όχι σε αυτά που λέγονται.
Σήκωσα τα μάτια. Ο φίλος μου ήταν ακόμα εκεί. Εγώ πάλι ήμουν μόνος. Μαστίγωσα τον εαυτό μου για τις προηγούμενες σκέψεις.
“Άλλος θα περάσει καλά απόψε το βράδυ... Όχι εσύ...”
Ρούφηξα ότι είχε απομείνει στο ποτήρι και σηκώθηκα. Δεν έπρεπε να έρθω. Η επαφή με την πραγματικότητα μου είναι οδυνηρή. Κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Ένα τσιγάρο για να το φιλοσοφήσω λίγο παραπάνω. Ίσως και να πείσω αυτόν τον αυθάδη ανθρωπάκο που κρύβεται μέσα μου.
Η νύχτα ήταν γλυκιά έξω. Η αύρα της με αγκάλιασε και μου έδειξε τα αστέρια. Γαλήνεψα. Έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα και ψαχούλεψα τις τσέπες για τον αναπτήρα. Πουθενά. Επιστροφή στην πραγματικότητα.
Κοίταξα γύρω. Λίγα βήματα πιο κει, μια σύγχρονη Τζουλιέτα κάπνιζε καθισμένη σ´ενα υπερυψωμένο πεζούλι. Με παρατηρούσε χαμογελώντας. Πριν προλάβω να πω κάτι, πήδηξε κάτω και με πλησίασε. Μου έτεινε έναν αναπτήρα. Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Όπως ακριβώς το είχα σκεφτεί και απορρίψει πριν μερικά λεπτά. Ο χρόνος πάγωσε.
Άναψα μηχανικά το τσιγάρο. Συννεφάκια καπνού υψώθηκαν κι έγιναν ένα με τα δικά της. Κι ανάμεσα τους μια στήλη απο φως, δυο κόκκινα χείλη, ένα πεφταστέρι, ταξίδι στο άπειρο, μεταξωτά σεντόνια, ένα αυτοσχέδιο ποίημα, πνιγμένα βογγητά, αγριολούλουδα, ένα ξένο άγγιγμα, καυτή λάβα, ο υπνωτισμός της νύχτας και η ηλιοφάνεια του πρωινού.
Άνοιξα τα μάτια και ψιθύρισα το πρώτο τραγούδι που μου ήρθε στο μυαλό.


Τι κάνεις;

Τι κάνεις; Τι υποκρίνεσαι ότι κάνεις;
Στα πράσα σ’ έπιασε η στιγμή
Να κυβερνάς άλλες ζωές
Το τώρα είναι τώρα κοριτσάκι
Κοίταξε γύρω σου
Ο κόσμος πως χορεύει
Είσαι εσύ που βλέπουμε
Μια πινελιά ολομόναχη
Ή είναι κάποια άλλη
Είναι η φωνή σου που μιλά
Μια λέξη ακατανόητη
Ή είναι μια ξένη
Πες όλα κείνα που σιωπούν
Κι ακόμα πιο καλά
Αγκάλιασε τα