Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

- 3 -

Πώς μπορείς να επαναφέρεις τη ζωντάνια σε μια αίθουσα που έχει χάσει κάθε σπιθαμή εγκεφαλικού ηλεκτρισμού; Πως μπορείς να μεταμορφώσεις μια ατμόσφαιρα ξεραμένου πηλού σε άκρατη δημιουργική ροή; Κάτι πρότερα χρόνια, αυτό συνέβαινε αυτόματα με τη βοήθεια ευφάνταστης μηχανικής! Δεν είχες παρά να ξαμολήσεις στους ουρανούς πλήθος σαΐτες και η τάξη έπαιρνε φωτιά! Εκείνες που ήταν φτιαγμένες με μεράκι –από ωραίο λείο χαρτί- πετούσαν με χάρη, εκείνες που ήταν φτιαγμένες με την ανυπομονησία της δράσης –σε γραμμωτό χαρτί τετραδίου- πετούσαν σε σβούρες. Όλες όμως ταξίδευαν σ’ έναν κόσμο χαράς και ανεμελιάς. Όλες ταξίδευαν σε έναν κόσμο ζωντάνιας!
Ο Παύλος ανακάθισε στη θέση του σε μια ύστατη προσπάθεια να υποτάξει τις άναρχες σκέψεις που συνωστίζονταν σαν μυρμήγκια πάνω από το πτώμα του ομιλητή του σεμιναρίου. Γνώριζε πως η παρουσία του εκεί έπρεπε να συνοδεύεται από ενεργή συμμετοχή και όχι ανούσια ονειροπολήματα. Μια ένδειξη ενδιαφέροντος και θα μπορούσε να χτίσει ένα ακόμα λιθαράκι στην χρυσαφένια καριέρα του. Άδικος κόπος!

Τώρα όλα μοιάζουν διαφορετικά. Η παιδική μας ζωντάνια έχει από καιρό εξαγοραστεί με μια ηλεκτρονική μεταφορά στο τέλος του μήνα. Να είσαι ήσυχος, να είσαι σοβαρός, να προσαρμόζεσαι στην εταιρική κουλτούρα! Μην αντιδράς, μην ξεσπάς, μην αισθάνεσαι! Ο ηγέτης δημιουργείται, δεν γεννιέται! Στο χέρι σου είναι να τα καταφέρεις! Βάλε στόχους, βάλε πλάνο, βάλε ενέργεια! Κάνε ό,τι σου λέμε και θα ανταμειφθείς! Βγες από το μαντρί και θα σε φαν οι λύκοι!
Ο λύκος τράβηξε μια δαγκωνιά στον κώλο της συνείδησης του Παύλου! Ο πόνος τράνταξε τα μέσα του τόσο που φοβήθηκε. Φοβήθηκε για το υπέροχο διαμέρισμά του στο κέντρο της πόλης, φοβήθηκε για το αμάξι που χαιρόταν να οδηγεί, φοβήθηκε για τα ταξίδια που είχε την ευκαιρία να κάνει, φοβήθηκε για την «γαμημένη» μεταφορά στο τέλος του μήνα. Κι ο φόβος του κούρνιασε στο ζύγι απέναντι από την εξέγερση της σκέψης του. Το φορτίο ήταν βαρύ και η σταυρωμένη ζυγαριά της ψυχής του μάτωνε πότε από τη μία πλευρά και πότε από την άλλη.

Πώς μπορώ να καταπνίξω αυτόν τον μικρό παλιάτσο που χορεύει κάτω από το δέρμα μου; Είναι ο τιμωρημένος μαθητής που παραμονεύει σε μια γωνιά του μυαλού, έτοιμος να επιστρέψει ως τιμωρός εγκλημάτων συνείδησης! Πώς θα αποφύγω τα πονηρά του κόλπα που μόνο σκοπό έχουν να με ξεφτιλίσουν στα μάτια των υπόλοιπων μαθητών; Πώς να τον εμποδίσω να σηκωθεί αναπάντεχα καταμεσίς της αίθουσας, να βγάλει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό, ή απανωτές κραυγές χτυπώντας τις γροθιές στο στήθος του, πριν να καθίσει πάλι φυσιολογικά στη θέση του, ικανοποιημένος από την θρασύτητα της πράξης του;
Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο! Τα μάτια του είχαν κολλήσει σαν βρεγμένο μακό πάνω στον κακόμοιρο ομιλητή και απειλούσαν να πεταχτούν έξω και να αρχίσουν να χοροπηδούν σαν μπαλάκια του πινγκ πονγκ πάνω στα τραπέζια! Στιγμιαία, ένιωσε μια φλέβα να φουσκώνει, μια στάλα ιδρώτα να κάνει σλάλομ στο πρόσωπό του και την καρδιά του να βαράει σε ρυθμό μπόσα νόβα!

Έκλεισε τα μάτια. Χρειαζόταν επειγόντως το φάρμακό του…

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

All I ask of you


End of Act 1

-2-

Το 1903, οι αδελφοί Ράιτ κατάφεραν να υψωθούν 3 μέτρα από το έδαφος με το πειραματικό τους αεροπλανάκι και να διασχίσουν μια απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων! Παρόλο που η καρδιά τους αναμφίβολα πέταξε πολύ πιο ψηλά, η μικρή αυτή απόπειρα σημάδεψε το μέλλον της σχέσης ανθρώπου και ουρανού!

Είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα, ένας τυχοδιώκτης πιλότος προσγειωνόταν στο Παρίσι μετά από τριάντα τρεις ώρες πτήσης πάνω από τον Ατλαντικό! Ο Λίντμπεργκ σήκωσε τα μάτια του πλήθους που τον περίμενε στο Λε Μπουρζέ προς τον ουρανό – και ταυτόχρονα εκτόξευσε ένα άλλο πλήθος -που ούτε καν το περίμενε- προς την φλογισμένη αναζήτηση της δυνατότητας…

Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2007, η σκέψη του Παύλου πέταξε για πρώτη φορά στο παρελθόν σε μια απέλπιδα προσπάθεια ανάμνησης και αναζήτησης νοήματος μέσα από πρότερα βιώματα. Τούτο το ταξίδι έμοιαζε με τα προηγούμενα ως προς τον νεωτερισμό του, την σημαντικότητά του και την επίδραση που είχε στην ζωή του πρωταγωνιστή. Παράλληλα, όμως, υπήρχε και κάτι πολύ διαφορετικό στη φύση του: μια ασυνεχής επανάληψη! Το ταξίδι έμελλε να είναι μια επαναλαμβανόμενη ταλάντωση στο χρόνο.

Ο Παύλος ανακάλυψε αναπάντεχα σε μια γωνιά του μυαλού του μια μεγάλη ασημένια μπάλα που κρεμόταν απροσδιόριστα από το φεγγάρι. Ήταν δεμένη με χιλιάδες μικροσκοπικές λαμπυρίζουσες κλωστές –περίτεχνα πλεγμένες- που από μακριά φάνταζαν σαν μια γιγάντια ακτίνα φωτός! Ανέβηκε διστακτικά και τύλιξε πόδια και χέρια γύρω από την φωτεινή πλεξούδα. Περίμενε. Πέρασαν μερικά λεπτά χωρίς να γίνει το παραμικρό. Μόλις χαλάρωσε το σφίξιμο στο κορμί του – ήταν τότε που ξεκίνησε η ταλάντωση αναγκάζοντάς τον να σφίξει και πάλι τα άκρα του μουδιασμένος.

Στην αρχή, το περίεργο αυτό εκκρεμές – με τον Παύλο αγκαλιασμένο σαν φοβισμένο ζώο πάνω του- κινήθηκε αργά. Ήταν σαν να προσπαθούσε να βοηθήσει τον αναβάτη του να προσαρμοστεί στην κίνησή του. Μετά από μερικές επαναλήψεις, όμως, ανέπτυξε σταδιακά ταχύτητα, μέχρι που έφτασε να ολοκληρώνει μια περίοδο ταλάντωσης σε απειροελάχιστες υποδιαιρέσεις του χρόνου!

Η μπάλα έπεφτε με δύναμη στο παρελθόν, διέλυε τους προστατευτικούς υμένες της ιστορίας, το ανακάτευε προκλητικά, του έδινε ξανά λίγη από την αγριότητα του τώρα και έφευγε αστραπιαία για το μέλλον. Και μόλις έφτανε στο παρόν, εκείνο είχε ήδη αλλάξει, είχε υποστεί τις αλυσιδωτές αντιδράσεις της αλλαγής του παρελθόντος και μια καινούρια αύρα έμοιαζε να το περιβάλλει! Και σαν ουράνιος θεατής, η μπάλα περνούσε ξυστά πάνω του, τόσο ώστε να προκαλέσει τις επιθυμητές τριβές και να ανακατέψει τις κλωστές της μοίρας, για να ξαναφύγει αμέσως για την επόμενη εξόρμηση στο παρελθόν… Και το ταξίδι δεν είχε τέλος!

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007

Μερος 1ο

«Με θυμάσαι;»
Έγειρε το πρόσωπό του με αμφιβολία. Την κοίταξε για μερικές στιγμές πιέζοντας τα μάτια του να θυμηθούν. Η μνήμη του έπαιζε περίεργα παιχνίδια τελευταία κι εκείνος το απέδιδε μοιρολατρικά –ίσως και λίγο υπερβολικά- σε παλιότερες τρέλες. Το παρελθόν με καταδιώκει! Φοβόταν πως η ένταση της πρότερης ζωής του είχε αρχίσει να προκαλεί χημικές αλληλεπιδράσεις στον εγκέφαλο και τη μνήμη του. Και παράλληλα, ενδυνάμωνε την χρόνια εσωτερική του ανησυχία ότι οι πράξεις του παρελθόντος θα εμφανιστούν κάποια στιγμή –ως αποτέλεσμα χιλιάδων αλυσιδωτών αντιδράσεων- με ένα διαφορετικό πρόσωπο στη ζωή του. Ίσως εκείνο που είχε τώρα απέναντί του. Η ερώτηση αντιστράφηκε.
«Δεν με θυμάσαι;»
Ένιωσε το κεντρί ενός παράπονου να τον τρυπά! Τα χείλη του σφίχτηκαν. Ποια είσαι; Προσπάθησε να αφήσει το βλέμμα του να χαθεί μες στο δικό της… Ίσως έτσι να μπορούσε να θυμηθεί! Το μόνο που κατάφερε, όμως, ήταν ν’ αφήσει την τσάπα με την οποία έσκαβε το χωράφι του χρόνου και να ατενίζει τον απέραντο ουρανό. Μες στο γαλάζιο των ματιών της έβλεπε τη λάμψη του ήλιου και μπροστά της το πέταγμα των πουλιών –μαζί και εκείνου της νιότης του… Πριν προλάβουν να τον παρασύρουν νοσταλγία και γαλήνη – οι αδυσώπητες κλέφτρες του παρόντος και του μέλλοντος- εκείνη μίλησε πάλι.
«Ομίχλη…»
Ομίχλη! Θα μπορούσε να εννοεί την ομίχλη στο μυαλό του; Εκείνη που έβλεπε πυκνή να καλύπτει την απέραντη έρημο του παρελθόντος του; Και που τώρα ποικίλες στιγμιαίες εικόνες την διαπερνούσαν ευθαρσώς σαν πωλήτριες ταξιδιών στο χρόνο; Ομίχλη! Ποια ομίχλη να κρύβεται πίσω από το χαμόγελο στα χείλη της; Τον βοηθούσε να καταλάβει ή τον έσπρωχνε σε ένα άσκοπο αδιέξοδο; Και ξαφνικά, ο ανιχνευτικός μηχανισμός δούλεψε! Κάτι που είχε χάσει εδώ και καιρό παρουσιάστηκε αυθόρμητα μπροστά του και κρεμάστηκε παιχνιδιάρικα από τα ματόκλαδά του. Συνεπαρμένος, μουρμούρισε ασυναίσθητα.
«Ομίχλη…»
Τα κατάφερε! Το ρολόι του χρόνου φρέναρε απότομα και οι δείκτες άρχισαν να γυρίζουν προς τα πίσω –στην αρχή διστακτικά και μετά όλο και πιο γρήγορα. Και μαζί τους γυρνούσε κι εκείνος. Καθισμένος πάνω σε έναν τεράστιο σιδερένιο δείκτη ένιωθε το χάδι του ανέμου καθώς πετούσε πάνω από θάλασσες και από στεριές, γύρω γύρω από τον κόσμο όλο! Μέχρι που πάτησε στα ίδια εκείνα βρώμικα μάρμαρα μπροστά από την σχολή του. Ήταν πάλι πρωί κι εκείνος χάζευε την απρόσμενη ομίχλη που είχε κατακλύσει το προαύλιο. Εκείνη μάλλον κατάλαβε, και η ερώτηση έγινε απρόσωπη πλέον, ακόμα πιο παραινετική…
«Θυμάσαι;»
Και τότε γύρισαν όλα πάλι στο νου του! Εκείνη η ομίχλη... Πως μπορούσα να ξεχάσω; Ήταν η πρώτη φορά που το κλασικό κτίριο της ανούσιας γνώσης ντυνόταν τόσο όμορφα. Η αγνότητα του λευκού μεταμόρφωνε την αποκρουστική μάγισσα σε αιθέρια νεράιδα κι εκείνος είχε απομείνει στήλη άλατος μπροστά στο θέαμα. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς και ο συνήθης κόσμος της σχολής βρισκόταν αιώνες μακριά. Μια υποβλητική σιωπή τύλιγε τα πάντα, σε σημείο που μπορούσε να ακούσει το άγγιγμα του σύννεφου καθώς αυτό προσγειωνόταν στις πλάκες του προαύλιου. Και περιμένοντας να δει τον Θεό να ξεπροβάλει από μέσα, ένιωσε μια άλλη παρουσία δίπλα του. Γύρισε και τότε την είδε… Ήταν η ίδια! Και μια πελώρια εναέρια κρεμαστή γέφυρα δημιουργήθηκε σε δευτερόλεπτα μεταξύ του τότε και του τώρα. Και επιτέλους μίλησε.
«Θυμάμαι…»