Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Τρυπήματα

Μπήκε μέσα τρέχοντας. Κατευθύνθηκε με ορμή στο μπάνιο και άρχισε να ψαχουλεύει τα ντουλαπάκια. Που είναι; Η ορμή έγινε μανία. Άρχισε να πετάει τα πράγματα έξω. Σε λίγο το είδε καταχωνιασμένο σε μια γωνίτσα. Ένα μικρό γαλάζιο κουτί με άσπρα σύννεφα ζωγραφισμένα τριγύρω. Το κράτησε για μια στιγμή στα χέρια της και ύστερα – κλείνοντας τα μάτια – το έσφιξε στο στήθος της. Πέρασαν 2 δευτερόλεπτα που της φάνηκαν σαν αιωνιότητα. Το έφερε ξανά μπροστά της και με τρεμάμενα χέρια το άνοιξε. Ήταν εκεί. Ξυραφάκια, κοπίδια, βελόνες και άλλα αιχμηρά αντικείμενα κάθε μεγέθους. Τα κοίταξε για λίγη ώρα με ικανοποίηση. Ύστερα έκανε την επιλογή της. Σήμερα ήταν σειρά για ένα γυαλιστερό κοπίδι που είχε κρυφά αφαιρέσει από ένα ιατρείο που είχε επισκεφθεί πρόσφατα. Το σήκωσε στο ύψος των ματιών της κι εκείνο άστραψε μπροστά στον καθρέφτη. Χωρίς καθυστέρηση, σήκωσε τη φούστα της, κατέβασε το καλσόν της, και πίεσε ελαφρά το κοπίδι στο εσωτερικό του αριστερού μηρού της. Αύξησε την πίεση και σε λίγο ένα αυλάκι από αίμα πετάχτηκε και κύλισε κατά μήκος του ποδιού. Ακούστηκε ένα βογγητό πόνου και το σώμα της τρεμούλιασε. Έκλεισε τα μάτια. Ξεφύσηξε με ανακούφιση. Ο πόνος του σώματος νικούσε προσωρινά τον πόνο της ψυχής. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε το είδωλό της απέναντι και χαμογέλασε. Και αμέσως το χαμόγελο έσβησε σαν να μετάνοιωσε. Κοίταξε χαμηλά. Μια λεπτή γραμμή αίματος διέσχιζε το πόδι της και έφτανε ως το γόνατο, εκεί που είχε άτακτα υποχωρήσει το καλσόν. Άφησε το κοπίδι, έπιασε λίγο χαρτί και το σκούπισε αργά. Κοίταξε την πληγή. Δίπλα της σημάδια από παλιότερες πληγές σε διάφορα σχήματα. Σήκωσε το βλέμμα και τίναξε τα μαλλιά της. Κοίταξε στον καθρέπτη με αμφιβολία. Την βοήθησε ή την έκανε χειρότερα;

‘Ενοιωθε την κατάθλιψη να εμφανίζεται και πάλι. Από τότε που είχε συμβεί εκείνο το επεισόδιο η μόνη της χαρά, η μόνη της ικανοποίηση ήταν το τρύπημα. Όλες τις άλλες στιγμές η καρδιά της ήταν βαριά και η σκέψη της προσηλωμένη σ’ένα πράγμα: Έφυγε. Χωρίς να προλάβω. Εγώ φταίω. Εγώ. Κι ύστερα το κενό. Και πόνος. Από τρυπήματα στα σπλάχνα. Τρυπήματα από σκέψεις εξίσου αιχμηρές με τα αντικείμενα στο μικρό γαλάζιο κουτί. Τρυπήματα αναπάντεχα. Την ώρα της δουλειάς. Στις λιγοστές στιγμές που έβγαινε έξω. Τρυπήματα ύπουλα και σαρωτικά. Από το πουθενά. Χωρίς προειδοποίηση και χωρίς οίκτο. Όχι άλλο.

Μια σκέψη της πέρασε από το μυαλό. Άλλη μια φορά; Λίγο πιο βαθιά για να διαρκέσει περισσότερο. Ναι. Συλλογίστηκε για μερικές στιγμές. Έβγαλε το καλσόν. Τα γυμνά της πόδια πάτησαν στο κρύο πάτωμα. Χάιδεψε τον δεξί μηρό με το αριστερό της χέρι. Έφερε αργά τη μύτη του κοπιδιού κοντά στο μηρό και ζωγράφισε στον αέρα φανταστικά κύμματα. Σταμάτησε σε ένα σημείο και ακούμπησε το μέταλλο πάνω στο πόδι. Κοίταξε στον καθρέπτη. Έκλεισε τα μάτια. Τώρα. Πίεσε την ακίδα κι εκείνη εισχώρησε μέσα στο δέρμα. Το ίδιο βογγητό. Το ίδιο αίμα. Αυτή τη φορά κύλησε κατά μήκος του ποδιού και έφτασε μέχρι τα λευκά πλακάκια. Λίγο ακόμα. Τρέμοντας, πίεσε το κοπίδι λίγο πιο βαθιά. Σκίσιμο. Οξύς πόνος. Άνοιξε τα μάτια. Το χέρι της άφησε ακαριαία το κοπίδι και εκείνο γλίστρησε σκίζοντας το δέρμα και προσγειώθηκε μ’ένα μεταλλικό ήχο στο πάτωμα. Το αυλάκι έγινε ποτάμι. Άγχος την κυρίεψε. Έβαλε το χέρι της πάνω στην πληγή για να σταματήσει τη ροή. Εκείνη αρνήθηκε. Αίμα περνούσε με ορμή μέσα από το δάκτυλά της, ταξίδευε κατά μήκος του ποδιού και τώρα πλημμύριζε το πάτωμα. Έβαλε και το άλλο χέρι από πάνω. Οι σφυγμοί της ανέβηκαν. Είχε χτυπήσει την μηριαία αρτηρία κι εκείνη την τιμωρούσε. Το πόδι της άρχισε να μουδιάζει. Πανικοβλήθηκε. Το αίμα συνέχιζε να τρέχει σαν χείμμαρος. Προσπάθησε να φωνάξει μα δεν έβγαινε ήχος. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Έγειρε την πλάτη προς τον τοίχο και άφησε το κορμί της να γλιστρήσει. Βρέθηκε καθισμένη με τα πόδια απλωμένα μπροστά μέσα σε μια κόκκινη λίμνη. Σε κάθε λυγμό και ένα νέο κύμα προσθέτονταν στην λίμνη. Έκλεισε τα μάτια. Δεν ήθελα να συμβεί αυτό. Δεν ήθελα.

Όταν αργότερα άνοιξε τα μάτια τυφλώθηκε από το φως. Τα ανοιγόκλεισε για μια στιγμή και κοίταξε γύρω. Βρισκόταν ξαπλωμένη σ’ένα κρεβάτι. Δεν υπήρχε ίχνος από αίμα. Στο χέρι της ένα κοπίδι. Το παρατήρησε. Γυάλιζε στην αντανάκλαση του φωτός. Ανασηκώθηκε αργά. Τράβηξε την φούστα της για να αποκαλυφθούν οι μηροί. Δύο σημάδια από πρόσφατες πληγές. Τρυπήματα. Ένα δεξιά ένα αριστερά. Τρυπήματα που μαχονται τον πόνο με πόνο. Τρυπήματα που ξεγελούν την σκέψη και την ψυχή. Δαιμονοποιούν. Εκστασιάζουν. Εξαγνίζουν.