Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

- 5 -

Η μεγάλη ξύλινη πόρτα βόγκηξε από την ένταση της αδράνειας και διέγραψε απρόθυμα ένα βαρύ τόξο πάνω στο μάρμαρο. Μια σκιά διέσχισε γρήγορα το κενό και στάθηκε μπροστά της ενόσω εκείνη - αγουροξυπνημένη ακόμα – γυρνούσε βιαστικά πλευρό για να ξαναβρεθεί στην αρχική της θέση. Ένας υπόκωφος γδούπος επιβεβαίωσε την επιστροφή στην κατάσταση της χειμερίας νάρκης!

Η σκιά στάθηκε στο πλατύσκαλο εξερευνώντας νωχελικά το χώρο. Μια απρόσμενα πυκνή ομίχλη είχε κυκλώσει τα πάντα χρωματίζοντας το προαύλιο με μια απόχρωση παραμυθιού. Τριάντα μέτρα μακριά, τα σιδερένια μαύρα κάγκελα – ο ορισμός και συνάμα περιορισμός της υπόστασης της σχολής - ίσα που διακρίνονταν. Τα λιγοστά δενδρύλλια περιμετρικά της αυλής έμοιαζαν ξάφνου καλύτερα προσαρμοσμένα στην εξωγενώς επιλεγμένη οικία τους. Ποτέ ξανά η σχολή δεν έδειχνε τόσο λευκή, τόσο μυστικιστικά φωτεινή!

Μέσα στο άσπρο σύννεφο ξεχώριζε μια μαύρη αγριόχηνα καθισμένη στα σκαλιά. Κουρασμένη από κάποιο μακρινό ταξίδι που ποτέ δεν τόλμησε να κάνει, μετρούσε ανέμελα – και λίγο μελαγχολικά – το χρόνο που περνούσε. Έστρεψε το βλέμμα της και σάρωσε όλα εκείνα τα αόρατα πεδία των πιθανοτήτων που ανοίγονται όταν ένα ερέθισμα διαπερνάει τον εσωτερικό μας κόσμο. Ένοιωσε την επιθυμία ν’ ανταποκρίνεται άμεσα αναζητώντας τη μορφή μιας σκιάς να την τυλίξει – και να την οδηγήσει στο σκοτεινό σινεμά με τις μεταμεσονύχτιες προβολές ονείρων.

Ο Παύλος ξαφνιάστηκε! Πέταξε τον μανδύα της διάφανης σκιάς και άφησε το φως να διαγράψει απαλά τα χαρακτηριστικά του στο σεντόνι της ατμόσφαιρας. Κι εκείνο –σαν εκστασιασμένος καλλιτέχνης- ζωγράφισε πρώτα ένα αόριστο περίβλημα με έντονες γωνίες, πέταξε τούφες σκουρόχρωμα μαλλιά άτακτα στο μέτωπό του, τόνισε με πολυδιάστατες σκιές μύτη και σαγόνι, και έστειλε ανάμεσά τους ένα ζευγάρι καλοταϊσμένα χείλη. Κι ύστερα πρόσθεσε δυο κατάμαυρα μάτια με άναρχες βλεφαρίδες – βάζοντας την υπογραφή του.

Τα μάτια του λαμπύριζαν σαν να έκρυβαν έναν ήλιο μέσα τους. Συνάντησαν τη Σοφία και απέμειναν πάνω της για πολλή ώρα! Και από τον ήλιο ξεπετάχτηκαν δύο άγρια πουλιά που κίνησαν να ταξιδέψουν πάνω στις ακτίνες. Και μόλις έφτασαν κοντά στο πρόσωπό της άρχισαν να εξερευνούν σπιθαμή προς σπιθαμή για να βρουν την τροφή τους. Πέταξαν πάνω από τα καστανόχρωμα νερά της κώμης της, έκαναν μια βουτιά γύρω από τον τρυφερό λαιμό της και υψώθηκαν ξανά πάνω από τα ροδοκόκκινα λιβάδια που στόλιζαν τα μάγουλά της. Κι όταν βρέθηκαν μπροστά στα μάτια της, κοκάλωσαν σ’ ένα κενό αέρος, και εξαφανίστηκαν μεμιάς σαν να τα ρούφηξε μια ηλεκτρισμένη δίνη πάθους.

Καθώς τα βλέμματα τους διασταυρώνονταν, τσαλαβουτούσαν και οι δυο μες στη μαγεία του αγνώστου. Εκείνη θα ορκιζόταν ότι τα μάτια του κοιτούσαν μέσα της –σαν να χαν εισβάλει οι ιπτάμενοι εξερευνητές μες στο κορμί της- και ακόμα πιο πέρα από εκείνη. Έστεκε απροστάτευτη –σαν υπνωτισμένο θήραμα ανίκανο να κινηθεί- στην εξουσία των ματιών του. Κι εκείνος –ακούσια υποβλητικός- την είχε πάρει κιόλας δίπλα του, στην ράχη του άγριου πτηνού, και εξορμούσαν μέσα από το σύννεφο στον γαλανό ουρανό, χαράζοντας την πιθανότητα μια κοινής κατεύθυνσης.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

- 4 -

Η Σοφία ήταν καθισμένη στα λευκά μάρμαρα του προαύλιου απολαμβάνοντας την πρωινή ηρεμία. Ένα πελώριο μαύρο πουλόβερ την έκανε να φαίνεται σαν ξεχασμένη κουκίδα σ’ έναν άδειο καμβά. Γυρόφερνε το λαιμό της, αγκάλιαζε το κορμί της και κατέληγε ατίθασα να τυλίγει τη λεπτή μέση της. Πιο κάτω, το ξεβαμμένο της τζιν έμοιαζε να έχει προσαρμοστεί στην ιστορία της σχολής: κουβαλούσε την παράδοση ενός μουσείου και την παλαίωση ενός κρασιού που ονειρεύεται να γίνει λικέρ.

Η Σοφία ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά! Κοιτάζει μακριά… Εκεί που το βλέμμα τυφλώνεται και αναλαμβάνει το μυαλό. Εκεί που όλα μετασχηματίζονται σαν όραμα διψασμένου σε μια έρημο πάθους. Οι άχρωμοι τοίχοι πέφτουν και στη θέση τους υψώνονται καταπράσινα δένδρα. Οι βρώμικοι δρόμοι λιώνουν και γίνονται κρυστάλλινα ρυάκια. Τα μουντά σύννεφα διαλύονται αφήνοντας να φανεί ένας ζεστός παχουλός ήλιος.

Η Σοφία έφθανε στη σχολή πριν καν ξημερώσει. Περίμενε πάντα μερικά λεπτά στην κεντρική είσοδο μέχρι να έρθει ο θυρωρός και να ανοίξει το κλουβί. Της άρεσε αυτό το πρωινό συναπάντημα. Ο θυρωρός ήταν ένας μικροσκοπικός καλοσυνάτος γεράκος με ειλικρινές χαμόγελο. Δεν ήξερε το όνομά του, ούτε κι εκείνος το δικό της. Αντάλλασαν όμως τα ίδια λόγια και το ίδιο χαμόγελο κάθε μέρα. Ήταν μια οικεία καλημέρα σ’ έναν κόσμο κατά τ’ άλλα απόμακρο.

Η Σοφία αναζητά με οδηγό την καρδιά της! Πετάει χαρούμενα στους διαδρόμους της σχολής, πάνω από σώματα που περπατούν γρήγορα και από διάσπαρτες παρέες, αλλάζει κατευθύνσεις, περιστρέφεται, χρησιμοποιεί τον άνεμο σαν πουλί, μια πλησιάζει τη γη και μια απομακρύνεται. Κι όταν η ένταση του ονείρου μεγαλώνει, οι χτύποι της καρδιάς πληθαίνουν. Κι όταν τα χρώματα του ονείρου σβήνουν, οι χτύποι αραιώνουν.

Η Σοφία περίμενε όπως όλες τις μέρες. Περίμενε να δει το χάραμα στις μακρινές τις στέγες. Περίμενε να ακούσει το χασμουρητό του ουρανού καθώς ξυπνάει. Τούτη όμως τη φορά το χάραμα κρυβόταν. Κι ο ουρανός κομμάτια έκανε το ξυπνητήρι! Κι όπως εκείνη έστρεφε τα μάτια στον ορίζοντα αδημονώντας, είδε μια γιγάντια ακτίνα φωτός να ταλαντεύεται σαν προβολέας μες την ομίχλη. Και σαν να άνοιξε μια μυστική σχισμή του χρόνου, μπροστά στα μάτια της είδε εκείνον…

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

- 3 -

Πώς μπορείς να επαναφέρεις τη ζωντάνια σε μια αίθουσα που έχει χάσει κάθε σπιθαμή εγκεφαλικού ηλεκτρισμού; Πως μπορείς να μεταμορφώσεις μια ατμόσφαιρα ξεραμένου πηλού σε άκρατη δημιουργική ροή; Κάτι πρότερα χρόνια, αυτό συνέβαινε αυτόματα με τη βοήθεια ευφάνταστης μηχανικής! Δεν είχες παρά να ξαμολήσεις στους ουρανούς πλήθος σαΐτες και η τάξη έπαιρνε φωτιά! Εκείνες που ήταν φτιαγμένες με μεράκι –από ωραίο λείο χαρτί- πετούσαν με χάρη, εκείνες που ήταν φτιαγμένες με την ανυπομονησία της δράσης –σε γραμμωτό χαρτί τετραδίου- πετούσαν σε σβούρες. Όλες όμως ταξίδευαν σ’ έναν κόσμο χαράς και ανεμελιάς. Όλες ταξίδευαν σε έναν κόσμο ζωντάνιας!
Ο Παύλος ανακάθισε στη θέση του σε μια ύστατη προσπάθεια να υποτάξει τις άναρχες σκέψεις που συνωστίζονταν σαν μυρμήγκια πάνω από το πτώμα του ομιλητή του σεμιναρίου. Γνώριζε πως η παρουσία του εκεί έπρεπε να συνοδεύεται από ενεργή συμμετοχή και όχι ανούσια ονειροπολήματα. Μια ένδειξη ενδιαφέροντος και θα μπορούσε να χτίσει ένα ακόμα λιθαράκι στην χρυσαφένια καριέρα του. Άδικος κόπος!

Τώρα όλα μοιάζουν διαφορετικά. Η παιδική μας ζωντάνια έχει από καιρό εξαγοραστεί με μια ηλεκτρονική μεταφορά στο τέλος του μήνα. Να είσαι ήσυχος, να είσαι σοβαρός, να προσαρμόζεσαι στην εταιρική κουλτούρα! Μην αντιδράς, μην ξεσπάς, μην αισθάνεσαι! Ο ηγέτης δημιουργείται, δεν γεννιέται! Στο χέρι σου είναι να τα καταφέρεις! Βάλε στόχους, βάλε πλάνο, βάλε ενέργεια! Κάνε ό,τι σου λέμε και θα ανταμειφθείς! Βγες από το μαντρί και θα σε φαν οι λύκοι!
Ο λύκος τράβηξε μια δαγκωνιά στον κώλο της συνείδησης του Παύλου! Ο πόνος τράνταξε τα μέσα του τόσο που φοβήθηκε. Φοβήθηκε για το υπέροχο διαμέρισμά του στο κέντρο της πόλης, φοβήθηκε για το αμάξι που χαιρόταν να οδηγεί, φοβήθηκε για τα ταξίδια που είχε την ευκαιρία να κάνει, φοβήθηκε για την «γαμημένη» μεταφορά στο τέλος του μήνα. Κι ο φόβος του κούρνιασε στο ζύγι απέναντι από την εξέγερση της σκέψης του. Το φορτίο ήταν βαρύ και η σταυρωμένη ζυγαριά της ψυχής του μάτωνε πότε από τη μία πλευρά και πότε από την άλλη.

Πώς μπορώ να καταπνίξω αυτόν τον μικρό παλιάτσο που χορεύει κάτω από το δέρμα μου; Είναι ο τιμωρημένος μαθητής που παραμονεύει σε μια γωνιά του μυαλού, έτοιμος να επιστρέψει ως τιμωρός εγκλημάτων συνείδησης! Πώς θα αποφύγω τα πονηρά του κόλπα που μόνο σκοπό έχουν να με ξεφτιλίσουν στα μάτια των υπόλοιπων μαθητών; Πώς να τον εμποδίσω να σηκωθεί αναπάντεχα καταμεσίς της αίθουσας, να βγάλει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό, ή απανωτές κραυγές χτυπώντας τις γροθιές στο στήθος του, πριν να καθίσει πάλι φυσιολογικά στη θέση του, ικανοποιημένος από την θρασύτητα της πράξης του;
Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο! Τα μάτια του είχαν κολλήσει σαν βρεγμένο μακό πάνω στον κακόμοιρο ομιλητή και απειλούσαν να πεταχτούν έξω και να αρχίσουν να χοροπηδούν σαν μπαλάκια του πινγκ πονγκ πάνω στα τραπέζια! Στιγμιαία, ένιωσε μια φλέβα να φουσκώνει, μια στάλα ιδρώτα να κάνει σλάλομ στο πρόσωπό του και την καρδιά του να βαράει σε ρυθμό μπόσα νόβα!

Έκλεισε τα μάτια. Χρειαζόταν επειγόντως το φάρμακό του…

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

All I ask of you


End of Act 1

-2-

Το 1903, οι αδελφοί Ράιτ κατάφεραν να υψωθούν 3 μέτρα από το έδαφος με το πειραματικό τους αεροπλανάκι και να διασχίσουν μια απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων! Παρόλο που η καρδιά τους αναμφίβολα πέταξε πολύ πιο ψηλά, η μικρή αυτή απόπειρα σημάδεψε το μέλλον της σχέσης ανθρώπου και ουρανού!

Είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα, ένας τυχοδιώκτης πιλότος προσγειωνόταν στο Παρίσι μετά από τριάντα τρεις ώρες πτήσης πάνω από τον Ατλαντικό! Ο Λίντμπεργκ σήκωσε τα μάτια του πλήθους που τον περίμενε στο Λε Μπουρζέ προς τον ουρανό – και ταυτόχρονα εκτόξευσε ένα άλλο πλήθος -που ούτε καν το περίμενε- προς την φλογισμένη αναζήτηση της δυνατότητας…

Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2007, η σκέψη του Παύλου πέταξε για πρώτη φορά στο παρελθόν σε μια απέλπιδα προσπάθεια ανάμνησης και αναζήτησης νοήματος μέσα από πρότερα βιώματα. Τούτο το ταξίδι έμοιαζε με τα προηγούμενα ως προς τον νεωτερισμό του, την σημαντικότητά του και την επίδραση που είχε στην ζωή του πρωταγωνιστή. Παράλληλα, όμως, υπήρχε και κάτι πολύ διαφορετικό στη φύση του: μια ασυνεχής επανάληψη! Το ταξίδι έμελλε να είναι μια επαναλαμβανόμενη ταλάντωση στο χρόνο.

Ο Παύλος ανακάλυψε αναπάντεχα σε μια γωνιά του μυαλού του μια μεγάλη ασημένια μπάλα που κρεμόταν απροσδιόριστα από το φεγγάρι. Ήταν δεμένη με χιλιάδες μικροσκοπικές λαμπυρίζουσες κλωστές –περίτεχνα πλεγμένες- που από μακριά φάνταζαν σαν μια γιγάντια ακτίνα φωτός! Ανέβηκε διστακτικά και τύλιξε πόδια και χέρια γύρω από την φωτεινή πλεξούδα. Περίμενε. Πέρασαν μερικά λεπτά χωρίς να γίνει το παραμικρό. Μόλις χαλάρωσε το σφίξιμο στο κορμί του – ήταν τότε που ξεκίνησε η ταλάντωση αναγκάζοντάς τον να σφίξει και πάλι τα άκρα του μουδιασμένος.

Στην αρχή, το περίεργο αυτό εκκρεμές – με τον Παύλο αγκαλιασμένο σαν φοβισμένο ζώο πάνω του- κινήθηκε αργά. Ήταν σαν να προσπαθούσε να βοηθήσει τον αναβάτη του να προσαρμοστεί στην κίνησή του. Μετά από μερικές επαναλήψεις, όμως, ανέπτυξε σταδιακά ταχύτητα, μέχρι που έφτασε να ολοκληρώνει μια περίοδο ταλάντωσης σε απειροελάχιστες υποδιαιρέσεις του χρόνου!

Η μπάλα έπεφτε με δύναμη στο παρελθόν, διέλυε τους προστατευτικούς υμένες της ιστορίας, το ανακάτευε προκλητικά, του έδινε ξανά λίγη από την αγριότητα του τώρα και έφευγε αστραπιαία για το μέλλον. Και μόλις έφτανε στο παρόν, εκείνο είχε ήδη αλλάξει, είχε υποστεί τις αλυσιδωτές αντιδράσεις της αλλαγής του παρελθόντος και μια καινούρια αύρα έμοιαζε να το περιβάλλει! Και σαν ουράνιος θεατής, η μπάλα περνούσε ξυστά πάνω του, τόσο ώστε να προκαλέσει τις επιθυμητές τριβές και να ανακατέψει τις κλωστές της μοίρας, για να ξαναφύγει αμέσως για την επόμενη εξόρμηση στο παρελθόν… Και το ταξίδι δεν είχε τέλος!

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007

Μερος 1ο

«Με θυμάσαι;»
Έγειρε το πρόσωπό του με αμφιβολία. Την κοίταξε για μερικές στιγμές πιέζοντας τα μάτια του να θυμηθούν. Η μνήμη του έπαιζε περίεργα παιχνίδια τελευταία κι εκείνος το απέδιδε μοιρολατρικά –ίσως και λίγο υπερβολικά- σε παλιότερες τρέλες. Το παρελθόν με καταδιώκει! Φοβόταν πως η ένταση της πρότερης ζωής του είχε αρχίσει να προκαλεί χημικές αλληλεπιδράσεις στον εγκέφαλο και τη μνήμη του. Και παράλληλα, ενδυνάμωνε την χρόνια εσωτερική του ανησυχία ότι οι πράξεις του παρελθόντος θα εμφανιστούν κάποια στιγμή –ως αποτέλεσμα χιλιάδων αλυσιδωτών αντιδράσεων- με ένα διαφορετικό πρόσωπο στη ζωή του. Ίσως εκείνο που είχε τώρα απέναντί του. Η ερώτηση αντιστράφηκε.
«Δεν με θυμάσαι;»
Ένιωσε το κεντρί ενός παράπονου να τον τρυπά! Τα χείλη του σφίχτηκαν. Ποια είσαι; Προσπάθησε να αφήσει το βλέμμα του να χαθεί μες στο δικό της… Ίσως έτσι να μπορούσε να θυμηθεί! Το μόνο που κατάφερε, όμως, ήταν ν’ αφήσει την τσάπα με την οποία έσκαβε το χωράφι του χρόνου και να ατενίζει τον απέραντο ουρανό. Μες στο γαλάζιο των ματιών της έβλεπε τη λάμψη του ήλιου και μπροστά της το πέταγμα των πουλιών –μαζί και εκείνου της νιότης του… Πριν προλάβουν να τον παρασύρουν νοσταλγία και γαλήνη – οι αδυσώπητες κλέφτρες του παρόντος και του μέλλοντος- εκείνη μίλησε πάλι.
«Ομίχλη…»
Ομίχλη! Θα μπορούσε να εννοεί την ομίχλη στο μυαλό του; Εκείνη που έβλεπε πυκνή να καλύπτει την απέραντη έρημο του παρελθόντος του; Και που τώρα ποικίλες στιγμιαίες εικόνες την διαπερνούσαν ευθαρσώς σαν πωλήτριες ταξιδιών στο χρόνο; Ομίχλη! Ποια ομίχλη να κρύβεται πίσω από το χαμόγελο στα χείλη της; Τον βοηθούσε να καταλάβει ή τον έσπρωχνε σε ένα άσκοπο αδιέξοδο; Και ξαφνικά, ο ανιχνευτικός μηχανισμός δούλεψε! Κάτι που είχε χάσει εδώ και καιρό παρουσιάστηκε αυθόρμητα μπροστά του και κρεμάστηκε παιχνιδιάρικα από τα ματόκλαδά του. Συνεπαρμένος, μουρμούρισε ασυναίσθητα.
«Ομίχλη…»
Τα κατάφερε! Το ρολόι του χρόνου φρέναρε απότομα και οι δείκτες άρχισαν να γυρίζουν προς τα πίσω –στην αρχή διστακτικά και μετά όλο και πιο γρήγορα. Και μαζί τους γυρνούσε κι εκείνος. Καθισμένος πάνω σε έναν τεράστιο σιδερένιο δείκτη ένιωθε το χάδι του ανέμου καθώς πετούσε πάνω από θάλασσες και από στεριές, γύρω γύρω από τον κόσμο όλο! Μέχρι που πάτησε στα ίδια εκείνα βρώμικα μάρμαρα μπροστά από την σχολή του. Ήταν πάλι πρωί κι εκείνος χάζευε την απρόσμενη ομίχλη που είχε κατακλύσει το προαύλιο. Εκείνη μάλλον κατάλαβε, και η ερώτηση έγινε απρόσωπη πλέον, ακόμα πιο παραινετική…
«Θυμάσαι;»
Και τότε γύρισαν όλα πάλι στο νου του! Εκείνη η ομίχλη... Πως μπορούσα να ξεχάσω; Ήταν η πρώτη φορά που το κλασικό κτίριο της ανούσιας γνώσης ντυνόταν τόσο όμορφα. Η αγνότητα του λευκού μεταμόρφωνε την αποκρουστική μάγισσα σε αιθέρια νεράιδα κι εκείνος είχε απομείνει στήλη άλατος μπροστά στο θέαμα. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς και ο συνήθης κόσμος της σχολής βρισκόταν αιώνες μακριά. Μια υποβλητική σιωπή τύλιγε τα πάντα, σε σημείο που μπορούσε να ακούσει το άγγιγμα του σύννεφου καθώς αυτό προσγειωνόταν στις πλάκες του προαύλιου. Και περιμένοντας να δει τον Θεό να ξεπροβάλει από μέσα, ένιωσε μια άλλη παρουσία δίπλα του. Γύρισε και τότε την είδε… Ήταν η ίδια! Και μια πελώρια εναέρια κρεμαστή γέφυρα δημιουργήθηκε σε δευτερόλεπτα μεταξύ του τότε και του τώρα. Και επιτέλους μίλησε.
«Θυμάμαι…»

Τετάρτη 30 Μαΐου 2007

Προσκόλληση

Μεγάλωσα!
Κι όμως εξακολουθώ να ρωτάω
-σαν παιδί απορημένο-
Ποιον δρόμο να πάρω;
Όσο μου δείχνεις
Τόσο κοιτάζω εσένα!

Τρίτη 15 Μαΐου 2007

Ανθρώπινη Μπάλα - Η συνέχεια

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν πατρίδα. Ο τόπος τους είναι εκεί που μπορούν να προσφέρουν βοήθεια. Η γειτονιά τους είναι στη διασταύρωση της μοίρας με τη δυστυχία. Ο δρόμος τους είναι εκείνος της αυτοθυσίας. Το σπίτι τους είναι στη γωνιά της λησμονιάς. Το κρεβάτι τους είναι εκείνο στο οποίο βρίσκεται κάποιος άλλος...

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν δουλειά. Ξυπνούν το πρωί και αγκαλιάζουν τον κόσμο. Περνούν τη μέρα τους πασχίζοντας να μεταμορφώσουν το δάκρυ σε χαμόγελο. Ο ιδρώτας τους είναι η ζωή ενός παιδιού. Η κούρασή τους είναι ένας διαφορετικός κόσμος. Η αμοιβή τους βρίσκεται στο ευχαριστώ των ματιών...

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν θρησκεία. Πιστεύουν στην δύναμη της αλληλεγγύης. Προσεύχονται στην συμπόνια των ανθρώπων. Επικαλούνται τη ζωή για εκείνους που τη χρειάζονται. Αφορίζουν τις ανάγκες τους στο ναό της αγάπης...

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν περιουσία. Οι καταθέσεις τους είναι ψυχικές δοκιμασίες. Οι μετοχές τους ειναι παιδιά που μεγαλώνουν. Ακίνητα είναι μονάχα τα βουνά για εκείνους. Πλουτίζουν με τα δικά τους συναισθήματα και θησαυρίζουν με τα συναισθήματα των άλλων...

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν οικογένεια. Μητέρα τους είναι η ζωή και πατέρας τους ο πόνος. Σύντροφος τους είναι η απλόχερη τρυφερότητα. Παιδιά τους είναι όλος ο κόσμος...

Υπάρχουν άνθρωποι;

Ανθρώπινη Μπάλα

Κυριακή 13 Μαΐου 2007

42.195

Είναι από εκείνα τα ατέλειωτα όνειρα δίχως αρχή και δίχως τέλος! Είναι αλυσοδεμένες στιγμές που περπατούν νωχελικά κάτω απ’ τον ήλιο! Είναι κόκκοι άμμου που παρασέρνονται από τον αγέρα για να κατακαθίσουν και πάλι στο ίδιο σημείο! Είναι το λιμάνι που ξέχασα και το λιμάνι που δεν θα βρω!

Την αρχή την περίμενα για πολύ καιρό. Με περίμενε κι εκείνη θαρρώ. Ήταν η μακρινή φίλη που μου ψιθύριζε τρυφερά λόγια στις στιγμές ανάγκης. Ήθελε να ανταμώσουμε όσο κι εγώ. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι δεν θα ήμουν παρών στο ραντεβού μας. Ομολογώ πως ούτε κι εγώ!

Ήρθε αναπάντεχα ένα πρωινό! Είναι εκείνο το «αναπάντεχα» που το περιμένεις καιρό και πάλι δεν μπορείς να το πιστέψεις! Με φίλησε στο μάγουλο για να με ξυπνήσει. Της χαμογέλασα! Κράτησε μόνο μια στιγμή! Τώρα πια δεν την θυμάμαι…

Το τέλος το ικέτεψα μάταια να φανεί! Με κοιτούσε αφ’ υψηλού και με περίμενε ατάραχο! Έπρεπε να το κυνηγήσω σαν μισητό εχθρό για να μου δοθεί. Όταν πια το αντίκρυσα, το πήρα στα χέρια μου για να είμαι σίγουρος πως το κρατώ! Ο εχθρός μεταμορφώθηκε σε φίλο. Ο φίλος σε Θεό! Τον λάτρεψα και ύστερα τον σκότωσα…

Κι όπως ακροβατώ μεταξύ των δυο αυτών λησμονημένων άκρων, το νου μου κυριεύουν το ένα μετά το άλλο μέτρο. Δρόμοι σκληροί και άδειοι που πρέπει να διασχίσω. Δρόμοι άγνωστοι και σιωπηλοί που πρέπει να ημερεύσω. Δρόμοι ατέλειωτοι σαν όνειρα δίχως αρχή και δίχως τέλος!

Δεν είμαι μόνος – δεν είμαι μόνος! Είναι μαζί μου σύντροφος πιστός ο πόνος! Με μαστιγώνει για να προχωρώ και με σουβλίζει όταν το κάνω. Γελά πότε αποπνιχτικά και πότε με όλη τη δύναμη της ύπαρξής του! Γελά μαζί μου – αποκαλύπτοντας κάθε διάσταση της δικαιοδοσίας του πάνω μου!

Υπάρχει σύμμαχος σ’ έναν πόλεμο που δίνεις με τον εαυτό σου;

Πέμπτη 3 Μαΐου 2007

The Sea Inside

Από την υπέροχη ταινία του Alejandro Amenabar...

Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

Η τελευταία νύχτα

Τι περίεργη νύχτα η τελευταία! Στριφογυρίζουν ακόμα στο μυαλό μου οι στιγμές – νωχελικές και βαριές – προκαλώντας μου μια ελαφριά ζάλη. Απλώνονται στα σκοτεινά αιμάτινα σοκάκια και σκορπούν μοιραία προς κάθε κατεύθυνση. Φτάνουν στα άκρα εγείροντας ένα άβολο μούδιασμα. Καταλαμβάνουν κάθε μου κύτταρο και στήνουν τη σκηνή τους! Δεν πρέπει να ξεχάσω…

Βγήκα από το σπίτι γύρω στις έντεκα. Η νύχτα και η βροχή – παράξενα απωθητικό θηλυκό δίδυμο - είχαν παρασύρει τον κόσμο μακριά από τους δρόμους, σ’ εκείνη τη ζεστή γωνιά που φτιάχνει ο καθένας σπίτι του. Είναι η ώρα που αλλάζει η πόλη! Φοράει το βραδινό της πρόσωπο και υποδέχεται τους μοναχικούς καλεσμένους της με επιτηδευμένη τρυφερότητα. Θέλει να τους οδηγήσει στα άκρα και ξέρει πώς να το πετύχει.

Τα δικά μου άκρα είναι προς το παρόν κρύα. Η βροχή κόπασε αφήνοντας μια διεγερτική δροσιά στη θέση της. Ακούω τα βήματά μου να κυριεύουν πεζοδρόμια, να διασχίζουν δρόμους, να με οδηγούν πάντα στο ίδιο σημείο! Λίγο μακρύτερα από τα τελευταία σπίτια, πάνω στη μεγάλη στροφή της ασφάλτου, στη σιωπηλή συστάδα μερικών άγριων λουλουδιών, εκεί που ξεκινάει το μονοπάτι για τη λίμνη. Κι από εκεί με σπρώχνουν στο σκοτάδι, ανάμεσα από ψηλά γερασμένα δέντρα, παραμερίζοντας κλαδιά και φύλλα, μέχρι να βρω ξανά τ’ άστρα και το φεγγάρι στην άκρη των απόκρημνων βράχων.

Εκεί είναι που τόσες φορές καταλάγιασε το κορμί μου, πάνω στ’ άγρια πετρώματα, για να πληγωθεί και να εξαγνιστεί ο πόνος! Εκεί συγκέντρωσα τις σκέψεις μου, τις έστυψα πάνω στις πέτρες και τις έλουσα με το γλυφό νερό της λίμνης, μέχρι να γίνουν ένα με τον τόπο! Κι ύστερα τις μάζεψα σαν πέτρες και τις έστειλα να ταξιδέψουν στο βυθό για να βρουν τη γαλήνη.

Ήμουν πάλι εκεί τώρα, στήλη άλατος πάνω από νερά που διψούν για λίγο αλάτι. Κυρίαρχος των βράχων με τα χέρια απλωμένα στη νύχτα και την καρδιά να σπαρταράει από την απουσία ουσίας! Τα μάτια πλημμυρισμένα από το βορινό αεράκι και καρφωμένα στο απέραντο βήμα. Είμαι αλήθεια εδώ; Πόσο ακόμα θα καταπνίγω ετούτη την κραυγή;

Αφήνομαι στα χέρια σου, υπάκουο σου πιόνι, κι εσύ μόνο ελευθερία μου δίνεις! Προσφέρω γη και ουρανό, αυτά που έχω κι αυτά που δεν θα βρω ποτέ, κι εσύ με αγνοείς! Συνθλίβω τον ίδιο μου τον εαυτό, σώμα και ψυχή, στο όνομά σου κι εσύ δεν θέλεις να με ξέρεις!

Δεν μ’ άγγιξες ποτέ και ας ήταν το μόνο που σου ζήτησα! Ένα γλυκό σου χάδι ήθελα, να το κρύβω στο μαξιλάρι μου για να μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος τα βράδια. Μια μικρή αιθέρια αναλαμπή να με οδηγεί στα μακρινά ταξίδια. Έστω για μια στιγμή, να νιώσω την αφελή ψευδαίσθηση ότι υπάρχεις κάπου μακριά για μένα.

Και τώρα στέκω και μιλώ στο τίποτα! Μιλώ στα βράχια και τη λίμνη, και εκείνα γνέφουν σιωπηλά ότι καταλαβαίνουν. Μα είναι πλάνη του μυαλού –δεν το πιστεύω! Οι ελπίδες μου από καιρό γκρεμίστηκαν στην ηχηρή σου αδιαφορία. Τώρα είναι καιρός να ακολουθήσω κι εγώ ίδια πορεία.

Κοίταξα τα νερά και κανείς δεν με κοίταξε πίσω! Η μορφή μου συνταράχτηκε –μάλλον κατάλαβε τη μοίρα της - και άρχισε να σβήνει. Σε μια ελάχιστη στιγμή του χρόνου, σε ένα βήμα που δεν θα είναι καν δικό μου, συνοψίζονται το τέλος και η αρχή. Με μια ανάσα, άρχισα να ρουφώ ετούτο τον πλανήτη στην ολότητά του, και μαζί τον ουρανό και άλλους τόσους μακρινούς πλανήτες. Και πάνω στην διαύγεια που μου προκάλεσαν τα τελευταία μόρια οξυγόνου, για πρώτη φορά ίσως σε ένοιωσα αληθινά κοντά μου.

Ήταν τότε – στον ύστατο παροξυσμό - που άκουσα την τρυφερή φωνή σου. Φωνή μικρού παιδιού με έντονη απορία, φωνή κοπέλας άπειρης που μόλις γεύθηκε τον έρωτα, φωνή μεστής γυναίκας προς τον χαμένο σύζυγό της, φωνή σοφής γιαγιάς που συμβουλεύει ένα εγγόνι. Όλες μαζί οι φωνές ήταν κλεισμένες μέσα στο κάλεσμά σου.

Γύρισα και σε κοίταξα. Σαν άγγελος έφεγγες και έκανες τη μορφή μου να νοσταλγεί το αλλοτινό της χρώμα. Ποια άσπονδη τύχη σ’ έστειλε εδώ, δεν με νοιάζει! Με πλησίασες. Πήρες το βλέμμα μου μέσα σου και του ‘διωξες τη θλίψη. Πήρες τα χέρια μου στα χέρια σου και τους έδωσες νόημα. Κατάλαβες σε μια στιγμή ποιος είμαι και τι ψάχνω. Και απλόχερα μου το ‘δωσες σαν να ‘ταν τίποτα για σένα. Και ήξερα πως δεν ήταν.

Καθίσαμε για ώρα πλάι πλάι δίχως να μιλάμε. Κι όμως είπαμε τα πάντα. Κι ήταν τα αστέρια εκεί, και το φεγγάρι, και η λίμνη, και τα βράχια, μάρτυρες αθάνατοι της σιωπηλής κουβέντας. Και η ουσία απέκτησε φως, και το χάδι απέκτησε υπόσταση, και η ψευδαίσθηση απέκτησε αλήθεια.

Ύστερα σηκώθηκες αργά, με κοίταξες, και μου άπλωσες το χέρι. Μου άνοιξες το μέλλον και το ξεδίπλωσες μπροστά στα μάτια μου. Είναι το τελευταίο που θυμάμαι.

Σάββατο 28 Απριλίου 2007

Μυστικά και ψέμματα

Υπάρχει ένας τόπος που επισκέπτομαι συχνά! Πρόκειται για μια συλλογή μυστικών από ανώνυμους καλλιτέχνες… Άνθρωποι -με τους οποίους μπορεί να μοιραζόμαστε το ίδιο λεωφορείο, το ίδιο γραφείο, ίσως και το ίδιο σπίτι- αποστέλλουν υπό μορφή καρτ-ποστάλ τα μυστικά τους σε αυτό το κοινόβιο μπλογκ! Κάποια είναι κωμικά, άλλα είναι παράξενα και άλλα τραγικά…

Πόσο αληθινός είναι τελικά ο κόσμος που γνωρίζουμε;

www.postsecret.com

Λουλούδια

Ένα δάσος λουλούδια η ζωή
Μικρές χαρές που περιμένουν το άγγιγμα μου
Απλώνουν τα χρώματα στα μάτια μου
Μέσα στην καθημερινή ομίχλη


Παντοτινά στο δρόμο μου φανάρια
Που όλο προσπερνώ
Περήφανα λουλούδια
Πότε θα γύρω στο πλευρό σας;



Παρασκευή 20 Απριλίου 2007

Ο ήλιος

Είναι φορές που ο ήλιος σημαδεύει τα μάτια μου! Στην αρχή, οι ακτίνες του χαϊδεύουν απαλά την επιφάνεια –τόσο όσο χρειάζεται για να διεγείρουν ένα μικροσκοπικό κύμα από δάκρυα. Ύστερα διεισδύουν αργά μέσα στο χιτώνα τροφοδοτώντας με θέρμη τα τοιχώματα και επιφέροντας μια γλυκιά ζάλη. Μόλις οι άμυνες πέσουν, βυθίζονται αποφασιστικά σε όλο το κορμί εκτοξεύοντας αλόγιστα μικρούς ηφαιστειακούς κομήτες. Ολοκληρωτική παράδοση!

Μέσα στην εκστατική ατμόσφαιρα, άκουσα τα βήματά σου… Συντονισμένα λες με τη γη, με ταρακούνησαν στην αρχή αργά και -όσο πλησίαζαν- όλο και πιο δυνατά! Το είναι μου σείστηκε καθώς διασταυρώθηκαν στιγμιαία οι ζωές μας. Κι ύστερα σιγή. Περίμενα με κομμένη ανάσα ώσπου αισθάνθηκα την αύρα σου να πλημμυρίζει τον αέρα. Ρούφηξα την μυρωδιά σου βαθιά στα πνευμόνια μου και την κράτησα σαν να ‘ταν η τελευταία μου ευκαιρία να την γευθώ.

Κατάλαβα ότι είχες καθίσει παραδίπλα στο παγκάκι. Ένοιωθα τα μάτια σου να συναντούν τα δικά μου χιλιόμετρα μακριά, σ’ έναν γαλάζιο ομιχλένιο ορίζοντα. Έναν ορίζοντα που στηρίζει την ύπαρξή του στα διαφορετικά μα -κατά έναν παράξενο τρόπο- κοινά όνειρά μας. Τί όμορφα αλήθεια που υφαίνονται τα βλέμματα στον αργαλειό του χρόνου!

Ξεφλουδισμένο από τον ίδιο αργαλειό, το παγκάκι έστεκε ατημέλητο στην άκρη των βράχων. Κάθε μέρα απολάμβανε τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του ήλιου, έβρισκε συντροφιά στον ήχο των κυμάτων και σημασία στα ορφανεμένα όνειρα που ζητούσαν την φιλοξενία του…

Δεν θυμάμαι ποιος μίλησε πρώτος. Οι λέξεις ξεπήδησαν φυσικά σαν να γύρευαν από καιρό να βρουν η μια την άλλη. Στάθηκαν σε μια πνοή του ανέμου, κοιτάχτηκαν για μια στιγμή διερευνητικά και αμέσως άπλωσαν τα χέρια σε μια τεράστια αγκαλιά. Κι ύστερα χόρεψαν για ώρα τρυφερά και παιχνιδιάρικα μέσα στις μουσικές δίνες που τις παρέσερναν πότε από εδώ και πότε από εκεί.

Ήμαστε για μερικά λεπτά πεινασμένοι εραστές σε φλογισμένη κλίνη. Ξετυλίξαμε τις ψυχές μας στην απέραντη θάλασσα δημιουργώντας ένα αέρινο στρώμα και αφήσαμε πάνω τα κορμιά μας να σπαρταράνε από ηδονή. Τα όνειρα ξεχείλιζαν από μέσα μας και σπινθήριζαν καθώς αγγίζαμε ο ένας τον άλλον. Ήταν μια στάλα ηλεκτρισμού, ή ένας ηλεκτρισμένος χείμαρρος, αλλά μας ένωσε για πάντα.

Όταν άνοιξα τα μάτια είχες φύγει. Πήρες το μονοπάτι του ήλιου γυρεύοντας κείνο το μακρινό ορίζοντα. Η σκιά σου ταξίδευε πάνω στα κύματα και μου έγνεφε το δρόμο. Χαμογέλασα. Ο ήλιος σημάδευε τα μάτια μου, μα ετούτη τη φορά ήμουν εγώ ο κατακτητής κι αυτός παραδομένος. Είπα αντίο στο παγκάκι και σηκώθηκα. Είναι ώρα να προσφέρω μια οικογένεια στα όνειρά μου!

Κυριακή 15 Απριλίου 2007

Africa - Η συνέχεια

«Μόλις αποκτήσατε ένα υγιέστατο μωράκι!» Το σκοτάδι έγινε φως και ο κύκλος των αναμνήσεων ξεκίνησε. Είμαι αντικείμενο ακόμα. Ξένα χέρια γύρω από το κορμί μου με σηκώνουν και με μετακινούν με προσοχή. Δέχομαι αναπόφευκτα τις φροντίδες που δικαιούμαι. Με βουτούν σε ζεστό νερό και πλέω σε πελάγη ευτυχίας – σαν να μην βγήκα ποτέ από εκείνο το υπέροχο σώμα…

Κι ύστερα, με τυλίγουν σε χνουδωτές πετσέτες χαϊδεύοντας με με την δέουσα τρυφερότητα. Σε λίγο, θα ρουφάω το γάλα από το ίδιο υπέροχα αφράτο σώμα που με φιλοξενούσε τους τελευταίους μήνες. Γουλιά γουλιά θα ξεκινήσω το ταξίδι της ζωής. Προορισμός μου η ευδαιμονία!

Είμαι πολύ τυχερό παιδί. Όλος ο κόσμος πάλλεται στους χτύπους της καρδιάς μου. Άγνωστα πρόσωπα με περιτριγυρίζουν χαμογελώντας μου γλυκά. Έρχονται κοντά μου και κάνουν γκριμάτσες, βγάζουν περίεργους ήχους, προσπαθούν να με διασκεδάσουν! Μου τσιμπούν τα ροδαλά μαγουλά μου και χαιδεύουν τα φρεσκολουσμένα μαλλάκια μου...

Μα το καλύτερο είναι ότι κουβαλούν μαζί τους κι από ένα παιχνίδι! Πόσο μου αρέσουν αυτά τα πολύχρωμα πλαστικά αντικείμενα και τα χνουδωτά κουκλάκια! Τα κοιτώ πάντα με έκπληξη, τα περιεργάζομαι σαν να 'ναι εξωγήινα, κι ύστερα τα πετώ με δύναμη στον τοίχο... Μου αρέσουν τα πειράματα! Άλλωστε και να χαλάσουν, είμαι σίγουρος ότι θα πάρω πολλά ακόμα! Σίγουρα τα αξίζω...

Τί καταπληκτικός κόσμος με περιμένει να τον ζήσω! Η προσμονή μου είναι ανεξάντλητη: Τα παιδικά παιχνίδια που θα γεμίσουν τις πιότερες πρώτες αναμνήσεις μου. Τα γέλια στο σχολείο που θα κάνουν την κοιλίτσα μου να σπαρταράει. Οι έρωτες της εφηβείας που θα συνεπάρουν την σκέψη μου και την καρδιά μου. Τα φοιτητικά αράγματα στα οποία νοερά θα ανατρέχω στις δύσκολες ώρες της δουλειάς...

Και μέσα σε όλα αυτά, αγάπη - αγάπη - αγάπη! Είμαι έτοιμος να αγκαλιάσω κάθε στιγμή και να ρουφήξω την αγάπη! Μια ονειρεμένη ζωή ανοίγεται μπροστά μου! Και είμαι έτοιμος να την γευτώ!

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2007

Africa

Το θυμάται κανείς; Τί έχει αλλάξει από τότε;
Μάλλον όχι πολλά...

Τρίτη 27 Μαρτίου 2007

Διάλειμμα για τσιγάρο

Έσπρωξα βεβιασμένα την πόρτα και ξεχύθηκα στον προαύλιο χώρο. «Αρκετά!» σκέφτηκα καθώς συνέχιζα να βαδίζω άτσαλα και θυμωμένα. Η ένταση μέσα μου θόλωνε τον προσανατολισμό μου. Σταμάτησα. Πρόσεξα ότι τα χέρια μου έτρεμαν. Τα έτριψα μεταξύ τους -πιο πολύ από αμηχανία. Έκλαμψη. Το πακέτο με τα τσιγάρα στην τσέπη. Δυο στιγμές δισταγμού. Μία για την αμφισβήτηση της κίνησης, μία για την επιβεβαίωση της θέλησης. Έβγαλα με προσπάθεια το πακέτο και το κράτησα στη χούφτα μου.

Πόσες αντιρρήσεις ακόμα θα προβάλλει το υπερεγώ μου; Πόσο δημιουργική ακόμα θα γίνει εκείνη η απόκοσμη φωνή που απαντάει επιμελώς σε όλες; Πόσες φορές ακόμα θα γύρει η ζυγαριά μία από τη μια και μία από την άλλη; Σκούριασε πια από τη θλίψη και την ματαιότητά της.

Σκούριασαν και τα χέρια μου, δεν μπορώ να το στρίψω με τίποτα. Ο καπνός ξεπέφτει δεξιά και αριστερά γυρεύοντας την ελευθερία του στις ανάσες του ανέμου. Γεύομαι το χαρτί και σφραγίζω τη μοίρα του. Σε μερικά λεπτά θα γίνει μέρος μιας αλλόκοτης χημικής αντίδρασης. Θα μεταμορφωθεί σε αγριόπαπια και θα κινήσει για ταξίδια μακρινά.

Ανάφλεξη. Από το χείλος του γκρεμού στην πρώτη ρουφηξιά: η αρχή της ευχαρίστησης, το τέλος της αμφιβολίας. Ακουμπώ την πλάτη στον τοίχο και κλείνω τα μάτια. Είμαι κι εγώ πουλί σαν τον καπνό, αιώνια ελεύθερος να ζήσω μια ζωή δευτερολέπτων! Τι όμορφα περάσματα ανοίγονται μπροστά μου… Λιβάδια καταπράσινα με διάσπαρτες μικροσκοπικές κεραμίδες, ένα αποτύπωμα φυσικής και ανθρώπινης συνύπαρξης. Λόφοι, βουνά με ολόλευκες κορφές, και ανάμεσα χαράδρες μυστικές, ποτάμια που καθρεφτίζουν τον ήλιο…

Οι ακτίνες του πέφτουν ακατάπαυστα και πυροδοτούν το πρόσωπό μου. Η ενέργεια διασπάται με ενέργεια. Μια ρουφηξιά ακόμα και θα σκορπίσω σε χίλια κομμάτια. Πως γαληνεύει ο νους, πως ηρεμούν τα άκρα, πως καταλαγιάζουν βροντές και αστραπές σε κάθε αραίωμα του είναι!

Τελευταία δόση θανάσιμης ευτυχίας. Το πετώ ατάραχα στο χώμα και το βλέπω να σβήνει αργά. Έπραξε αυτό που έπρεπε και φεύγει ολοκληρωμένο. Είναι η ώρα της επιστροφής στην εικονική πραγματικότητα. Επαναφορά του συστήματος. Μέχρι το επόμενο…

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2007

Μια ώρα μπροστά...

Οι δείκτες κύλησαν πιο γρήγορα απ’ ότι έχουν μάθει. Ένα αόρατο χέρι τους παρέσυρε στον χορό της μιας ώρας. Κι αν ζήλεψαν τόσες φορές τα χρονόμετρα, κι αν πόθησαν τόσο πολύ να τελειώσουν την βάρδια τους μια ώρα αρχύτερα, δεν είχαν ποτέ τη δύναμη να επιβληθούν στη μοίρα τους. Όμως, μια φορά το χρόνο, οι προσευχές τους εισακούονται και το θαύμα τους προσφέρεται. Κι εκείνοι, συνεπαρμένοι από τη δίνη του χρόνου, επιστρέφουν ευδιάθετοι στην αέναη ρουτίνα τους.

Για τη μικρή νεράιδα, όμως, μια ώρα σημαίνει κάτι παραπάνω. Αν για τους περισσότερους η ευτυχία βρίσκεται στην προσμονή, για εκείνη ο χρόνος έχει ζωή μόνο όταν η ζωή δεν έχει χρόνο. Δεν υπάρχουν στιγμές παρά μόνο όταν ο χρόνος σταματά και ο κόσμος ανοίγεται πολυδιάστατος μπροστά στα πολύχρωμα φτερά της. Το πέταγμα της ώρας είναι ένα πελώριο σκαλί πιο κοντά στο όνειρό της...

Είναι σ’ ετούτη τη σπιθαμή του χρόνου που το σύννεφο χαμηλώνει και προσγειώνεται αργά πάνω στα ανέμελα παιχνιδίσματα της θάλασσας. Κι εκείνη γίνεται ένα με τον άνεμο και στροβιλίζεται χαρούμενα στην αγκαλιά του. Κλείνει τα μάτια και αφήνει την πνοή του να ορίσει το ταξίδι της. Κι ύστερα -σαν παιδί- πηδάει σε μια ηλιαχτίδα και τσουλάει ξέφρενα ως την ακτή. Απλώνει τα χέρια και μαζεύει το αναψοκοκκίνισμα του καλοκαιριού.

Βουτάει τα πόδια της στη δροσερή άμμο και καπνοί από ηδονή πλημμυρίζουν την ακτή. Και μες στην άτακτη ομίχλη, ένα αθώο γέλιο αντηχεί που ‘ναι μαζί και βογγητό. Είναι η ψυχή της που μιλά όταν το σώμα της μουδιάζει -μια γλώσσα ακατανόητη και συνάμα μαγική. Είναι το τραγούδι του παροξυσμού από εκατομμύρια φιλιά που τριγυρίζουν το κορμί της.

Κι αν ήτανε γυναίκα θα έβγαζε φτερά, μα είναι μικρή νεράιδα και τα φτερά τα έχει ήδη. Τρέχει, χοροπηδάει στα κύματα – τους απαγγέλει ποιήματα για την φωτιά μες στην καρδιά της. Κι εκείνα αφρίζουν και γελούν, την γαργαλούν και την πειράζουν. Παίζουν με την ανάσα της – που βάλλει στο ρυθμό τους.

Και όταν πια έχει μαζέψει όλη τη ζωή στην αγκαλιά της, της δίνουνε φιλεύσπλαχνα μια κλίνη για να γύρει. Κι η νεράιδα, μαθημένη καθώς είναι, αφήνει τα βλέφαρα να ενωθούν και το μεγάλο ρεύμα να την παρασύρει μακριά. Εκεί που ο χρόνος δεν γνωρίζει παρελθόν και δεν προσμένει μέλλον. Ρουφάει αχόρταγα γουλιές από το παρόν και αυτό του φτάνει.

Οι δείκτες γυρνούν αυθαίρετα και οι ώρες ζαλισμένες μπερδεύονται μες στο ονειρικό σκοτάδι. Μια μπροστά μια πίσω, λίγη σημασία έχει πια. Ο χρόνος μετράει σε στιγμές κι οι δείκτες απλά μας κατευθύνουν. Τώρα η ζωή είναι εκεί, τώρα είναι αλλού… Η ζωή είναι τώρα…

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2007

Ξορκίζοντας τους δαίμονες

Ξύπνησα το πρωί κι ήμουν ήδη κουρασμένος. Το σώμα μου είχε κηρύξει γενική απεργία: Τα μάτια αρνούνταν να ανοίξουν, το μυαλό παρέμενε επιδεικτικά απενεργοποιημένο, το υπόλοιπο σώμα διαδήλωνε υπέρ της ακινησίας… Ως συνήθως, έριξα το φταίξιμο στο χθεσινό 12ωρο.

Υπό τέτοιες συνθήκες, η αναζήτηση κινήτρων είναι δύσκολη υπόθεση. Πού πας πάλι; Αυτή είναι η ζωή που θέλεις; Πόσα βήματα ακόμα δεν θα κάνεις; Τι σε κινεί πια; Χαμογέλασα δηκτικά στον καθρέπτη καθώς ετοιμαζόμουν… Το χρήμα… Οι υπόλοιπες απαντήσεις μάλλον συμμετέχουν στην απεργία!

Το λεωφορείο είναι ένα καθημερινό βασανιστήριο τύψεων. Κανείς δεν μιλά, κανείς δεν κοιτά, κανείς δεν μετέχει… Είμαστε μια ομάδα άβουλων, ανύπαρκτων ψυχών σωριασμένων σε μια κονσέρβα. Ταξιδεύουμε νωχελικά προς ένα συνήθη προορισμό χωρίς την πολυτέλεια της αμφιβολίας.

Πλησιάζω τη φυλακή και νιώθω την καρδιά μου να εξεγείρεται! Πόσες φορές άραγε θα ονειρευτώ ότι ακολουθώ διαφορετική πορεία; Ότι απλά αφήνω την στάση να περάσει και συνεχίζω προς το άγνωστο… Μια βόλτα γύρω στην πόλη – τι όμορφη που δείχνει αλήθεια το πρωί! Φωτίζει ο ήλιος και ανοίγει τα χρώματα. Κι ύστερα ένας ζεστός καφές πλάι στη λίμνη…

3.80 φράγκα! Τόσο έχει ο καφές στο γραφείο. Είναι το ελάχιστο φάρμακο για να κυλίσει η μέρα. Είναι το τίμημα της απάρνησης μιας βόλτας στην πόλη. Είναι το εισιτήριο για μια ομαλή προσγείωση στην πραγματικότητα. Ξηλώσου τώρα και θα τα βρούμε στο τέλος του μήνα.

Με την πρώτη γουλιά, ανάβουν εκατομμύρια λαμπιόνια στην οθόνη. Το μηχάνημα θερμαίνεται προετοιμάζοντας το περιβάλλον εργασίας. Βλέπω τον εαυτό μου να πληκτρολογεί κωδικούς μετά κωδικών, μην τυχόν και υπάρξει καμιά διαρροή πληροφοριών. Αυτό ήταν! Η μέρα ξεκίνησε…

Γρήγορες ματιές στην ατζέντα. Ο χρόνος είναι λίγος και πρέπει να χωρέσει πολλά… Συναντήσεις κυρίως! Μας αρέσει να συναντιόμαστε συχνά πυκνά και να συζητάμε τα καθέκαστα. Έτσι μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν υπάρχουν αντάρτες στο πλοίο. Όλοι ευθυγραμμισμένοι –όπως στα σχολικά μαθήματα γυμναστικής- σε μια κοινή κατεύθυνση. Την Μεγάλη Ιδέα!

Η Μεγάλη Ιδέα πήρε το όνομά της από τα μεγάλα κεφάλια που μας οδηγούν! Ετούτοι οι φουκαράδες έχουν στα χέρια τους την ευτυχία όλου του κόσμου… Πρέπει να ικανοποιήσουν τους μετόχους με βιώσιμα επίπεδα ανάπτυξης της κερδοφορίας. Έτσι, μπορεί να δουν (που και που) την μετοχή να ανεβαίνει και μαζί να παρασέρνει τον πλούτο εκείνων που την επέλεξαν. Πρέπει να ικανοποιήσουν τους υπαλλήλους μιας χρήσης με μερικά ψίχουλα, πολλούς τίτλους και τιμές, ώστε να έχουν δικαιολογία να τους απομυζήσουν και την τελευταία ρανίδα δημιουργίας. Πρέπει ακόμα να ικανοποιήσουν τους απανταχού πελάτες, καταναλωτές, προμηθευτές και όλη την λοιπή κοινωνία δημιουργώντας μεγαλύτερες ροές χρήματος. Και ταυτόχρονα, πρέπει να ικανοποιήσουν τα προσωπικά τους απωθημένα από τόσες ώρες πραγματικής ζωής που θυσιάστηκαν στον βωμό της ίδιας της Ιδέας.

Η Μεγάλη Ιδέα είναι μια ολική παραίσθηση! Μεταμορφώνει ένα παιχνίδι με ασαφείς όρους, ατομιστές παίχτες και αμφιλεγόμενα αποτελέσματα σε ένα ομαδικό σύστημα που παράγει κοινωνική ευτυχία. Μπροστά από τα εταιρικά ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα πέφτει το πέπλο μιας οικογένειας ανθρώπων που μοιράζονται δημιουργικές στιγμές και προσφέρουν ένα καλύτερο μέλλον!

Προς το παρόν… το δικό μου μέλλον επιφυλάσσει 3 συναντήσεις για σήμερα. Τρεις συνεδρίες δημιουργικής αυταπάτης, πολιτικής σκοπιμότητας και άχρηστου προγραμματισμού. Στην ουσία, 3 αφορμές (γελοιωδώς υποχρεωτικές) για να δικαιολογήσουμε τη συνεισφορά μας στην δημιουργία πλούτου…

Ώρα 10:00! Ο κοντός μπήκε φουριόζος. Μιλάει για επενδυτικά πλάνα που θα τονώσουν την ζήτηση των προϊόντων. Βασικά, θέλει παραπάνω λεφτά για να πετύχει τους στόχους που είχε δεσμευτεί ότι θα πετύχει με λιγότερα! Η πολυλογία του είναι αφόρητη. Οι ήχοι που βγαίνουν από τα χείλη του τρυπούν σαν καρφίτσες τα αυτιά μου. «Οι καταναλωτές επιζητούν… τα οφέλη του σχεδίου… εποχικότητα…» Δεν αντέχω. Σηκώνομαι. Το χέρι μου σκίζει τον αέρα και καταλήγει μ’ ένα γδούπο στο πρόσωπο του. Με κοιτά αποσβολωμένος. Το ίδιο και η υπόλοιπη αίθουσα. Παρατηρώ τα άτομα γύρω μου. Πρόσωπα με γουρλωμένα μάτια (μάλλον ξύπνησαν από τον γδούπο)! Γυρνώ στον κοντό. Το χέρι μου σκίζει ξανά τον αέρα – και ξανά και ξανά… Το πλήθος ξεσπά σε επιφωνήματα. Το θηρίο που είχαν κρυμμένο αποκαλύφθηκε εν τη δίνη ουρλιαχτών…

Τα ουρλιαχτά με επαναφέρουν στην τάξη. Είμαι ακόμα καθισμένος και τον κοιτάω στα μάτια. Ο μόνος ίσως που δεν αντέδρασε στις προτάσεις του. Οι υπόλοιποι κατέθεσαν σθεναρά τις ενστάσεις και τους προβληματισμούς τους, για να βεβαιώσουν την ύπαρξη τους στον χώρο. Ο χρόνος τελείωσε. Αποφασίσαμε να μην αποφασίσουμε. Χρειάζονται και άλλες συναντήσεις.

Φεύγοντας, απλώνω το βλέμμα μου στον χώρο. Τόσοι άνθρωποι, τόσα ζώα. Λύκοι που τρώνε τα πάντα στο πέρασμα τους. Πρόβατα που δεν τολμούν να αφήσουν το κοπάδι. Όρνια που περιμένουν καρτερικά δίπλα τους. Πίθηκοι που παπαγαλίζουν, αλεπούδες που φιδιάζουν, ποντίκια που ψαρώνουν… Τρυπώνω βιαστικά στο γραφείο μου για να γλιτώσω…

Ανοίγω και πάλι το μηχάνημα! Έχω αρχίσει και βιώνω την σχιζοφρένεια του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: Αμέτρητα μηνύματα μου προκαλούν ίλιγγο, ελάχιστα μηνύματα μου φέρνουν μοναξιά. Δεν μπορώ να βρω την ισορροπία ανάμεσα στα δύο. Ρουφάω δυο γουλιές καφέ κι ανοίγω το δίκτυο. Μερικές στιγμές χαλάρωσης…

«Πώς πάει;» Το αφεντικό ήρθε πάλι για έλεγχο! Γιατί συμβαίνει το ίδιο πράγμα κάθε φορά που προσπαθώ να σερφάρω; Αφήνω το παράθυρο ανοιχτό για να μην φανεί ότι κάνω κάτι που θα είχα πρόβλημα να δει. Με ρωτάει τα νέα από τη συνάντηση. Του αραδιάζω μια ιστορία με βασιλιάδες και μάγισσες. Δεν μ’ ακούει ούτως ή άλλως. Μετράει τα απλωμένα χαρτιά στο γραφείο μου. Είναι κι αυτά δείγμα παραγωγικότητας!

Με τραβάει στη 2η συνάντηση της ημέρας, εκείνη του τμήματος. Οδηγίες προς ναυτιλλόμενους! Πώς να γίνετε επιτυχημένοι σαν τον διευθυντή σας… Το 3πτυχο της επιτυχίας: Υπακοή – Υπομονή – Υπευθυνότητα! Μην απορείτε που μιλάμε για 3 υπο-έννοιες. Στο τέλος της ημέρας, υπάλληλοι είμαστε.

Ο διευθυντής επαναλαμβάνει τις στρατηγικές κατευθύνσεις της εταιρίας και πως μεταφράζονται σε χειροπιαστούς στόχους για το τμήμα. Τρία πουλάκια κάθονται! Όσο χειροπιαστό είναι ένα ποίημα, άλλο τόσο και οι στόχοι μας! Τα λόγια του αιωρούνται στην αποπνιχτική από τη ζέστη ατμόσφαιρα αποκοιμίζοντας και τους τελευταίους ήρωες που παρακολουθούσαν…

Ώρα 15.00. Με όλη την ενέργεια που μου έχει απομείνει σέρνομαι για ένα ακόμα καφέ. Η τελευταία συνάντηση υπήρξε καταστροφική για την πνευματική μου διαύγεια. Έχω ανάγκη για μια γερή δόση καφεΐνης!

Στο δρόμο συναντώ τη γνωστή φιγούρα. Γυναίκα-νυφίτσα! Τα ‘χει καλά με όλους… Ξέρει να κινείται και να τραβάει την προσοχή – ειδικά του γέρου. Φανταχτερό χαμόγελο: αισθησιακά χείλη που κρύβουν κοφτερά δόντια! Το μέλλον διαγράφεται λαμπρό μπροστά της. Το δικό μου διαγράφεται –κυριολεκτικά- μέρα με τη μέρα.

Ο καφές είναι δυνατός. Σκάει σαν βόμβα υδρογόνου στο στομάχι μου εκτοξεύοντας φωτιές στις φλέβες μου. Οι κόρες των ματιών μου συστέλλονται και διαστέλλονται απότομα, οι τρίχες του κορμιού μου τσιτώνουν, και ο εγκέφαλος εκρήγνυται! Είμαι έτοιμος για το επόμενο επεισόδιο…

Ώρα 17.00. Η μεγάλη συνάντηση. Είμαστε όλοι μαζεμένοι και περιμένουμε τον γέρο. Το δικαίωμα του στην αργοπορία κατοχυρώνεται από το ύψος του μισθού του. Τα πηγαδάκια δίνουν και παίρνουν. Η νυφίτσα έχει πλευρίσει τον κοντό προτάσσοντας αθώα τις ιδέες της –και μαζί και το στήθος της. Το αφεντικό μου λίγο πιο δίπλα στήνει αυτί για να τα πει –χαρτί και καλαμάρι- στον διευθυντή. Οι υπόλοιποι κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: δείχνουν απασχολημένοι!

Ο γέρος μπαίνει επιτέλους στην αίθουσα. Τραγουδάει ένα –συνηθισμένο- αστειάκι για να διασκεδάσει τα αυτιά μας, και την τσαλαπατημένη υπομονή μας. Είναι και αυτό κομμάτι της Μεγάλης Ιδέας. Το περιβάλλον εργασίας είναι πάνω απ’ όλα ευχάριστο. Χαμογελαστές καλημέρες, χαμογελαστές συναντήσεις, χαμογελαστές απολύσεις…

Μετά τα τυπικά, ήρθε η ώρα της ανακοίνωσης! «Αγαπητοί συνάδελφοι, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας πληροφορήσω ότι η εταιρία…» Βασικός κανόνας: Όταν θέλουμε να πούμε κάτι κακό, πάντα χρησιμοποιούμε 3ο πρόσωπο. Η εταιρία πρέπει να κάνει περικοπές. Όταν πρόκειται για κάτι καλό, αυτό αποφασίζεται από τα μεγάλα κεφάλια. Οι χαρισματικοί μας ηγέτες –συνεπείς με τις υποσχέσεις τους- θα μοιράσουν δωρεάν προϊόντα της εταιρίας (που μάλλον ξέμειναν απούλητα στις αποθήκες) σε όλους τους υπαλλήλους…

«Η εταιρία ετοιμάζεται να διασχίσει ένα νέο σταυροδρόμι… Εκτός από την επιτυχημένη ως τώρα παραγωγή και εμπορία φαρμάκων, πλέον θα παράγει στα εργοστάσια της και ανθρώπους! Η παραγωγή θα προγραμματιστεί σε άμεση σχέση με την κατανάλωση φαρμάκων, ώστε να ελαχιστοποιηθούν τυχούσες καμπές των πωλήσεων! Τα αυξημένα έσοδα από τις πωλήσεις φαρμάκων θα χρησιμοποιηθούν για την αύξηση της παραγωγής ανθρώπων. Περισσότεροι άνθρωποι σημαίνουν περισσότερα φάρμακα, και περισσότερα φάρμακα θα σημαίνουν περισσότερους ανθρώπους! Η εταιρία μας θα οδηγηθεί σ’ έναν ενάρετο κύκλο που θα φέρει τον κόσμο πιο κοντά στην αιωνιότητα!»

Καμία αντίδραση στην αίθουσα! Μόνο η νυφίτσα έχει το θάρρος να σηκωθεί όρθια και –εμφανώς συγκινημένη- να χειροκροτήσει δυνατά. Οι πίθηκοι ακολουθούν μαγεμένοι το παράδειγμα της. Σε λίγο, είναι όλοι όρθιοι και χτυπούν τα χέρια τους επιβραβεύοντας τους εαυτούς τους για την σωστή επιλογή τους να βρίσκονται ακριβώς εκεί…

Η φασαρία με ξυπνάει…

«…Η εταιρία ετοιμάζεται να διασχίσει ένα νέο σταυροδρόμι… Πριν από μια ώρα υπογράφτηκε συμφωνία εξαγοράς μιας εξίσου σημαντικής εταιρίας στον χώρο μας. Το όνομα θα το μάθετε στο δελτίο τύπου. Πρόκειται για την μεγαλύτερη εξαγορά στην ιστορία του κλάδου, μια εξαγορά που θα μας φέρει στο πάνθεον της φαρμακοβιομηχανίας. Η εταιρία θέλει να διαβεβαιώσει όλους σας ότι δεν θα υπάρξουν οργανωτικές αλλαγές! Προς το παρόν…»

Μα που πήγε όλη τους η δημιουργικότητα; Κάθε φορά που έχουμε θέμα με τις πωλήσεις, αγοράζουμε τις πωλήσεις κάποιου άλλου! Και ταυτόχρονα βρίσκουμε την ευκαιρία για ένα μικρό ξεσκαρτάρισμα… Πάλι καλά! Το προτιμώ από την πρώτη εκδοχή, αν και κάτι μου λέει πως δεν θ’ αργήσει και αυτή.

Στο μεταξύ, η κατάχρηση της εταιρικής λογικής με κούρασε. Το μυαλό μου ταξιδεύει μακριά σε καλοκαίρια και νησιά. Ήλιος χαιδεύει το κορμί μου καθώς βγάζω την ψαριά. Το αεράκι φέρνει τη μυρωδιά του θυμαριού και τα δάχτυλά μου τη γεύση της αρμύρας. Η νοσταλγία μιας άλλης ζωής έχει ανέβει σε επικίνδυνα επίπεδα. Καλύτερα να επιστρέψω σπίτι πριν να'ναι πολύ αργά...

Κυριακή 18 Μαρτίου 2007

Υποκρισία

Μεγαλώνω -και η πιστή μου σύντροφος μεγαλώνει μαζί μου. Εμφανίστηκε μια μέρα αναπάντεχα από το πουθενά και θρονιάστηκε δίπλα μου. Με άγγιξε και τη μίσησα, με έσωσε και τη λάτρεψα… Τελικά την αποδέχτηκα σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου.

Ήταν από την αρχή μια μυστήρια σχέση. Τη γνώρισα μοιραία σε ανύποπτο χρόνο κι ύστερα την έβλεπα παντού. Ήταν εκεί – η ίδια εικόνα κάθε φορά. Βυθισμένη σε μια πολυθρόνα μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι. Τυλιγμένη μ’ ένα ατάραχο πέπλο σιγουριάς και υπεροψίας. Άπλωνε αργά τα χέρια και έπαιρνε χιλιάδες μορφές.

Ακροβατούσε στον περίγυρο διαλέγοντας τα θύματα της και διεισδύοντας μέσα τους. Γινόταν υποστήριξη και αδιαφορία, συμβουλή και κακοβουλία, παρηγοριά και χαιρεκακία. Πάντα στο ίδιο πρόσωπο, πάντα στα ίδια λόγια! Γονείς, φίλοι, γνωστοί, ο κόσμος όλος μια μεγάλη αγκαλιά με την άσπονδη φίλη μου.

Κι ύστερα έκλεινα τα μάτια και την έβλεπα ξανά… Στοίχειωνε τις σκιές της ψυχής μου, ένιβε τα χέρια της, έπλεκε τη μοίρα μου. Ήταν ιός που κάλπαζε ατρόμητος στο αίμα μου και μόλυνε κάθε νεογέννητο κύτταρο. Δεν ήταν φιλόδοξη – δεν χρειαζόταν να είναι… Ήταν ήδη παντού!

Δεν ξέρω αν πολέμησα τις μάχες μου. Μάλλον οι δυνάμεις μου εξαντλήθηκαν πρόωρα. Και τώρα είμαι ένας φτωχός γέρος -έκπτωτος άνθρωπος σχεδόν- και χρειάζομαι παρέα… Και αφού μονάχα εκείνη είναι τριγύρω πια, γυρνάω το ποτήρι μου στο μέρος της και –αγκαλιάζοντας τη με όλο μου το είναι - της εύχομαι «στην υγειά της»!

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2007

Εν τη δημιουργια

Μετά από δυσκοίλια ταλάντευση μεταξύ απόφασης και μη-απόφασης, επέλεξα τελικά να ακολουθήσω τον ανώδυνο δρόμο της αποστολής ενός κειμένου εν τη δημιουργία και όχι εκείνου μιας περασμένης έμπνευσης.

Δύσκολο και πάλι το εγχείρημα! Πρέπει να πείσω ή να πειστώ; Η αμφιβολία είναι μια φονική ξηρασία στην πηγή κάθε έμπνευσης! Με παρακινείς να ανοίξω τα φτερά μου, να πετάξω πιο ψηλά και εκείνη γίνεται σύννεφο, βροχή και κεραυνός και με καθηλώνει στη γη! Κι ύστερα ο φόβος: Σαν σκοτεινό πνεύμα με κυνηγά στην αυγή κάθε τολμηρού βήματος. Θυμάσαι το όνειρο; Πόσες κραυγές ακόμα θα χρειαστούν για να ξεφύγω; Παλέυω με τις σκέψεις μου για να σου δείξω κάτι από τον εαυτό μου!

Κλείνω τα μάτια για να αποφύγω την αντανάκλαση των λεξεών μου! Όμως είναι ακόμα εκεί. Μες στο σκοτάδι παραμονεύουν για να γελάσουν με την ανεπάρκειά μου. Είναι η εκδίκηση τους... Μπερδεύονται όλες μαζί σ' έναν τρελό διονυσιακό χορό: Μεθούν επιδεικτικά, ουρλιάζουν τους ήχους τους στα αυτιά μου και γελούν. Καταραμένες λέξεις! Αφέντη δεν θέλετε και χωρίς αφέντη δεν μπορείτε.

Τι περίεργος κόσμος αναβλύζει από τα έσω μου... Ένα ταξίδι στο άγνωστο είναι κάθε απόπειρα να γράψω. Και η αναχώρηση είναι πάντα η ίδια. Νοιώθω τα πόδια μου να πατούν σε υγρό και μαλακό έδαφος. Δεξιά και αριστερά τοιχώματα. Ένα μυστήριο δωμάτιο - άσπρα πετρώματα, ρυάκια που τρέχουν, ένας ανάγλυφος ουρανίσκος... Μια σχισμή φωτός πίσω μου. Βήματα εμπρός. Ένας στενός διάδρομος. Ήχοι παράξενοι, ήχοι υποχθόνιοι. Κοντοστέκομαι πάντα εκεί. Στην τελευταία αναλαμπή. Αμφιβολία. Ξάφνου η στάθμη ανεβαίνει απότομα. Φόβος. Δίνη που με σηκώνει ψηλά - δίνη που πνίγει την κραυγή μου. Απότομη πτώση στο σκοτάδι. Είναι αργά για επιστροφή.

Ανοίγω τα μάτια και φως με πλημμυρίζει. Ποιος παράδεισος, ποια κόλαση; Ένας μεγάλος κήπος είναι ο κόσμος: παντού δένδρα και χρώματα. Και άπειρα συναισθήματα... Καρποί σε κλαδιά που περιμένουν να απλώσω τα χέρια μου!

Κοίτα, μαζεύω χαρά! Κυλιέμαι στο γρασίδι και ακούω τη γη. Γελώ σαν παιδί - δεν μπορώ να υποτάξω τα μάτια μου. Σε κάθε άγγιγμα και ένα δάκρυ χαράς. Μαζεύω χαρα! Οι φίλοι μου στήσανε γιορτή. Χορεύουν στα τραπέζια και τραγουδούν. Κι άλλη χαρά! Είμαι πατέρας - όλα γύρω μου είναι παιδιά μου! Ανοίγω την αγκαλιά μου και μαζεύω χαρά!

Κοίτα, μαζεύω πόνο! Αγέρας δυνατός είναι ο καρπός και τρέμει η καρδιά μου. Πόσους αποχωρισμούς μου έχει τάξει άραγε η μοίρα; Μαζεύω πόνο και στροβιλίζομαι σαν φύλλο δίχως πατρίδα και δίχως προορισμό. Μαζεύω πόνο και σιωπώ, γιατί η σιωπή είναι πόνος.

Κοίτα, μαζεύω αγάπη! Κάθε ανθός είναι μια θάλασσα απέραντη... Ας με χτυπήσουν αλύπητα τούτα τα κύμματα! Τα μάτια της μάνας μου, το χάδι της γιαγιάς, το χαμόγελο του πατέρα. Αντέχω κι άλλη αγάπη! Η ντροπαλή ματιά, το πρώτο φιλί στα χείλη, το καρδιοχτύπι! Αγάπη, αγάπη, αγάπη! Το φλογερό κορμί, το βογγητό, τα αστέρια... Θάλασσα μου, αγάπη μου, αιώνια διψασμένος θα μαι!

Το καλάθι μου γέμισε και πάλι... Μα εγώ φοβάμαι να γυρίσω! Είναι το ψέμμα μου αλήθεια πιο δυνατό από την αλήθεια...

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2007

Η μοναξιά του blogοβάτη

Είναι μερικές εβδομάδες που τριβελίζει στο μυαλό μου η ίδια σκέψη: Να δημιουργήσω έναν χώρο όπου θα μοιράζομαι την προσωπική μου ανυπαρξία. Μοιράζομαι… Τι μυστήρια λέξη αλήθεια!

Θες να μετέχεις στη ζωή μου; Είσαι έτοιμος να μετέχεις στον θάνατό μου;

Είναι της μοίρας μου γραφτό να υποφέρω! Είμαι η ανάπηρη χορεύτρια, ο μουγγός ποιητής, ο χαζός μαθηματικός… Είμαι η ανοργασμικιά χιονάτη και ο χαρούμενος εκδικητής!

Θέλω το ψίχουλο σου που θα γεμίσει το πνευματικό μου στομάχι! Και σου τη σπάω με την ανικανότητα μου!

Ποια σαδίστρια έμπνευση σε δαιμόνισε πάλι;

Αναρωτιέμαι πως ένοιωσαν οι συνάδελφοι bloggers όταν έγραψαν το πρώτο τους post... Για μένα είναι ξεκάθαρο: Ενθουσιασμός, Φόβος, Αμφιβολία! Έρωτας παιχνιδιάρης: το κυνήγι της ιδέας, η αναζήτηση αποδοχής και η ματαιοδοξία της απόκτησης!

Ήτανε – νομίζω τελικά – η ανάγκη να αισθανθώ συντροφιά στον άδειο μου πλανήτη. Πώς; Με το να μεταναστεύσω σ’ έναν καινούριο! Να αποδιώξω τη μοναξιά ταξιδεύοντας - τι οξύμωρο- στις συγχρονισμένες εναλλαγές ενός άγνωστου κώδικα…

Καλέ μου Δον Κιχώτη, δεν έμαθες ακόμα το μάθημά σου;