Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Η ακρίδα, ο σάλιαγκας και το φίδι

Γεννήθηκα ακρίδα. Μια παράξενη ακρίδα χωρίς φτερά αλλά με δυνατά πόδια. Το έβρισκα πάντα πολύ φυσικό να πηδάω από λουλούδι σε λουλούδι. Να μη μένω ποτέ στο ίδιο σημείο. Να στοχεύω όλο και ψηλότερα. Να ανέβω στα λαμπερά πέταλα από όπου φαίνεται όλος ο κόσμος. Όλος ο κόσμος δικός μου, μπροστά στα μάτια μου. Κι ας μην είχα φτερά, είχα μεγάλη θέληση. Απλά έπρεπε να συνεχίσω την προσπάθεια και θα έφτανα... Αλλά αργούσα. Και ο καιρός περνούσε. Μια φορά μου είπε κάποιος «εσύ θα μπορούσες να γίνεις σάλιαγκας». Γέλασα. «Εγώ είμαι ακρίδα» απάντησα. «Κι όμως θα μπορούσες να γίνεις καλός σάλιαγκας!» συνέχισε. «Σκέψου το! Οι σάλιαγκες κινούνται αργά και σταθερά. Μα είναι προσηλωμένοι στο στόχο τους. Και χρησιμοποιούν το σάλιο τους για να διευκολύνουν το πέρασμά τους.» Και τότε αναρωτήθηκα αν είχα πάρει το σώστο δρόμο. Ίσως πηδώντας από λουλούδι σε λουλούδι να μην έφθανα ποτέ στα λαμπερά πέταλα που ονειρευόμουν. Ίσως θα έπρεπε να φέρομαι σαν σάλιαγκας για να τα καταφέρω. Κι έτσι ξεκίνησα μερικές φορές να προσπαθώ να μιμηθώ τους σάλιαγκες. Έδενα τα πόδια μου με ένα σχοινί κόμπο για να μην με ξεγελάσουν. Και σερνόμουν προς τα κει που ήθελα να πάω αφήνοντας το σάλιο να γλυκάνει το δρόμο μου. Στην αρχή ήμουν διστακτικός και έκανα λάθη. Τα πόδια μου προσπαθούσαν αντανακλαστικά να λυγίσουν και να τεντωθούν, κι έτσι έπεφτα καταγής, μέσα στα ίδια μου τα σάλια. Έγλυψα φραγκοσυκιές και κάκτους μέχρι να καταλάβω ότι το σάλιο δεν πάει παντού. Όμως κάποια στιγμή οι κόποι μου απέδωσαν. Ανέβαινα ψηλότερα σαν σάλιαγκας. Και παρόλο που το σώμα μου φώναζε «ακρίδα», κοιτούσα στον καθρέπτη και έβλεπα έναν σάλιαγκα. ‘Ομως ακόμα ήμουν μακρυά από τα λαμπερά πέταλα που ονειρευόμουν. Και σαν σάλιαγκας κινιόμουν αργά. Δεν είχα άλλη υπομονή, ο χρόνος περνούσε. Πήγα και βρήκα λοιπόν εκείνον που μου πρότεινε να γίνω σάλιαγκας. «Μου είπες να γίνω σάλιαγκας κι εγώ σε άκουσα» είπα με παράπονο. «Κι όμως δεν έχω φτάσει ακόμα στο στόχο μου». Χαμογέλασε. «Κοίταξε γύρω σου» είπε σε λίγο. «Τί βλέπεις;» Άρχισα να εκνευρίζομαι. «Βλέπω πως δεν είμαι ακόμα εκεί που θα ήθελα να είμαι» είπα τσιτωμένος. «Και ποιος είναι εκεί που θα ήθελες να είσαι;» με ρώτησε. Κοίταξα ψηλά αναζητώντας τα λαμπερά πέταλα που πάντα ονειρευόμουν. Και τότε είδα τα φίδια. Ο άγνωστος διάβασε τη σκέψη μου. «Αν θέλεις να φτάσεις εκεί, θα πρέπει να γίνεις φίδι. Δεν είναι δύσκολο. Προσπάθησε!». Τα φίδια χρησιμοποιούν τα ευέλικτα κορμιά τους για να σκαρφάλωνουν γρήγορα. Ξέρουν να τυλίγονται στο κατάλληλο δένδρο και ύστερα ελίσσονται με θαυμαστό τρόπο για να φτάσουν στην κορυφή. Κι έτσι ξεκίνησα να προσπαθώ να μιμούμαι τα φίδια. Έδεσα και τα χέρια μου κόμπο για να μην με ξεγελάσουν, λύγιζα το κορμί μου δεξιά και αριστερά, σερνόμουν, διπλωνόμουν και ξεδιπλωνόμουν μέχρι να καταφέρω να αποκτήσω τις δεξιότητες των φιδιών. Και κάποια στιγμη οι προσπάθειές μου απέδωσαν. Μπορούσα πια να κινούμαι γρήγορα και ν’ανεβαίνω ψηλά. Κι ενώ το σώμα μου φώναζε «ακρίδα», κι ενώ ένα κομμάτι μέσα μου ένοιωθε «σάλιαγκας», εγώ στον καθρέπτη έβλεπα ένα φίδι. Και σαν φίδι κατάφερα μια φορά να φτάσω στα λαμπερά πέταλα που πάντα ονειρευόμουν. Και δάκρυσα από χαρά που μετά από τόσο κόπο είχα πετύχει το στόχο μου. Και χαμογέλασα γιατί όλος ο κόσμος ανοιγόταν μπροστά στα μάτια μου. Τα μάτια της ακρίδας που ένοιωθαν λίγο σάλιαγκας και φέρονταν σαν φίδι. Και μες στον ενθουσιασμό μου, είπα «τώρα μπορώ επιτέλους να χαρώ το όνειρό μου» και βιάστηκα να λύσω τα χέρια μου και τα πόδια μου για να αγκαλιάσω τον κόσμο. Και τότε εκείνα, σαν να περίμεναν καιρό, λύγισαν και τεντώθηκαν απότομα για να ξεσκουριάσουν, για να νοιώσουν και πάλι ζωντανά, για να βρουν την κρυμμένη ακρίδα μέσα τους. Κι έτσι βρέθηκα στο κενό, με ένα ευέλικτο κορμί που μου ήταν άχρηστο, ένα σάλιο που έκανε τον αέρα ψυχρό, και μια καρδιά ακρίδας τσακισμένη πριν καν αγγίξει το έδαφος. Γεννήθηκα ακρίδα. Έγινα σάλιαγκας κι έγινα φίδι. Και μια στιγμή μονάχα πριν το τέλος ξαναγεννήθηκα.