Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Η στιγμή που δεν ήρθε ποτέ

”Δεν περίμενα ότι θα ήσουν τόσο όμορφη...”

”Δεν περίμενα ότι θα με κοιτούσες με αυτόν τον τρόπο...”

”Πάντα έτσι σε κοιτούσα κι ας βρισκόμαστε πρώτη φορά.”

”Τότε πάντα όμορφη θα με έβλεπες!”

”Με τα μάτια του μυαλού πάντα όμορφη σ´έβλεπα. Όμως έχω μάθει να αμφιβάλλω για την αλήθεια τους.”

”Δεν πρόκειται για την αλήθεια τους, γλυκό μου αγόρι. Πρόκειται για την δική σου αλήθεια!”

”Η δική μου αλήθεια φοβάμαι πως είναι καλά κρυμμένη! Συνήθισα τη σιωπή και δεν ακούω πια τη φωνή της. Κι εσύ; Πώς με φανταζόσουν;”

”Στην δική μου αφελώς έκδηλη και φωναχτή αλήθεια ήσουν ένας άγγελος της νύχτας. Ερχόσουν στα όνειρα μου, με αγκάλιαζες και χορεύαμε στο σκοτάδι. Κι ύστερα χανόσουν λίγο πριν ξημερώσει... Κι έμενα πάλι μόνη να ψιθυρίζω την ίδια προσευχή για να ´ρθεις και πάλι.”

”Πάντα ένα κορίτσι ήσουν. Κι εγώ ένας δειλός τροβαδούρος που τραγουδούσα μόνο όταν είχες ήδη απομακρυνθεί. Πάλι το ίδιο κάνω.”

”Τώρα είναι η στιγμή σου τροβαδούρε μου! Τραγούδα την εξομολόγηση σου! Την περιμένω τόσο καιρό! Να, εγώ θα κλείσω τα μάτια για να πάρεις θάρρος.”
 

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Περπατώντας τη Γενεύη















Πρέπει να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη. Τις μέθυσε ο καλοκαιρινός οίστρος κι απλώθηκαν στο χορτάρι να ρουφήξουν λίγο ήλιο. Και τώρα, μες στην παραζάλη, δεν μπορώ να τις μαζέψω. Θα ξαπλώσω μαζί τους και θα ανοίξω τα χέρια μου. Ας έρθουν εκείνες σ´εμένα.

Πόση ώρα είναι που έφυγα; Δεν θυμάμαι. Τα πόδια πήραν φόρα και σαρώνουν τον κόσμο. Σαν ατίθασα άλογα τρέχουν κουβαλώντας ένα αδιάφορο σώμα. Τα μάτια δεν προλαβαίνουν να επεξεργαστούν τις εικόνες. Χυμούν από τη μια στην άλλη με ανυπομονησία. Λες και περνώ απο εδώ για πρώτη φορά...

Κι όμως! Τα ίδια μέρη που κάποτε έμοιαζαν εχθρικά καλύπτονται τώρα με ένα πέπλο οικειότητας. Δεν είναι ανυπομονησία για το καινούριο αυτό που νιώθω. Είναι ανυπομονησία για το οικείο. Κάθε βήμα με σπρώχνει μακριά από το μέρος που έμαθα να λέω πατρίδα. Προς ένα μέρος που μπορεί ποτέ να μη γίνει αλλά εγείρει διεκδικήσεις. Κάθε βλέμμα βιάζεται να αντικαταστήσει παλιές εικόνες με καινούριες. Και σ´αυτή τη ζυγαριά εικόνων η παλιά πατρίδα γίνεται διαρκώς ελαφρότερη.
 














Να μια εικόνα που μου αρέσει. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που την κάνει όμορφη στα μάτια μου. Είναι μάλλον οι δρόμοι που κρύβονται μέσα της. Το άγριο μονοπάτι των λουλουδιών, η προοπτική που δημιουργούν τα συγκλινόμενα άλση οδηγώντας σε μια αόρατη πύλη, η υδάτινη διαδρομή που παρεμβάλλεται, ο άλλος κόσμος που απλώνεται μακριά...

Προσπερνώ πρόσωπα και αισθάνομαι ξένος στα μάτια τους. Κι ας είναι κι εκείνοι ξένοι. Κι ας προχωρώ με τη βεβαιότητα μιας γνώριμης πορείας. Αυτός ο δρόμος δεν θα γίνει ποτέ δικός μου γιατί δεν τον περπάτησα με παιδικά πόδια. Δεν μεγάλωσα μαζί του.

Μέχρι που να φτάσω σήμερα; Λίγο ακόμα. Μέχρι το άνοιγμα της αλέας. Έχει παράθυρο στην πόλη εκει. Μια κοπέλα παράτησε το ποδήλατο της και κάθισε στα βράχια. Κοιτάει μακριά. Περιμένει κάποιον που δεν θα έρθει. Όχι σήμερα.