Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Το θέατρο της Δευτέρας

Οι πρωινές ώρες της Δευτέρας έχουν την δική τους χάρη. Πριν προλάβει ο καφές να αναταράξει τα εγκεφαλικά μπαλάκια στην ημερήσια τους παλινδρόμηση, ένα συγγενές τους είδος έχει ήδη αρχίσει να πάλλεται στον ρυθμό μιας χιλιο-ζεσταμένης φαρίνας. Και όχι άδικα! Δεν είναι μόνο το παλιομηχάνημα που ξυπνάει με το πάσο του – «διαβόλου πράγματα» όπως έλεγε η γιαγιά μου... Είναι η όλη ψυχολογική προετοιμασία γι αυτό που θα επακολουθήσει.

Με αδιαμαρτύρητη πειθαρχία – αλλά και γαϊδουρινή υπομονή – κάθε Δευτέρα την ίδια ώρα παριστάμεθα και ενίοτε συμμετέχουμε - άθελα αλλά υποχρεωτικά - στην ίδια παράσταση. Είναι ένα έργο άγνωστης προέλευσης που φαίνεται να βρίσκει το νόημα της ύπαρξής του στην πνευματική αποδόμηση όσων ατύχησαν να (είναι υποχρεωμένοι να) το παρακολουθήσουν.

Και ενώ κοιτάζω υπνωτισμένος τρόπον τινά την οθόνη να αλλάζει χρώματα, προσπαθώ να σκεφτώ το δικό μου ρολάκι – τις λίγες ατάκες που θα ξεφουρνίσω για να αποδείξω στον σκηνοθέτη ότι αξίζω να με συμπεριλάβει στην διανομή των φιλοδορημάτων στο τέλος του μήνα. Ότι πουλήσεις είσαι! Ίσως και ότι ξεπουλήσεις... Όλο και κάτι θα βρω για να δικαιολογήσω την παρουσία μου στην εταιρία και αυτή την εβδομάδα.

Ο χρόνος μου τελείωσε! Η καμήλα περνά ξυστά από το γραφείο και μασουλώντας μερικές καλοφτιαγμένες ειρωνίες κηρύσσει την έναρξη της συνάντησης. Ξεφυσώ τα σωθικά μου και (με διάχυτο ενθουσιασμό...) σηκώνομαι για να την ακολουθήσω από μακριά κοιτώντας τριγύρω αν με μιμούνται και οι άλλοι. Δυστυχώς το κάνουν.

Το τσούρμο μαυζεύεται άρον άρον σε μια αίθουσα μικρότερης της αναγκαίας δυναμικότητας ώστε να υπάρχει πάντα ένα θέμα προς συζήτηση : εκείνο της περιορισμένης ύπαρξης καθισμάτων! Επικρατεί ένας στιγμιαίος αναβρασμός και αφού μετά από ποικίλες διαβουλεύσεις βολευτούμε –τρόπος του λέγειν- αρχίζει η κωμωδία...

Ο γυαλάκιας παίρνει το λόγο. Εμφανώς τρακαρισμένος (και όχι μόνο με το ξυραφάκι του πρωινού ξυρίσματος), προσπαθεί να κερδίσει την ομήγυρη είτε με τον δήθεν ενθουσιασμό του είτε με την δήθεν απώλεια ενθουσιασμού. Αποτυγχάνει και το ξέρει. Δεν είναι φτιαγμένος για να παρακινεί τα πλήθη, όπως δεν είναι φτιαγμένος για να περνά ως κομμάτι του πλήθους. Ίσως είναι απλά φτιαγμένος... Ποιος ξέρει; Αν μη τι άλλο, αντιλαμβάνεται γρήγορα την αδυναμία του να πρωταγωνιστήσει στην παράσταση και μοιράζει όπως όπως τον λόγο δεξιά και αριστερά για να τον ξεφορτωθεί πρόσκαιρα και να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Συγκεντρωμένος πια, θα συμμετέχει από εδώ και μπρος κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα – χονδροκομμένα σχόλια ανεκτίμητης αξίας...

Μετά την εισαγωγή του σκηνοθέτη, το μπαλάκι (μακρινός συγγενής εκείνων του προλόγου) περνά στον κοκοράκο... Με τα τσουλούφια του να χοροπηδάνε σε κάθε έκρηξη ανυπόστατου γέλωτα, ο κοκοράκος θα λαλήσει τα κατορθώματά του με τη μορφή έπους που χρόνια παλεύει να αναδιατάξει τα δυο πρώτα του γράμματα... Είναι ευχαριστημένος (και πάλι) από όσα πέτυχε η ομάδα του την τελευταία εβδομάδα και ταυτόχρονα προβληματισμένος (και πάλι) από τα μύρια όσα έχει να πετύχει η ομάδα του την ερχόμενη εβδομάδα. Και τι ομάδα! Ένας εξυπνάκιας, ένας πιστός θαυμαστής του Ηρακλή Πουαρώ και η γνωστή μας πια καμήλα...

Ο εξυπνάκιας δεν λέει πολλά! Χαμογελάει πονηρά σε κάθε τι που λέγεται και ετοιμάζεται εσωτερικά! Η ατάκα του θα είναι προσεγμένη... Θα έχει σταθεί αρκετή ώρα μπροστά στον καθρέπτη, κοιτώντας μια από την μία και μια από την άλλη πλευρά, και θα έχει καλλωπιστεί δεόντως ώστε να γαργαλήσει τσιμπώντας ελαφρά και αφήνοντας μια ανεπαίσθητη στάλα δηλητηρίου στο άγγιγμά της. Ο στόχος αλλάζει κάθε φορά – ακόμα και ο κοκοράκος είχε τα τυχερά του – αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο δεν καταλήγει ποτέ να είναι ο γυαλάκιας...

Ο πιστός θαυμαστής του Ηρακλή Πουαρώ (και ίσως ακόμα των Όλιβερ Χάρντυ, Ροζάν Μπαρ και Μπάμπα δε χατ), από την άλλη, είναι προσεχτικός! Κρατώντας στο δεξί του χέρι το σύμβολο της φιλοσοφικής του προδιάθεσης – μια κόκα λάιτ – απαγγέλλει τα απομνημονεύματα του αόρατου ανθρώπου σε ένα κοινό ορατά αποχαυνωμένο...

Πριν δύσει ο ήλιος, η καμήλα παίρνει τον λόγο και επαναφέρει την τάξη με πλαστικοποιημένα ευφυολογήματα αυτο-ανάδειξης και αυτο-προώθησης! Το ένα και το αυτό! Η καμήλα αυτο-ορίζεται, αυτο-δημιουργείται και αυτο-προβάλλεται! Με ενοχλεί αφαντάστα και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να αυτο-μαστιγώνεται για να αυτο-συγκεντρωθεί και να μην την αφτο-χαστουκίσει...

Ακούω το όνομα μου και ξυπνάω από το λήθαργο – ο γυαλάκιας περιμένει την συνεισφορά μου... Τραυλίζω την ατάκα μου και περιμένω την καρέκλα μου να σηκωθεί από το έδαφος καθώς το κοινό θα με αποθεώνει για την απαράμιλλη σπιρτάδα μου... Άκυρο! Εκτός τόπου και χρόνου πάλι. Κανείς δεν γελάει με το αστείο μου και η καρέκλα μου προσγειώνεται απότομα στο στομάχι μου. Ίσως έχουν αποκοιμηθεί προ πολλού... Κλείνω όπως όπως το λογύδριο και αποσύρομαι ξανά στην αυτο-μαστίγωση.

Και η ώρα περνά... Στόματα μιλούν, λόγια χοροπηδούν γύρω γύρω, τρανταχτά ψεύτικα γέλια σείουν που και που την αίθουσα... Το έργο κάνει τον κύκλο του, ώστε όλοι να έχουν μια ευκαιρία να αναδειχθούν και όλοι οι υπόλοιποι να έχουν μια ευκαιρία να βαρεθούν.

Έρχεται η ώρα του τέλους και μοιάζουν να έχουν περάσει αιώνες... Και όμως, μόνο μισή ώρα έχει διαρκέσει η παράσταση. Η αμηχανία επανέρχεται. Πάλι νωρίτερα θα τελειώσουμε και θα ακυρώσουμε την σημασία των ρόλων μας, τη σημασία της συνάντησης, την σημασία των πάντων... Ο γυαλάκιας κρατάει με νύχια και με δόντια τον χρόνο τσαλαβουτώντας σε χιλιο-ειπωμένα αστεία και εκτοξεύοντας λασπερές ανοησίες στα αγουροξυπνημένα μας πρόσωπα...

Σε λίγο θα βγούμε ανανεωμένοι και έκδηλα γεμάτοι με ενέργεια για την δύσκολη βδομάδα που θα ακολουθήσει... Ήταν μια εμπειρία πάλι η παράσταση. Ως την άλλη Δευτέρα... και όποιος αντέξει!