Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Dance me to the end of love



Ήρθες εχθές. Με άγγιξες απαλά και άνοιξα τα μάτια. Στο βλέμμα σου μια παλίρροια νοσταλγίας με ταξίδεψε στιγμιαία στον χρόνο. Ήθελες να καταλάβω αλλά η προσδοκία σου σε πρόδωσε. Δεν μίλησες. Με άφησες να σπαράζω στην άγνοια μου. Άκων ακροβάτης του θανάτου αναζητούσα ένα ίχνος από δίχτυ. Ανασηκώθηκα. Και τότε το φως πάγωσε την καρδιά μου. Φορούσες το ματωμένο νυφικό εκείνης της μέρας. Μια τεράστια λευκή ορχιδέα πιτσιλισμένη από τον Πόλοκ με αίμα. Τόσο θλιβερά όμορφη... Έμεινα ακίνητος μπροστά στον τοίχο, τα μάτια δεμένα στη σιωπή ενώ οι εικόνες με χτυπούσαν σαν ριπές πολυβόλου.

Μας είδα ακουμπισμένους στα κάγκελα πάνω από μια φωτισμένη πόλη. Βράδυ στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Σου ζήτησα να με παντρευτείς ενώπιον της θάλασσας. Μου ζήτησες να χορέψουμε στα παιδιά που περιμένουν να γεννηθούν. Η ανοιξιάτικη αύρα ξεχείλιζε χαρά και εσύ πέταξες ψηλά τα γοβάκια σου για να ξεκλέψεις λίγη. Έγειρα πίσω κι έκλεισα τα μάτια. Σε τύλιξα με έναν λευκό μανδύα και σου πέρασα ένα πέπλο στα μαλλιά. Κι έλαμπες πιότερο κι από το ολόγιομο φεγγάρι. Έμεινα άγαλμα να σε κοιτώ να περιστρέφεσαι πάνω στο πλακόστρωτο πεζούλι. Έπαιζες με τη νύχτα, γελούσες με τα αστέρια. Και ξάφνου σταμάτησες. Με κοίταξες ικετευτικά κι ύστερα χάθηκες για πάντα στο σκοτάδι.

Όταν άνοιξα πάλι τα μάτια δεν ήσουν εκεί. Σηκώθηκα και πήγα προς το παράθυρο. Το ίδιο φεγγάρι, το ίδιο βράδυ. Η ανάσα μου κόπηκε στα δύο. Ένα χέρι έσκισε την καταχνιά, πέρασε σχοινιά στα άκρα μου και με έσυρε σαν μαριονέτα μέχρι το λόφο. Τα γυμνά μου πόδια πέταγαν σπίθες καθώς διέσχιζαν στρώματα από παγωμένες βελόνες. Όταν έφθασα στην κορυφή, το ρολόι στο καμπαναριό είχε σταματήσει. Με περίμενες σαν και τότε πάνω στο πεζούλι. Μόλις πλησίασα σηκώθηκες και άπλωσες το χέρι σου. Χαμογελούσες. Σε τράβηξα στην αγκαλιά μου. Ο κόσμος γέμισε από σένα. Κοιταχτήκαμε. Η στιγμή πρόσταζε μόνο ένα πράγμα. Να συνεχίσουμε τον χορό που αφήσαμε στη μέση.

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Το τελευταίο γράμμα

Από καιρό σκέφτομαι να σου γράψω. Νοιώθω σαν ένα κομμάτι του εαυτού μου να έχει μείνει μετέωρο. Μερικές φορές δεν υπάρχει αντίο, το ξέρω. Μερικές φορές το χρώμα απλά ξεθωριάζει. Στο δικό μου κουτί των αναμνήσεων, όμως, θα ήθελα να τα βρω όλα τακτοποιημένα όταν θα έρθει η ώρα να το ανοίξω και πάλι.

Γι αυτό σου γράφω. Από ανάγκη. Πάσχισα να ελευθερωθώ από τις ψευδαισθήσεις και δεν θέλω να τις φορτώσω σε σένα. Ένας κακός δαίμονας είναι το μυαλό, χρειάζεται κι αυτός τα γκέμια του. Όταν ησυχάζει, μπορείς και ακούς τον καημό της νύχτας. Ακούς το κλάμα της ανάγκης και τον σπαραγμό της μοναξιάς. Ακούς ακόμα και το γοργό βήμα του χρόνου που απομακρύνεται. Και τα πράγματα αλλάζουν προοπτική.

Δεν έχω έτοιμες λέξεις. Όλα μοιάζουν να έχουν ανακατευτεί στην δίνη του παρελθόντος. Τα λόγια που ανταλλάξαμε, ένας χάρτινος πύργος από παιχνιδιάρικα εγώ και υποσχόμενα εσύ, δεν έγιναν ποτέ εμείς. Πώς να αντικρύσεις το φως του άλλου όταν κρύβεσαι πίσω από μια σκιά;

Κι όμως, μέσα στα απόνερα υπήρχε μια χρυσή κλωστή. Δεν είδα ποτέ τα μάτια σου κι όμως αφουγκράστηκα την ψυχή σου. Δεν άκουσες ποτέ τη φωνή μου κι όμως διάβασες τις σκέψεις μου. Δεν σμίξαμε ποτέ τα δάχτυλα μας κι όμως αγγίξαμε ο ένας τον άλλον. Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος αν γνέθαμε το δικό μας εμείς!

Θέλω να ξέρεις κάτι. Σε θυμάμαι σαν ήλιο και σαν θάλασσα, σαν θερμή αχτίδα στο παγωμένο νερό, σαν την αλμύρα στα χείλη μου, σαν το τραγούδι των κυμάτων στα αυτιά μου, σαν μυρωδιά δενδρολίβανου και θυμαριού, σαν το κορμί μου που πλέει στο καλοκαίρι.

Σε θυμάμαι.

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Η πόρτα

Η ξύλινη πόρτα έκλεισε με δύναμη! Παρακινημένη από μια βιαστική ώθηση του κατά τ’ άλλα αγαπημένου της χεριού. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες ενέργειες - ήταν πάντα γλυκός και προσεχτικός μαζί της. Την άγγιζε πάντα με την αβρότητα που προσεγγίζουμε ιερά αντικείμενα. Σε κάθε τους συνάντηση την χάιδευε ανεπαίσθητα και μερικές φορές της έμπαινε η ιδέα ότι προσήλωνε το βλέμμα του πάνω της. Με περιέργεια και τρυφερότητα μαζί της καθιστούσε γνωστό το ενδιαφέρον του.

Και τώρα μια ανεξήγητη ορμή και μια ριπή αέρα έκαναν τα μεταλλικά της μέρη να κροταλίζουν καθώς διέσχισε απότομα το δωμάτιο για να βρεθεί αγκαλιά με το ξύλινο πλαίσιο. Μερικές σπιθαμές χρόνου πέρασαν μέχρι να καταλαγιάσει η έκπληξη και να εγερθεί ένα περήφανο ερωτηματικό για το συμβάν. Είχε πια γυρισμένη την πλάτη της και μπορούσε μόνο να αισθανθεί την ροή των κινήσεων.

Τότε ακούστηκε ένας γδούπος! Και αμέσως ένοιωσε ένα κορμί να κολλάει στην εσωτερική επιφάνειά της. Μια ξένη αίσθηση την κυρίεψε: μια γυναικεία φιγούρα απλώθηκε πάνω της σαν γιγάντια βδέλλα. Χρειάστηκε όλα τα αποθέματα αντοχής της για να μπορέσει να αντισταθμίσει ένα διαρκώς αυξανόμενο βάρος στην επιφάνειά της. Κάτι ή κάποιος πίεζε το γυναικείο κορμί λες και ήθελε να γίνει ένα μαζί του πάνω στην ξύλινη όψη της πόρτας.

……..

Έκλεισε την πόρτα με δύναμη! Μόλις είχαν μπει στο διαμέρισμα και χωρίς να το καταλάβει άφησε το πάθος να οδηγήσει τα χέρια του. Και τώρα εκείνο μαστίγωνε κάθε αναστολή που μπορεί να έκανε το λάθος να ξεπεταχθεί μες στο μυαλό του. Κοίταξε στιγμιαία τα μακριά της μαλλιά, τον τρόπο που έπεφταν ανέμελα πάνω στο λαιμό της και ένοιωσε το αίμα του να κατακλύζει κάθε μικροσκοπική αρτηρία του κορμιού του.

Εκείνη γύρισε και κοίταξε με έκπληξη. Το βλέμμα της ταξίδεψε τριγύρω σε αργή κίνηση, στάθηκε στιγμιαία πάνω στην πόρτα και ύστερα μαγνητίστηκε βίαια από το δικό του. Σε μια ατέλειωτη ανάσα τα χείλη τους ενώθηκαν. Ο πρώτος δισταγμός παραχώρησε τη θέση του σε μια θύελλα παροξυσμού. Την έσφιξε πάνω του και εκείνη τον αγκάλιασε προβάλλοντας τη δύναμη του πόθου της. Με μια περιστροφή, βρέθηκαν προσκολλημένοι στην ξύλινη πόρτα.

Τα χέρια του απλώθηκαν στο κορμί της εγείροντας κύματα ηδονής ενώ το κορμί του εφορμούσε ολόκληρο για να κυριέψει το από καιρό απόρθητο κάστρο της. Εκείνη τυλίχθηκε πάνω του και άφησε το σώμα της να παρασυρθεί από την ορμή του δικού του σε ένα μαγικό ταξίδι: σε μια αναπάντεχη εξέλιξη διέσχισε την πόρτα μόριο προς μόριο και χάθηκε μέσα της για πάντα.

………

Έκλεισε την πόρτα με δύναμη! Μια τρομαχτική σκέψη διαπέρασε το νου της και το αίμα της πάγωσε. Αισθάνθηκε την ανάσα του μερικά μέτρα πίσω της. Σε μια στιγμή κατάλαβε πόσο λάθος είχε κάνει να τον ακολουθήσει στο διαμέρισμά του. Ήταν αργά. Άκουσε τα βήματά του να πλησιάζουν αντηχώντας μες στο σκοτάδι. Ένα ιδρωμένο δάχτυλο γλίστρησε βασανιστικά στο λαιμό της και το κορμί της ανατρίχιασε.

Σε μια απελπισμένη ανατροπή της ροής του χρόνου, τα δευτερόλεπτα ξεχύθηκαν απότομα στο δρόμο ουρλιάζοντας! Εκείνη έκανε ακριβώς το ίδιο – η κραυγή της όμως δεν μπορούσε να διαπεράσει το χέρι που έκλεινε το στόμα της. Τρομοκρατήθηκε και άρχισε να σπαρταράει προσπαθώντας να ξεφύγει από τα δεσμά του. Εκείνος την έσφιξε και με μια δρασκελιά έστειλε και τους δυο τους πάνω στην σκληρή επιφάνεια της πόρτας.

Η ένταση πύκνωσε σαν σύννεφο καπνού καθώς τα δυο κορμιά πάλευαν στον σκοτεινό ρυθμό της αγριότητας. Προσπάθησε να του δαγκώσει το χέρι και εκείνος μανιασμένος το πήρε από το στόμα της και το τύλιξε στο λαιμό της. Σε μια λάμψη του ματιού, τα δάχτυλα έσφιξαν μηχανικά διακόπτοντας τη ροή αίματος προς τον εγκέφαλο. Η τελευταία της ανάσα ξεχείλισε άκοπα και φοβισμένα. Μην έχοντας που να κρυφτεί, χώθηκε στις ρωγμές της ξύλινης πόρτας.

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Χαϊδελβέργη

Κάνει κρύο αυτές τις μέρες στην πόλη. Πέντε στρώματα ρουχισμού δεν επαρκούν όταν στέκεσαι πάνω στη παλιά γέφυρα του ποταμού Νέκαρ. Σε περίμενα ήδη είκοσι λεπτά και είχα αρχίσει να κινούμαι νευρικά πάνω κάτω για να ζεσταθώ. Μια έφερνα μπροστά μου τον δρόμο των φιλοσόφων, έρημο ετούτη την ώρα, κι ύστερα γυρνούσα πάλι προς το παλάτι, που το τύλιγε μια ανάρια ομίχλη κάνοντας το να μοιάζει με απομεινάρι από κάποιο μεσαιωνικό παραμύθι.

Μόλις είχε πέσει σκοτάδι και η πόλη είχε αλλάξει όψη. Σαν να ’χε γυρίσει δεκάδες χρόνια πίσω, σαν να ´χε σταματήσει ο χρόνος στις επισκέψεις του Μαρκ Τουαίην ή ακόμα πιο παλιά, στον ερχομό του Γκαίτε. Τα φώτα στόλιζαν τώρα το ποτάμι. Ένα ποταμόπλοιο διέσχισε τα νερά και προσέθεσε έναν ακόμα αστερισμό στο υδάτινο σύμπαν. Πόσες ιστορίες γεννά η ομορφιά και πόση ομορφιά γεννά η ιστορία!

Κοίταξα το ρολόι. Οκτώ και τέταρτο. Δεν θα έρθεις, δεν χρειάζεται να περιμένω άλλο. Σαν να ξέκλεψα λίγη από την σοφία των διανοητών που έχουν περπατήσει τις ίδιες πέτρες και κατάλαβα ξαφνικά ότι ήμουν μόνος. Σήκωσα το βλέμμα στον ουρανό και μια παγωμένη αύρα μου πλημμύρισε τα μάτια. Η ψυχή μου βάρυνε επικίνδυνα. Ώρα να πηγαίνω.

Κίνησα να φύγω. Μα ύστερα από δυο βήματα σταμάτησα. Ήταν το βαρύ φορτίο ή ένα άγνωστο χέρι που με κράτησε; Γύρισα το κεφάλι αργά και η ματιά μου έπεσε σε μια θολή φιγούρα στην άλλη άκρη της γέφυρας. Πώς δεν την είχα δει πιο πριν; Προχώρησα ερευνητικά προς το μέρος της κι η εικόνα γύρω μου είχε παγώσει. Άκουγα μόνο τους χτύπους απο τις μπότες μου πάνω στην κόκκινη πέτρα. Η καρδιά μου είχε σταματήσει.

Είναι μερικές στιγμές που η συνειδητότητα χάνεται. Παύουμε να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μια ξεχωριστή οντότητα σε ένα δεδομένο πλαίσιο. Ανοίγει διάπλατα η αρτηρία που συνδέει τα μάτια μας με την ψυχή μας. Κάθε μας λέξη, κάθε κίνηση, είναι μια αντανάκλαση του είναι μας. Αυτές τις στιγμές μόνο να τις θυμόμαστε μπορούμε. Γιατί είναι αυτές τις στιγμές που ζούμε πραγματικά.

Θυμάμαι την αιθέρια μορφή σου καθώς σε πλησίαζα. Θυμάμαι την αύρα που έπεφτε σαν πέπλο στο κορμί σου και σμίλευε τις καμπύλες σου. Θυμάμαι τα μακριά χέρια σου ακουμπισμένα ανάλαφρα επάνω στην πέτρα. Θυμάμαι τα μαύρα σου μαλλιά που χάιδευαν με τις άκρες τους τον λαιμό σου. Θυμάμαι το ευάλωτο βλέμμα σου όταν γυρισες και με κοίταξες.

Τότε κατάλαβα. Δεν ήσουν η γυναίκα της ζωής μου, ήσουν εκείνη των ονείρων μου.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Τραγουδοποιός

Και στον δρόμο παντού
Θέλω για μένα να μιλούν
Να ’ναι οι κοπέλες γυμνές
Να με πνίγουν σ´αγκαλιές
Να με θαυμάζουν, να με σκοτώνουν
Την αρετή μου να ξεριζώνουν...

Γέλασες. Όπως και τότε που σου μίλησα για τ’όνειρο μου. Μου ψιθύρισες δυο λόγια κι η φωνή σου είχε συγκαταβατική χροιά. Κι ύστερα το προσπέρασες. Κάτι που είχε έλλειμμα σοβαρότητας, απέκτησε αυτόματα και έλλειμμα ύπαρξης.

Θυμήθηκα ξαφνικά το βλέμμα της μητέρας μου. Ειμαστε στο δωμάτιο, εκείνη ξαπλωμένη κι εγώ καθισμένος πιο δίπλα αγκαλιά με μια κιθάρα. Μόλις της είχα τραγουδήσει την τελευταία μου έμπνευση. Ως συνήθως, μελό στίχοι ζωντανεμένοι από μια απαίδευτη φωνή. Αράδιασα τις σκέψεις μου κι ύστερα την κοίταξα εξερευνητικά. Ήξερα την απάντηση κι ας ονειρευόμουν μιαν άλλη. Αλλά εκείνη δεν την διάλεξε. Με κοίταξε και, με την σοφία ενός ανθρώπου που αγαπά, μου άνοιξε μια πόρτα που δεν περίμενα. Κι ήταν τόσο δυνατό το φως από την προσέγγιση του ονείρου και της πραγματικότητας που για μια στιγμή δίσταξα. Τόσο χρειαζόταν για να μείνει το όνειρο πάντα όνειρο.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρωτόγνωρο συναίσθημα της σκηνής. Τις χιλιάδες ματιές που σαν ηλιαχτίδες αγκάλιασαν το κορμί μου. Την ενέργεια που σαν πλημμύρα κατέκλυσε κάθε σπιθαμή του χώρου. Την έκσταση που προκάλεσε ο συντονισμός τόσων ψυχών στην ίδια μελωδία. Την δικιά μου.

Κι έτσι θα γεράσω
Προς το τέλος θα φθάσω
Ν´αναζητώ έναν Θεό
Να μου πει “σε συγχωρώ”
θέλω να φύγω δυστυχισμένος
Για τίποτα μετανοιωμένος