Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Μια βραδιά έξω

Σήμερα θα σε πάρω από το χέρι να πάμε κάπου μαγικά. Σε μια σκοτεινή αίθουσα με αστέρια. Θα καθήσουμε κατάχαμα πάνω σε μια μάλλινη κουβέρτα. Θα με κοιτάξεις με απορία. Θα σου χαμογελάσω. Μια απαλή δέσμη φωτός θα πέσει σε μια σκηνή. Και θα ακούσουμε μια κιθάρα να παίζει. Να, κάπως έτσι.



Κάποια στιγμή θα γύρεις πάνω μου. Το χέρι μου θα σε αγκαλιάσει. Θα χαϊδέψω απαλά το λαιμό σου. Θα κλείσεις τα μάτια. Θα σε φιλήσω γλυκά στο μυνίγγι. Θα μυρίσω το αμύγδαλο στα μαλλιά σου. Θα κλείσω τα μάτια. Και θ´αφήσουμε τις νότες να μας ταξιδέψουν. Εκεί που μόνο εμείς μπορούμε να πάμε απόψε.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

In the mood for love

Οι ωραιότερες μέρες της ζωής είναι εκείνες που δημιουργούν μέσα σου την αυταπάτη ότι κάτι έχει αλλάξει. Εκείνες στην διάρκεια των οποίων κάτι συμβαίνει απρόσμενα και ανακατώνει βεβιασμένα τον ειρμό της σκέψης σου. Σε τέτοιο σημείο που στο τέλος της ημέρας δεν αναγνωρίζεις τον τρόπο με τον οποίο έβλεπες τα πράγματα στην αρχή της.

Περπατούσαν και οι δυο με ένα μίγμα αμηχανίας και ανυπομονησίας. Η νύχτα είχε απλώσει τη σιωπή της στους δρόμους της πόλης. Δημιουργούσε ξαφνικά μια παράξενη αίσθηση ότι οι δυο τους ήταν το μόνο ίχνος ζωής. Τα βήματα τους που αντηχούσαν ασυντόνιστα στο πεζοδρόμιο, οι ανάσες τους που έπαιρναν μορφή στο κρύο, ένα μυστικοπαθές ερωτηματικό που τους αγκάλιαζε. Αυτά υπήρχαν μόνο.

“Θα περπατήσω μαζί σου μέχρι το σπίτι σου αν υποσχεθείς να με κεράσεις ένα τσιγάρο” της είχε πει λίγα λεπτά πριν. Ήθελε κάτι παραπάνω; Ενιωθε την ανάγκη να δοκιμάσει την τύχη του; Εκείνη είχε δεχθεί. Σταμάτησε στη διαδρομή κι αγόρασε ένα πακέτο. Έπαιζε το παιχνίδι του; Ήθελε να νιώσει πιο ασφαλής γυρνώντας σπίτι; Αφηνόταν σε μια άγνωστη προοπτική;

Στάθηκαν για λίγο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κοιτάχτηκαν. “Πιο άνετα θα καπνίσουμε το τσιγάρο πάνω” του είπε. “Αρκεί να μην προσέξεις πολύ την ακαταστασία...”. Άρχισαν να ανεβαίνουν κάτι ξύλινα φθαρμένα σκαλιά. Μες στην απόλυτη ησυχία της ώρας, κάθε πάτημα πρόδιδε τους χτύπους της καρδιάς.

Μπήκαν στο διαμέρισμα. Ένα σαλόνι βγαλμένο απο τη δεκαετία του ´70. Καλλιτεχνικές αφίσες στους τοίχους. Χρώματα που συνδύαζαν το κόκκινο και το μαύρο. Σε μια γωνιά ένα πικάπ και μερικές δεκάδες δίσκοι από βινύλιο. Διάλεξε έναν και τον τοποθέτησε στη βάση. Μια άγνωστη μουσική lounge γέμισε την ατμόσφαιρα. Κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. “Έλα να κάτσουμε στο περβάζι” του είπε ανοίγοντας το.

Άνοιξε το πακέτο και του πρόσφερε ένα τσιγάρο. Εκείνος το πήρε και το άναψε. Φύσηξε τον καπνό αργά προσπαθώντας να καταλαγιάσει την ένταση που ένιωθε. Άναψε κι εκείνη με τη σειρά της. Αντάλλαξαν αμήχανα κάποιες κουβέντες. “Πολύ γλυκιά βραδιά...” είπε εκείνος. “...και πολύ όμορφη στιγμή... Από εκείνες που σου μένουν...”. Τον κοίταξε. Προσπαθούσε να διαπεράσει τις σκέψεις του που κρύβονταν πίσω από ένα ανέκφραστο περίβλημα.

Την κοίταξε κι εκείνος. Παρατήρησε τον αφύσικο τρόπο με τον οποίο κρατούσε το τσιγάρο, τις βεβιασμένες της κινήσεις καθώς το έφερνε στα χείλη και ρουφούσε τον καπνό. Την πλησίασε. “Δεν έχεις μάθει ακόμα να καπνίζεις” της είπε χαμογελώντας και έπιασε το χέρι της. Εκείνη πάγωσε. Πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της. Τα μάτια τους μαγνητίστηκαν. “Χρειάζομαι μαθήματα;” κατάφερε να ψιθυρίσει. “Το τι χρειάζεσαι το ξέρεις μόνο εσύ...”

Οι ωραιότερες μέρες της ζωής είναι εκείνες που σε αναγκάζουν να χορέψεις στον αργόσυρτο ονειρικό ρυθμό ενός ατελείωτου βαλς. Κι ενώ τα πόδια σου κόβονται, το σώμα σου φλέγεται και η καρδιά σου παραληρεί, τα μάτια σου παραμένουν βασανιστικά προσηλωμένα στα μάτια της, κάτω από τη μοιραία αδιάκοπη κίνηση του χρόνου. Κι η σκέψη σου, ζαλισμένη από την έξαρση, υποκύπτει για μια ακόμα φορά στη συνειδητοποίηση της μοναδικότητας των όσων ζεις.

 

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Βροχή του Νοέμβρη

Έπιασε να βρέχει σήμερα. Η Γενεύη κλείστηκε σ´ένα γκρίζο σύννεφο. Πόσο πιο μικρή δείχνει! Μειώθηκε η απόσταση με τον ουρανό ξαφνικά. Κι αισθάνεσαι ότι ο κόσμος είναι ψέυτικος. Ένα κουκλοθέατρο. Και η βροχή χιλιάδες νήματα που κινούν τα χέρια και τα πόδια των ανθρώπων.

Πριν 15 χρόνια είχα γράψει σε χαρτί: “κλεισμένος σε μια στάλα βροχής που απόμεινε μονάχη, να σβήσει στα πλακάκια μιας άχαρης ζωής, αναμένοντας την άφιξη μιας μίζερης στιγμής, ένα συναίσθημα που με οδηγεί προς μια χαμένη μάχη”.

Ακόμα δεν ξέρω πως να νοιώσω με τη βροχή. Φταίει που την βλέπω να παλεύει με τους υαλοκαθαριστήρες. Μια μάχη αμφίρροπη. Κι εγώ όπως πάντα προστατευμένος στο ζεστό μου κουβούκλιο. Να παρακολουθώ. Η ζωή δεν είναι για ανθρώπους σαν κι εμένα. Θαλασσοπόρους ψάχνει, όχι γραφιάδες στα λιμάνια.

Δεν με αγγίζει η βροχή. Άδικα ονειρεύομαι νεροποντές σε πράσινα λιβάδια. Ρούχα βρεγμένα και μαλλιά που στάζουν. Μάτια που γελούν και χείλη που ανταμώνουν. Η δίψα πνίγηκε νωρίς. Που ´ναι, βροχή μου, ο συριγμός σου να κάνει την καρδιά μου να σκιρτήσει;

Κάποτε έπαιρνα τη μηχανή και έβγαινα στους δρόμους μόνος. Να ζήσω την καταιγίδα μες στη νύχτα. Κι όπως ανέβαιναν οι στροφές, οι στάλες παίρναν κλίση. Δεν προλαβαίναν να ακουμπήσουνε στο χώμα. Μέναν μετέωρες σαν να ´χε σταματήσει ο χρόνος. Και μες στο σκοτάδι ένιωθα να ταξιδεύω πιο γρήγορα από το φως...


Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Πέντε λεπτά


10:03 πμ. Τα δάκτυλα μου κολλημένα σ´ένα πληκτρολόγιο. Δεν έχουν τίποτα πια να γράψουν. Τα λόγια που ήταν να ειπωθούν ειπώθηκαν. Κι αυτά που μείναν, απόστασαν κουρασμένα στον ίσκιο της σιωπής.

10:04 πμ. Ο χρόνος φέρνει μαζί του ένα απέραντο κενό. Μέσα του πνίγεται κάθε προσπάθεια για να σε φέρω πίσω. Κάθε φορά που φεύγεις γινόμαστε δυο αποκλίνουσες γραμμές. Κι αν παλεύω να λυγίσω προς το μέρος σου, γρήγορα αντιλαμβάνομαι πως στη δική μας ιστορία δεν στεριώνουν οι καμπύλες.

10:05 πμ. Έμεινα να κοιτώ μια μικρή μαύρη γραμμή που αναβοσβήνει στην οθόνη. Μου θυμίζει τις στιγμές που περνούν. Για πάντα. Δεν τις μετράω γιατί είναι άσκοπο. Όσο κι αν παλεύω να πλησιάσω το τώρα, τόσο εκείνο με αποφεύγει.

10:06 πμ. Ο κόσμος είναι μια μεγάλη παγίδα. Σε θέλγει με τα χρώματα, σε μεθά με τις μουσικές, σε σαγηνεύει με τα συναισθήματα. Και νοιώθεις ότι μπορείς να κάνεις ένα βήμα και να πετάξεις. Μα οι ρίζες σου σε κρατάνε δεμένο με τη γη. Σε ξεγέλασε και πάλι.

10:07 πμ. Περιμένω να λάβω ένα γράμμα σήμερα. Θ´ανοίξω το γραμματοκιβώτιο και θα είναι εκεί. Θα γράφει το όνομα μου. Θα το δώ και θα χαμογελάσω. Θα το κράτησω για μερικές στιγμές κλειστό στα χέρια μου. θα το σηκώσω ψηλά στο φως και θα παρατηρήσω το περίγραμμα του χαρτιού που διαγράφεται μέσα. Θα κλείσω το μάτια και θα ονειρευτώ την πένα που απλώνει το μελάνι της πάνω του. Θα ψιθυρίσω τα όμορφα λόγια που είναι γραμμένα μέσα. Κι ύστερα θα το ανοίξω προσεχτικά. Θα αφαιρέσω την επιστολή και θα την τοποθετήσω σ´ένα καινούριο φάκελο. Θα τον σφραγίσω με τη γλώσσα μου. Θα γράψω το όνομα και την διεύθυνση και θα τον βάλω στο κίτρινο κουτί. Με λίγη τύχη, θα ζήσω την ίδια χαρά όταν τον ξαναβρώ αύριο.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Ρευστοποίηση

“Τι θέλεις από μένα επιτέλους;”



Ετούτο ακριβώς θέλω καλή μου
Την ύστατη χαριστική βολή
Να σκίσει ο πόνος το κορμί μου
Να ξεθυμάνει αυτή η πληγή

Γιατί άλλο πια δεν το αντέχω
Να τρέμω μες στον πυρετό μου
Να πλημμυρίζουν το μυαλο μου
Τα θέλω και τα ποτέ δεν θα έχω

Γίνομαι ανόητος και λίγος
Όταν τον πόθο μου εκδηλώνω
Και στη ψυχρή ματιά σου βιώνω
Της αδιαφορίας το ρίγος

Γίνομαι γραφικός κι αστείος
Όταν αδειάζω τα όνειρα μου
Απ´της καρδιάς τον κουμπαρά μου
Και τα μετράω εναγωνίως

Έγινα τίποτα άνευ λόγου
Χωρίς αιτία η ύπαρξη μου
Και στην ανία του μονολόγου
Πνίγω την κάθε έμπνευση μου

Πόσο ακόμα πρέπει να ρευστοποιήσω τον εαυτό μου για να καταλάβεις; Πόσο ρευστή πρέπει να καταντήσει αυτή η ποίηση για να διεισδύσει μέσα σου;

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Δύο διαστάσεις

Σου γράφω πάλι από ανάγκη, τραγουδούσε κάποτε ο Σιδηρόπουλος. Και, παρόλο που δεν είναι 5 το πρωί, ο στίχος αυτός αντανακλά πάνω μου την αλήθεια του. Είναι ανάγκη η επικοινωνία - ειδικά με τους ανθρώπους που μοιράζεσαι ένα κομμάτι της ψυχής σου. Άλλες φορές μεγαλύτερη, άλλες φορές λιγότερο, αλλά πάντα μια ανάγκη. Και την συνειδητοποιείς περισσότερο στην απουσία του άλλου. Την μετράς σε χρόνο, σε ένταση, σε απόσταση. Όχι προσθετικά, αλλά αφαιρετικά. Πόσες μέρες πέρασαν από την τελευταία επικοινωνία, πόσο λιγότερη άνεση νοιώθεις να μιλήσεις αυθόρμητα με τον άλλον, πόσοι συνδετικοί κρίκοι υπάρχουν ακόμα μεταξύ μας;

Που είσαι μικρή νιφάδα του χιονιού τούτη τη κρύα νύχτα; Όσο και να κοιτώ στον ουρανό, όσο και να παρακαλώ, το ίχνος σου κρυμμένο παραμένει. Στα φεγγίσματα σε αναζητώ μα εσύ στα σύννεφα κοιμάσαι. Και ονειρεύεσαι λευκά λιβάδια. Και ονειρεύομαι την ώρα που γλυκά θα πλησιάζεις. Πως θα 'θελα να τρέξω πίσω σου με δάκρυα στα μάτια! Τα χέρια μου ν'απλώσω ικετευτικά στον ουρανό, στην απαλάμη μου να πέσεις, να κουρνιάσεις. Κι εγώ, σου υπόσχομαι, δεν θα φανώ εγωιστής. Ξέρω πως η αγάπη μου θα σε σκοτώσει. Μ'ένα ανάριο φιλί θα σε αφήσω στο βοριά, να βρεις το δρόμο σου, εκείνον που σου πρέπει.

...

Κάνω πολλές σκέψεις τελευταία. Οι λέξεις ξεχειλίζουν από μέσα μου, χωρίς ποτέ όμως να καταφέρνουν να βρουν τον δρόμο τους. Κυλάνε σαν ιδρώτας στο κορμί μου και απλώνονται χαοτικά τριγύρω. Λες και έχει χαθεί κάθε έννοια προορισμού, κάθε δυνατότητα προσδιορισμού. Νοιώθω την ανάγκη αλλά αδυνατώ να την μετουσιώσω σε επιθυμία. Το συναίσθημα αρνείται να καλουπωθεί σε μια ιδέα. Η ιδέα αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού της. Καταλήγω, κάθε φορά, υπομένοντας μια άμορφη μάζα εσωτερικής ενέργειας που αιωρείται άσκοπα στον χώρο και τον χρόνο. Και με πνίγει.

Είναι τα μάτια ορθάνοιχτα μα θολωμένα. Κάποιος τα ανάγκασε μες στο νερό να καταδύσουν. Να δουν στην άγρια θάλασσα της ψυχής. Ένα βυθό που μοιάζει στείρος κι αχανής. Κι όμως αυτά δεν βλέπουν, δεν δύνανται να δουν. Είναι ασύλληπτη η σκοτεινιά, είναι ανάκατη η μάζα. Κάποιος Θεός τους έκρυψε το Φως. Σαν τιμωρία απέναντι στην ανημπόρια. Όσες φορές κι αν παύσει η ανάσα, όσα αγκάθια κι αν χωθούν μες στο λαιμό, όσα τα δάκρυα, ο πόνος και ο θυμός, η λύτρωση χαριστικά δεν θα ‘ρθει.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Φλεγόμενα χείλη

Κάθε μέρα ξυπνώ σε μια παλίροια από σκέψεις. Πριν προλάβω να ανοίξω τα μάτια μου, με σφυροκοπούν ανελέητα, σαν να θέλουν να διαπλάσουν αυτό που είμαι, αυτό που πρέπει να είμαι, αυτό που πρέπει να γυρεύω να είμαι. Και είμαι πολύ αδύναμος για να αντιδράσω, πολύ ανόητος για να καταλάβω. Πριν σηκωθώ από το κρεβάτι έχει ήδη διαμορφωθεί η προσωπική μου συνειδητότητα. Τα σχήματα του παρελθόντος έχουν μπει στη θέση τους, έχουν δώσει συγκεριμένη οπτική στη ζωή μου, έχουν καθορίσει κάθε επόμενη στιγμή της μέρας μου. Δεν μου μένει παρά να ακολουθήσω το φωτεινό μονοπάτι που έχει στηθεί μπροστά μου. Το σκοτάδι γύρω παραείναι άγνωστο, παραείναι επικίνδυνο.

Κάθε μέρα ξυπνώ σ´ένα παράξενο όνειρο. Με τυλίγει σαν βουβή ασπρόμαυρη ταινία που ξέχασε να τελειώσει. Βλέπω τον εαυτό μου καθισμένο στην άκρη του κρεβατιού. Μ´ένα άδειο βλέμμα στραμμένο στο πουθενά. Ώρες περνάνε κι εγώ μένω ακίνητος στο ίδιο σημείο να αφουγκράζομαι τη σιωπή. Ώσπου ένα χέρι με αγγίζει στο μάγουλο. Είναι το δικό σου. Το νιώθω ανεπαίσθητα. Σηκώνω το βλέμμα. Βλέπω το περίγραμμα ενός προσώπου. Τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται σιγά σιγά. Σαν να υπάρχει ανάμεσα μας ένας αόρατος σκιτσογράφος. Δύο μάτια. Είναι τα δικά σου. Γραμμές που ανακατώνονται και σε προσδιορίζουν. Θέλω να έρθω κοντά σου. Να σε κοιτάξω σε απόσταση αναπνοής. Να ανακαλύψω κάθε μικρή λεπτομέρεια που είσαι εσύ. Σηκώνομαι κι όλα γύρω σβήνουν στο σκοτάδι. Εκτός από σένα. Είσαι πάντα εκεί. Κι εγώ δίπλα σου στο κέντρο του κόσμου. Να ταξιδεύω στο πρόσωπο σου. Να γυρεύω ένα χρώμα να ζωγραφίσω τον πόθο μου. Τα χείλη σου. Μες στο άσπρο και το μάυρο πλημμυρίζουν αίμα. Μου κόβεται η ανάσα. Κι ένας παράξενος ηλεκτρισμός με τραβά προς το μέρος τους. Σε φιλώ. Και νιώθω τα χείλη σου να φλέγονται. Καίγομαι κάθε δευτερόλεπτο που διαρκεί αυτό το φιλί. Μέχρι που το κορμί μου τυλίγεται ολόκληρο στις φλόγες. Γίνομαι φωτιά και φέγγω σ´ένα απέραντο σκοτάδι. Και ο πόνος ξεσκίζει τη σάρκα μου που γίνεται στάχτη. Και ουρλιάζω. Και ουρλιάζω. Και ουρλιάζω.