Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Το ταξί

Όταν ο Γιώργος μου ζήτησε να τον παντρευτώ κοκάλωσα. Τα μάτια μου τον κοιτούσαν χωρίς να μπορούν να πάρουν απόφαση: να γουρλώσουν ή να βουρκώσουν. Το στόμα μου στέγνωσε μονομιάς - ούτε το σάλιο μου δεν μπορούσα να καταπιώ. Έσφιξα ανεπαίσθητα το χερούλι της πόρτας. Φοβήθηκα. Κι όσο δεν έβγαιναν λέξεις από το στόμα μου, η αγωνία μου μεγάλωνε. Μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και δεν θα υπάρχει επιστροφή. Η ατμόσφαιρα θόλωνε. Ακόμα και ο ταξιτζής με κοίταξε ερωτηματικά από τον καθρέπτη.

Ο Γιώργος έπιασε το ελεύθερο χέρι μου για να με ενθαρρύνει. Είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω μου και χαμογελούσε τρυφερά. Επανέλαβε την πρότασή του προσθέτοντας στο τέλος ένα «τι λες;». Τον λυπήθηκα. Ήθελα να τον χαϊδέψω στο μάγουλο, να του πω πως όλα είναι εντάξει. Δεν πρόλαβα. Το ταξί φρέναρε απότομα και ο οδηγός άρχισε να εκτοξεύει κάθε λογής βρισιές προς κάθε κατεύθυνση. Πήρα ανάσα. Ίσως αυτή η διακοπή να ήταν αυτό που χρειαζόμουν, λίγος χρόνος και μια προσγείωση στην πραγματικότητα.

Καθώς το ταξί ξεκινούσε και πάλι, προσπάθησα να βρω την αλήθεια μέσα μου. Κι ύστερα να την βάλω σε λέξεις που θα ακούγονταν εξίσου αληθινές. Τον κοίταξα. Ήταν ο ίδιος γλυκός σύντροφος που ήξερα τρία χρόνια τώρα. Εκείνος που θα ήταν πάντα δίπλα μου, στήριγμα της ζωής μου. Δεν άντεξα. Απέσυρα το βλέμμα μου από πάνω του και το έστειλα ίσια μπροστά, στην βρώμικη πλάτη του καθίσματος του συνοδηγού. Πρεπει να φανώ δυνατή.

Ο Γιώργος έσκυψε προς το μέρος μου και με ρώτησε τι συμβαίνει. Έκλεισα τα μάτια και αναλογίστηκα για μια τελευταία φορά το δρόμο που είχα επιλέξει. Για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν ήταν ο εύκολος. Τόσα χρόνια ακροβατούσα μεταξύ της καλής μου τύχης και των προμελετημένων επιλογών που ξέμαθα να αντιμετωπίζω τον κόσμο με θάρρος. Κι ενώ στα αυτιά μου ηχούσε μια βαριά λαϊκή φωνή από τα ηχεία του ταξί (με μια χαμηλή συνοδεία ενίοτε από το κάθισμα του οδηγού), άνοιξα τα μάτια και γύρισα προς το μέρος του.

«Είμαι έγκυος». Ήταν η σειρά του να κοκαλώσει. Ίσως να προσπαθούσε να καταλάβει τι σημαίνει αυτό που του είπα. Καθότι άνθρωπος που συλλαμβάνει τον κόσμο με τα μάτια, πιθανόν να προσπαθούσε να φανταστεί τον εαυτό του δίπλα σε μια πελώρια κοιλιά. Να μου κρατάει το χέρι καθώς μπαίνουμε στην κλινική, να ακούει το κλάμα του μωρού, να το κρατάει αμήχανα στην αγκαλιά του, να το ταϊζει, να το βλέπει να μεγαλώνει, να παίζει μαζί του πάνω σ’ένα άσπρο χνουδωτό χαλί... Δεν ξέρω.

Και τότε με αγκάλιασε. Δεν ξέρω αν το έκανε ως ένδειξη τρυφερότητας και υποστήριξης, ως ευγνωμοσύνη για την χαρά που του έδωσα ή γιατί απλά δεν ήξερε τι να πει. Έγυρα το κεφάλι μου στον ώμο του. Το βλέμμα μου έπεσε στον καθρέπτη του οδηγού μέσα από τον οποίο δύο μάτια έπεφταν αδιάκριτα που και που πάνω μας. Έκλεισα και πάλι τα μάτια για να ονειρευτώ τη στιγμή όπως θα ήθελα πραγματικά να είναι.

Ο Γιώργος με κρατούσε, μου χάιδευε τα μαλλιά και τώρα μου ψιθύριζε λόγια αγάπης. Τον άκουσα να μου λέει πως όλα θα πάνε καλά, πως θα φροντίσει για όλα κι ύστερα να μου περιγράφει πόσο όμορφη θα είναι η ζωή μας. Κι εγώ αφέθηκα. Ξέχασα τα πάντα και άφησα την ψυχή μου να πλημμυρίσει από τα λόγια του. Αν μπορούσα να σταματήσω τον χρόνο εκεί. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω.

Φτάσαμε στο μαγαζί του Γιώργου. Το ταξί σταμάτησε και ένας βρυχηθμός ακούστηκε από το μπροστινό κάθισμα. Σήκωσα το κεφάλι μου. Ο Γιώργος με κοιτούσε και ξεχείλιζε από χαρά και προσμονή. Μου έκανε ένα ερωτηματικό νεύμα χαμογελώντας. Ήταν η ώρα της αλήθειας. Ο δρόμος είχε ήδη στρωθεί. Έγνεψα καταφατικά.

Αποχαιρετηθήκαμε μ’ένα πεταχτό φιλι. Άνοιξε την πόρτα του ταξί και βγήκε στον δρόμο. Μετά από μερικά μέτρα γύρισε και με κοίταξε. Χαμογέλασε και ύψωσε το χέρι του. Χαμογέλασα κι εγώ καθώς το ταξί απομακρυνόταν με θόρυβο και κάπνα να εκτοξεύονται από την εξάτμιση. Χαμογέλασα με ανακούφιση.

Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Τρεις ώρες αργότερα κείτονταν νεκρός στον δρόμο μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ένα ταξί τον είχε παρασύρει καθώς προσπαθούσε να περάσει τον δρόμο. Δεν χρειάστηκε ποτέ να του πω ότι το παιδί δεν ήταν δικό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: