Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Η φάρσα – Μερος 1ο

Γνώρισα τον Σκότι με έναν όχι και τόσο συμβατικό τρόπο. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο αλλά καθώς ήμαστε σε διαφορετικές τάξεις δεν είχε συμβεί ποτέ να μιλήσουμε. Μέχρι εκείνη τη συννεφιασμένη μέρα – μια από τις πολλές γκρίζες μέρες της πόλης μας – που πήρα το λεωφορείο για να γυρίσω σπίτι. Θυμάμαι πως με είχε κρατήσει ο δάσκαλος λίγο παραπάνω και έτρεξα για να προλάβω. Όταν μπήκα μέσα λαχανιασμένος διαπίστωσα πως υπήρχε μια μόνο κενή θέση. Ήταν κομμάτι μιας τετράδας όπου οι θέσεις –τοποθετημένες αντιδιαμετρικά - προσφέρουν στους επιβάτες την εμπειρία να προσπαθούν σε όλη τη διαδρομή να αποφεύγουν αμήχανα την συνάντηση των ματιών τους.

Άφησα τον εαυτό μου να προσγειωθεί άτσαλα στο κάθισμα προκαλώντας δυσφορία στον διπλανό συνεπιβάτη, έναν μάλλον ευπρεπή κύριο γύρω στα εξήντα. Γύρισε και με κοίταξε, ξεφύσηξε και επανήλθε προς το παράθυρο για να χαθεί και πάλι στις σκέψεις του. Τότε ήταν που παρατήρησα τον Σκότι. Καθόταν απέναντί μου και με κοίταζε μ’ εκείνα τα μεγάλα αστραφτερά μάτια που έμοιαζαν να μηχανορραφούν ταυτόχρονα χιλιάδες ιστορίες.

Τον είχα ξαναδεί μερικές φορές στο προαύλιο του σχολείου να κάθεται μόνος κάτω από τη μεγάλη λέυκα ακούγοντας μουσική σ΄ένα μικρό ραδιοφωνάκι με ακουστικά. Ήταν πάντα αραγμένος στην ίδια θέση με την πλάτη στο γέρικο δένδρο, τα χέρια πίσω από το κεφάλι και τα μάτια προσηλωμένα στις παρέες που συναθροίζονταν τριγύρω. Πότε πότε μασουλούσε ένα σάντουιτς που έμοιαζε να μην τέλειωνε ποτέ και εξηγούσε την κουλούρα που ήταν σχηματισμένη πάνω από τη μέση του.

Τώρα είχε καρφωθεί πάνω μου μ΄ένα πονηρό και συνομωτικό ίχνος χαμόγελου στο πρόσωπό του. Από τα ακουστικά στ’ αυτιά του μόλις και ξεχώριζε ένα περίεργο συνονθύλευμα που κάποιος προχωρημένος καλλιτέχνης θα αποκαλούσε μουσική. Αν μη τι άλλο, προκαλούσε στον Σκότι ένα νωχελικό σχεδόν ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού και στην καλοντυμένη κυρία δίπλα του έναν όχι και τόσο ανεπαίσθητο εκνευρισμό. Αυτό όμως μάλλον φαινόταν να διασκέδαζε τον Σκότι.

Η ευχαρίστησή του, μάλιστα, ήταν τόση ώστε χωρίς να υπάρχει κάποιος εμφανής λόγος άρχισε να ξεδιπλώνει ένα κλιμακωτό γέλιο. Στην αρχή του ξέφυγε ένα μυστήριο σατανικό γελάκι που αν δεν μου φαινόταν τόσο προβαρισμένο θα μου έφερνε μια μικρή ανησυχία. Αυτό ακριβώς προκάλεσε στους δυο μας συνεπιβάτες που γύρισαν και τον κοίταξαν μισο-έκθαμβοι και μισο-φοβισμένοι. Εκείνος συνέχιζε να με κοιτάει μες στα μάτια χωρίς να τους δώσει την παραμικρή σημασία – πράγμα που ενίσχυσε την αμηχανία τους.

Και τότε, σαν συμφωνική ορχήστρα που εκτελεί ανιούσες κλίμακες τονίζοντας κάθε φορά τις καταλήξεις των μοτίβων, άρχισε να εκτοξεύει προς πάσα κατεύθυνση ένα γέλιο τόσο βαθύ και τρανταχτό όπως εκείνα που αντηχούν στα βάθη της κόλασης. Το πρώτο το αφιέρωσε στον ουρανό του λεωφορείου, το δεύτερο στα μούτρα του εμβρόντητου κυρίου δίπλα μου (γέρνοντας λίγο προς το μέρος του και κοιτώντας τον με γουρλωμένα μάτια), το τρίτο προν την κάτασπρη πια κυρία που καθόταν δίπλα του (αποστέλλοντας μαζί και σταγόνες σίελου που έμελλαν να ταξιδέψουν με τον ήχο), το τέταρτο προς εμένα κι έτσι συνέχισε ακάθεκτος σε αυτόν τον ρυθμό κάνοντας μικρές ασυνεχείς κινήσεις με τα χέρια του, τρέμοντας σχεδόν ολόκληρος και γουρλώνοντας κάθε φορά περισσότερο τα μάτια του.

Και τότε συνέβη κάτι παράξενο. Το αρχαϊκό μυστηριώδες γέλιο του Σκότι μεταδόθηκε μ΄έναν περίεργο τρόπο στη σκέψη μου και πλημμύρισε όλο μου το κορμί. Και πριν το καταλάβω, άρχισα να τον συνοδεύω στην παράσταση, άλλοτε ως ντουέτο κρουστών και άλλοτε εναλλάξ ουρλιάζοντας σχεδόν στα τρομαγμένα πια πρόσωπα των γύρω επιβατών. Λες και μας είχε συνεπάρει το προ πολλού ξεχασμένο πνεύμα μιας άγριας φυλής, χορεύαμε στο ρυθμό του γέλιου χτυπώντας χέρια και πόδια, σκίζοντας ηθελημένα την κουρτίνα του καθωσπρεπισμού και ελευθερώνοντας ότι πιο ζωώδες υπήρχε μέσα μας!

Η έκστασή μας δεν κράτησε για πολύ. Οι επιβάτες άρχισαν να φωνάζουν έντρομοι και το τσίριγμα των λάστιχων του λεωφορείου καθώς τρίβονταν με την άσφαλτο επανέφερε μια άβολη σιωπή. Κοίταξα παγωμένος τον Σκότι και ξεροκατάπια. Ακούστηκαν τα βαριά βήματα του οδηγού καθώς διέσχιζε τον διάδρομο για να έρθει προς το μέρος μας. Ο Σκότι έγειρε το κεφάλι για να δει και αμέσως πετάχτηκε από το κάθισμά του προς την πίσω πόρτα φωνάζοντάς μου ένα «γρήγορα». Η πόρτα ήταν κλειστή και τώρα πάλευε αγριεμένα να ανοίξει τα δυο μέρη της για να βγει.

Με την βοήθεια ενός από μηχανής θεού, ξύπνησα από το λήθαργό μου ένα δευτερόλεπτο πριν τους υπόλοιπους επιβάτες και έτρεξα προς το μέρος του. Ο οδηγός ούρλιαξε κάτι που ακούστηκε σαν «πιάστε τους» αλλά ευτυχώς για μας κανείς δεν κινήθηκε αρκετά γρήγορα. Γλιστρήσαμε έξω και αρχίσαμε να τρέχουμε. Φωνές ακούγονταν πίσω μας και άνθρωποι που μας κυνηγούσαν.

Τέτοια τρεχάλα δεν θυμάμαι να έχω βιώσει ξανά στη ζωή μου. Όλα γύρω είχαν μια θολή απόχρωση σαν να ήταν όνειρο. Ο Σκότι ήταν αρκετά γρήγορος για τα κιλά του και βάλθηκα να τον ακολουθώ χωρίς δεύτερη σκέψη. Στρίβαμε από στενά που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου, περάσαμε μέσα από ένα παρκάκι, κατεβήκαμε πέντε πέντε τα σκαλιά μιας πέτρινης σκάλας και βγήκαμε πλάι στο ποτάμι. Συνεχίσαμε να τρέχουμε λίγο ακόμα ώσπου αντιληφθήκαμε ότι οι φωνές και τα τρεχαλητά πίσω μας είχαν εξαφανιστεί. Σταματήσαμε, κοιτάξαμε γύρω και αφήσαμε τα κορμιά μας να σωριαστούν στο γρασίδι της όχθης.

Πάνω στην έξαρση της αδρεναλίνης, κοιταχτήκαμε για μια στιγμή και ύστερα ξεσπάσαμε και οι δύο σε ασταμάτητα γέλια. Ήταν τόσο έντονο το συναίσθημα, το γέλιο να καλύπτει το λαχάνιασμα από το τρέξιμο, η ψευδαίσθηση της συντροφικότητας μεταξύ δύο συνεργών, που για πρώτη φορά στη ζωή μου ένοιωσα πραγματικά ζωντανός. Ήταν η απόλυτη απόδραση από τον βαρετό καθημερινό κόσμο, ένα πηγαίο και αληθινό πλημμύρισμα χαράς. Έκλεισα τα μάτια και ονειρεύτηκα ότι αυτή η στιγμή θα κρατούσε για πάντα.

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ όσα θα επακολουθούσαν.