“Επιτέλους σε βρήκα!”
“Τι συμβαίνει;”
“Φίλε, τη λένε Μαέλια!”
“Η Μαέλια μπήκε στη ζωή μου σήμερα από το πουθενά. Άνοιξε την πόρτα, σου λέω, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο και μπήκε μέσα. Κι όλα γίνανε φως. Κι όλα γίναν χάδι. Κι όλα γίναν λόγια γλυκά. Κι όλα γίναν ένα παραδεισένιο πρόσωπο. Το πρόσωπο της.”
“Περίμενε. Σε χάνω. Που τη γνώρισες;”
“Δεν την γνώρισα φίλε! Την Μαέλια δεν την γνωρίζεις... Την βιώνεις! Με όλες σου τις αισθήσεις, με όλο σου το είναι! Η Μαέλια είναι η ζωή που συμπιέστηκε χρόνια τώρα σ´ένα μικρό βελούδινο κουτί. Και βρέθηκε ένας ανυποψίαστος περίεργος σαν κι εμένα να το ανοίξει. Και να δεχθεί χιλιάδες αχτίδες από χρώματα και μουσικές και μυρωδιές και συναισθήματα σαν ένα απέραντο κύμα που διαπερνάει το σώμα, που συγκλονίζει την ίδια την ύπαρξη. Καταλαβαίνεις;”
“Δε μου λες Σέργιο; Έχεις πιει τίποτα;”
“Τι συμβαίνει;”
“Φίλε, τη λένε Μαέλια!”
Και με μιας κατάλαβα. Δύσκολο
να συγκρατήσεις τη ζωή όταν ξεχειλίζει από μέσα σου. Μια κάποια Μαέλια πήρε στα
χέρια της την καρδιά του Σέργιου και την ταρακούνησε τόσο δυνατά που χτυπάει
ακόμα σαν παλαβή σε όλο του το κορμί. Χαμογέλασα.
“Ποιά είναι η Μαέλια;”
“Η Μαέλια... Είναι η Μαέλια φίλε!”
Ένα παιδί ξύπνησε μες στη
νύχτα. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι του και κοίταξε τριγύρω. Ψυθίρισε “μαμά”,
“μπαμπά”, μα δεν ακούστηκε κανείς. Μαύρη σιωπή είχε τυλίξει τα πάντα. Και τους
έδινε μια όψη εξωπραγματική. Το παιδί φοβήθηκε. Ένοιωσε μόνο σ´έναν αφιλόξενο
κόσμο. Τα πόδια και τα χέρια του ήταν παγωμένα. Μόνο τα μάτια τρεμόπαιζαν στο
σκοτάδι. Έκανε ένα δειλό βήμα. Το ξύλινο πάτωμα απάντησε με ένα απόκοσμο
τρίξιμο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. “Μαμά” κλαψούρισε, μα η φωνή μετά βίας
βρήκε τον δρόμο της στο δωμάτιο. Το παιδί θέλησε να κλάψει. Πιέστηκε να κάνει
ακόμα ένα βήμα. Έσκυψε το κεφάλι προς το διάδρομο, ενώ τα μάτια του είχαν
αρχίσει να βουρκώνουν. Σκιές έπεφταν απειλητικές στους τοίχους. Κοντοστάθηκε.
Ένοιωσε μια θηλιά στο λαιμό του. Έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια: “Μαμά”... Και
τότε συνέβη. Ένα φως απλώθηκε στο σκοτάδι. Δυο χέρια τον αγκάλιασαν. Κι ένα
παραδεισένιο πρόσωπο του μίλησε γλυκά. Και το παιδί με τα βουρκωμένα μάτια, τη
θηλιά στο λαιμό και την ταραγμένη καρδιά, έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο.
“Η Μαέλια μπήκε στη ζωή μου σήμερα από το πουθενά. Άνοιξε την πόρτα, σου λέω, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο και μπήκε μέσα. Κι όλα γίνανε φως. Κι όλα γίναν χάδι. Κι όλα γίναν λόγια γλυκά. Κι όλα γίναν ένα παραδεισένιο πρόσωπο. Το πρόσωπο της.”
“Περίμενε. Σε χάνω. Που τη γνώρισες;”
“Δεν την γνώρισα φίλε! Την Μαέλια δεν την γνωρίζεις... Την βιώνεις! Με όλες σου τις αισθήσεις, με όλο σου το είναι! Η Μαέλια είναι η ζωή που συμπιέστηκε χρόνια τώρα σ´ένα μικρό βελούδινο κουτί. Και βρέθηκε ένας ανυποψίαστος περίεργος σαν κι εμένα να το ανοίξει. Και να δεχθεί χιλιάδες αχτίδες από χρώματα και μουσικές και μυρωδιές και συναισθήματα σαν ένα απέραντο κύμα που διαπερνάει το σώμα, που συγκλονίζει την ίδια την ύπαρξη. Καταλαβαίνεις;”
“Καταλαβαίνω πως κάποια μελισσούλα σε τσίμπησε...”
“Με τσίμπησαν χιλιάδες
μέλισσες! Ξανά και ξανά, έχωσαν τις βελόνες τους στο κορμί μου χωρίς έλεος. Κι
όλο το δηλητήριο που εισχώρησε στο αίμα μου έκανε την καρδιά μου να φτερουγίζει
σαν εκείνες. Πέταξα ψηλά και πέταξαν κι αυτές μαζί μου. Άπλωσα το χέρι και
γεύθηκα τον ήλιο. Κι ήταν τόσο γλυκιά η μέθη που ξεχάστηκα και άρχισα να πέφτω.
Στην αρχή έπεφτα αργά. Σαν πούπουλο που αιωρείται ανέμελα. Ξαφνικά όμως η γη με
τράβηξε απότομα. Κι άρχισα με πέφτω σ´ένα απέραντο κενό. Κι η καρδιά μου
κόντεψε να εκραγεί. Στριφογυρνούσα στον αέρα και περίμενα ένα ακαριαίο τέλος.
Τότε κάτι περίεργο συνέβη. Έπεσα σε κάτι μαλακό και το βάρος μου ταλαντώθηκε
μερικές φορές, μέχρι που σταμάτησε και βυθίστηκε σε αυτό το περίεργο στρώμα.
Άνοιξα τα μάτια και είδα γύρω μου εκατομμύρια πεταλούδες. Ροδοκόκκινα πλάσματα
που χάιδευαν με τα φτερά τους το κορμί μου. Και τότε κατάλαβα πως η ζωή δεν
ήταν πια η ίδια. Κάτι είχε αλλάξει για πάντα.”“Δε μου λες Σέργιο; Έχεις πιει τίποτα;”
“Μα δεν καταλαβαίνεις; Ήπια τον έρωτα μέσα απ´τα χείλη της. Μέθυσαν τα μάτια
μου απ´τα μάτια της. Έχασα τα λογικά μου στο άγγιγμα της. Η φωνή μου έπαψε να
μιλά. Τώρα ψιθυρίζει ποίηματα, τραγουδά καλοκαίρια, ουρλιάζει αγάπη. Είμαι
ζωντανός! Καταλαβαίνεις; Είμαι ζωντανός!”
Δεν γνώρισα τη Μαέλια. Ο
Σέργιος κοιμήθηκε σαν παιδί εκείνο το βράδυ. Και δεν ξύπνησε ποτέ
ξανά.