Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Η μάσκα

Είχε πάντα μια μάσκα στο πρόσωπό του. Την τοποθετούσε μόλις άνοιγε τα μάτια του και την αφαιρούσε λίγο πριν τα κλείσει. Μια άχρωμη, απρόσωπη και ουδέτερη μάσκα. Χωρίς σημασία, χωρίς υπόννοια. Δεν την φορούσε για να πει κάτι, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Μήτε την φορούσε για να κρυφτεί. Απλά δεν μπορούσε χωρίς αυτήν, όχι πια.

Ένα κοίταγμα στον καθρέπτη κάθε πρωί και η μάσκα ήταν στη θέση της. Και σαν αόρατο πέπλο δεν κάλυπτε μόνο το πρόσωπο, παρά όλο το σώμα. Διεύθυνε και συντόνιζε κάθε μικροσκοπική κίνηση: από το πασάλειμμα μιας φέτας ψωμιού με βούτυρο μέχρι την απόλυτη ακινησία μέσα σε κάποιο βιαστικό και πακτωμένο λεωφορείο.

Όλα ήταν εύκολα με τη μάσκα. Ο χρόνος προχωρούσε με αργές, νωχελικές κινήσεις. Όπως κι εκείνος πάνω στο πεζοδρόμιο. Με τον προορισμό του να ανανεώνεται κάθε άπειρο δευτερόλεπτο - και παρόλα αυτά να παραμένει χαρακτηριστικά ο ίδιος. Βάδιζε με τα μάτια μισόκλειστα και ένα κονσέρτο για πιάνο στην αύρα του. Και γύρω ο κόσμος άλλαζε μορφές.

Η μάσκα ήταν το όριο μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, του λογικού και του αδιανόητου. Μέσα στη μάσκα έκαιγε ο πυρήνας της γης και το ψιλόβροχο καψαλιζόταν πάνω της προσθέτοντας λίγη ακόμα καταχνιά στο σκοτεινό πρωινό. Κι εκείνος αιωρούνταν ανάλαφρα σ'ένα μικροσκοπικό συννεφάκι που τον οδηγούσε κάθε μέρα στο ίδιο εκείνο γκρίζο κτίριο με τα μεγάλα παράθυρα.

Η μάσκα ήταν ένα καταφύγιο. Με το νεύμα ενός αόρατου μαέστρου ο ουρανός έβρεχε πολύχρωμη μπογιά! Και τα εχθρικά βλέμματα μεταμορφώνονταν σε χαρούμενους κλόουν. Και οι κακόβουλοι υπαινιγμοί γίνονταν άριες ιταλού τενόρου μετά από ένα ντελιριακό φαγοπότι. Και τα πισώπλατα μαχαιρώματα μεταλλάσσονταν σε αγκαλιάσματα φιλάθλων μετά το μαγικό γκολ της ομάδας τους.

Και η μέρα κυλούσε. Και η μάσκα στεκόταν άγρυπνος φρουρός ανάμεσα στους δύο κόσμους. Εκείνος μιλούσε, χαμογελούσε, συγχρωτιζόταν με άλλους. Και παράλληλα, στον πίσω κόσμο, τραγουδούσε, ξεκαρδιζόταν, ταξίδευε μακριά. Κι εκείνη, γυναίκα αμίλητη, βαστούσε υπομονετικά το νήμα μη τυχόν και ανέβει πρόωρα η αυλαία.

Και κάποτε ερχόταν η ώρα της επιστροφής.

Στο ημίφως μιας σοφίτας, ξάπλωνε πάνω σε κάτι παλιά μαξιλάρια. Άγγιζε με τα δάκτυλα το πρόσωπό του για να νοιώσει την υφή της μάσκας. Και κάθε νύχτα, εκείνη φάνταζε πιο λεπτή από την προηγούμενη. Μέχρι που μια νύχτα, δεν την ένοιωθε πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: