Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Η Μαέλια

“Επιτέλους σε βρήκα!”
“Τι συμβαίνει;”
“Φίλε, τη λένε Μαέλια!”


Και με μιας κατάλαβα. Δύσκολο να συγκρατήσεις τη ζωή όταν ξεχειλίζει από μέσα σου. Μια κάποια Μαέλια πήρε στα χέρια της την καρδιά του Σέργιου και την ταρακούνησε τόσο δυνατά που χτυπάει ακόμα σαν παλαβή σε όλο του το κορμί. Χαμογέλασα.

“Ποιά είναι η Μαέλια;”
“Η Μαέλια... Είναι η Μαέλια φίλε!”

Ένα παιδί ξύπνησε μες στη νύχτα. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι του και κοίταξε τριγύρω. Ψυθίρισε “μαμά”, “μπαμπά”, μα δεν ακούστηκε κανείς. Μαύρη σιωπή είχε τυλίξει τα πάντα. Και τους έδινε μια όψη εξωπραγματική. Το παιδί φοβήθηκε. Ένοιωσε μόνο σ´έναν αφιλόξενο κόσμο. Τα πόδια και τα χέρια του ήταν παγωμένα. Μόνο τα μάτια τρεμόπαιζαν στο σκοτάδι. Έκανε ένα δειλό βήμα. Το ξύλινο πάτωμα απάντησε με ένα απόκοσμο τρίξιμο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. “Μαμά” κλαψούρισε, μα η φωνή μετά βίας βρήκε τον δρόμο της στο δωμάτιο. Το παιδί θέλησε να κλάψει. Πιέστηκε να κάνει ακόμα ένα βήμα. Έσκυψε το κεφάλι προς το διάδρομο, ενώ τα μάτια του είχαν αρχίσει να βουρκώνουν. Σκιές έπεφταν απειλητικές στους τοίχους. Κοντοστάθηκε. Ένοιωσε μια θηλιά στο λαιμό του. Έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια: “Μαμά”... Και τότε συνέβη. Ένα φως απλώθηκε στο σκοτάδι. Δυο χέρια τον αγκάλιασαν. Κι ένα παραδεισένιο πρόσωπο του μίλησε γλυκά. Και το παιδί με τα βουρκωμένα μάτια, τη θηλιά στο λαιμό και την ταραγμένη καρδιά, έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο.

“Η Μαέλια μπήκε στη ζωή μου σήμερα από το πουθενά. Άνοιξε την πόρτα, σου λέω, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο και μπήκε μέσα. Κι όλα γίνανε φως. Κι όλα γίναν χάδι. Κι όλα γίναν λόγια γλυκά. Κι όλα γίναν ένα παραδεισένιο πρόσωπο. Το πρόσωπο της.”
“Περίμενε. Σε χάνω. Που τη γνώρισες;”
“Δεν την γνώρισα φίλε! Την Μαέλια δεν την γνωρίζεις... Την βιώνεις! Με όλες σου τις αισθήσεις, με όλο σου το είναι! Η Μαέλια είναι η ζωή που συμπιέστηκε χρόνια τώρα σ´ένα μικρό βελούδινο κουτί. Και βρέθηκε ένας ανυποψίαστος περίεργος σαν κι εμένα να το ανοίξει. Και να δεχθεί χιλιάδες αχτίδες από χρώματα και μουσικές και μυρωδιές και συναισθήματα σαν ένα απέραντο κύμα που διαπερνάει το σώμα, που συγκλονίζει την ίδια την ύπαρξη. Καταλαβαίνεις;”

“Καταλαβαίνω πως κάποια μελισσούλα σε τσίμπησε...”
“Με τσίμπησαν χιλιάδες μέλισσες! Ξανά και ξανά, έχωσαν τις βελόνες τους στο κορμί μου χωρίς έλεος. Κι όλο το δηλητήριο που εισχώρησε στο αίμα μου έκανε την καρδιά μου να φτερουγίζει σαν εκείνες. Πέταξα ψηλά και πέταξαν κι αυτές μαζί μου. Άπλωσα το χέρι και γεύθηκα τον ήλιο. Κι ήταν τόσο γλυκιά η μέθη που ξεχάστηκα και άρχισα να πέφτω. Στην αρχή έπεφτα αργά. Σαν πούπουλο που αιωρείται ανέμελα. Ξαφνικά όμως η γη με τράβηξε απότομα. Κι άρχισα με πέφτω σ´ένα απέραντο κενό. Κι η καρδιά μου κόντεψε να εκραγεί. Στριφογυρνούσα στον αέρα και περίμενα ένα ακαριαίο τέλος. Τότε κάτι περίεργο συνέβη. Έπεσα σε κάτι μαλακό και το βάρος μου ταλαντώθηκε μερικές φορές, μέχρι που σταμάτησε και βυθίστηκε σε αυτό το περίεργο στρώμα. Άνοιξα τα μάτια και είδα γύρω μου εκατομμύρια πεταλούδες. Ροδοκόκκινα πλάσματα που χάιδευαν με τα φτερά τους το κορμί μου. Και τότε κατάλαβα πως η ζωή δεν ήταν πια η ίδια. Κάτι είχε αλλάξει για πάντα.”
“Δε μου λες Σέργιο; Έχεις πιει τίποτα;”
“Μα δεν καταλαβαίνεις; Ήπια τον έρωτα μέσα απ´τα χείλη της. Μέθυσαν τα μάτια μου απ´τα μάτια της. Έχασα τα λογικά μου στο άγγιγμα της. Η φωνή μου έπαψε να μιλά. Τώρα ψιθυρίζει ποίηματα, τραγουδά καλοκαίρια, ουρλιάζει αγάπη. Είμαι ζωντανός! Καταλαβαίνεις; Είμαι ζωντανός!”

Δεν γνώρισα τη Μαέλια. Ο Σέργιος κοιμήθηκε σαν παιδί εκείνο το βράδυ. Και δεν ξύπνησε ποτέ ξανά.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Ένα φιξάκι τρέλας

Έλα, καλέ μου, κι άργησες
Τα δάχτυλα μου τρεμοπαίζουν ώρα τώρα
Πλημμύρισε το σώμα από ανεκπλήρωτες κραυγές
Κι απόμειναν τα μάτια να κοιτάνε προς τα μέσα

Έλα, γλυκέ μου άγγελε
Αναπηρία έγινε η ανάγκη μου
Ανάγκη έγινε η ζωή που ξέχασα να ζήσω
Ζωή μου έγινε η προσμονή γι αυτό που δε θα´ρθει ποτέ

Έλα και δώσε μου το φάρμακο
Ένα γλυκό φιξάκι τρέλας μες στη φλέβα
Διακτίνισέ με στον ορίζοντα της ξεγνοιασιάς
Διώξε απο πάνω μου τη λέπρα της βουβής απελπισίας

Έλα μικρέ μου πειρατή
Δέσε με στο κατάρτι σου και πάμε
Αλλοπαρμένες μουσικές ηχούν μέσα στα σύννεφα
Γυμνά κορμιά λικνίζονται κάτω από τα πεφταστέρια

Έλα να ζήσουμε τρελά
Τον χρόνο να γελάσουμε αναιδώς
Την πλάτη να γυρίσουμε στο θάνατο
Να σμίξουμε τα χείλη μας πηδώντας στο γκρεμό

Έλα ζωή μου αγαπημένη
Στείλε τον ήλιο οδηγό και οινοχόο
Πουλί να γίνει η ψυχή στης αμαρτίας το χορό
Και να πετάξει μακριά σε μεθυσμένα καλοκαίρια

 

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Φθινοπωρινή μεταβολή

Η ψυχή είναι ένα ηφαίστειο που βράζει. Λέξεις ζαλισμένες από την κάψα χορεύουν μέσα του. Στροβιλίζονται παθιασμένα. Λιώνουν και ανακατεύονται μες στη λάβα. Μορφώνονται και μεταμορφώνονται. Γίνονται λεκτικές φούσκες που εκρήγνυνται. Σκορπούν βίαια τις ρανίδες τους και σχηματίζουν καινούριες αναπαραστάσεις στα τοιχώματα της ψυχής. Κι η δύναμη τους μεγαλώνει. Ο χώρος δεν είναι αρκετός. Δεν είναι ποτέ αρκετός. Γίνεται ανυπόφορος. Το συναίσθημα στα έγκατα ουρλιάζει. Καλεί τις λέξεις σε εξέγερση. Να πουν όσα δεν τόλμησαν. Όσα ακόμα δεν τολμούν. Να γεμίσουν τα φοβισμένα νερά με τη θέρμη τους. Να κρυσταλλώσουν την ενοχή. Να γίνουν πέτρα. Να καθίσει πάνω ο πόθος σου ένα γλυκερό φθινόπωρο.



Η μέρα μικραίνει. Μα ο χρόνος διαστέλλεται. Οι στιγμές κρατάνε ξαφνικά περισσότερο. Το βήμα βραδύνει. Λες και αντιλήφθηκε ξαφνικά την (απ)ουσία της ζωής. Αυτό το κάτι μεγαλύτερο που είναι πάντα εκεί. Ποτέ δεν το βλέπεις. Ποτέ δεν το ακούς. Λίγες μόνο φορές το αισθάνεσαι. Βγαίνει από τα σπλάχνα σου και απλώνεται σαν πέπλο χιονιού τριγύρω. Και σταματάς. Φοβάσαι μην το πατήσεις και χαλάσεις την ατέλειωτη τελειότητα της εικόνας. Την αμόλυντη αγνότητα της σκέψης. Την κρυφή αιωνιότητα της στιγμής.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Τριάντα πέντε

Κάθε χρόνος είναι ένα μικρό κομμάτι στο παζλ της προσωπικής μου ταυτότητας. Παλεύω να καταλάβω ποιος είμαι. Κι ακόμα περισσότερο ποιος θα καταλήξω να είμαι. Κι αν ελπίζω να μου αρέσει η εικόνα που θα δημιουργηθεί, η αμφιβολία με τρώει. Ίσως γιατί κάποιες γωνιές μου αρέσουν και κάποιες όχι. Και φοβάμαι μην επικρατήσουν οι τελευταίες.

Τριάντα πέντε μικρές κουβέντες για πράγματα που καταλαβαίνω, αισθάνομαι και ζω:

1. Κάθε χρόνος που περνάει μου θυμίζει πόσο μισώ τον χρόνο σαν έννοια. Ίσως γιατί τον συνδέω με την επερχόμενη παρακμή μου. Ίσως γιατί συνέχεια τρέχω πίσω του. Ίσως ακόμα γιατί είμαι εξαρτημένος από αυτόν.

2. Κάθε χρόνο που περνάει προσπαθώ ακόμα να αποφασίσω τι θα γίνω όταν μεγαλώσω! Κι αν οι επιλογές έχουν ήδη γίνει, κι αν με ορίζουν, αρνούμαι να αποδεχθώ ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος, ότι υπάρχει μόνο ένα Εγώ.

3. Κάθε χρόνος που περνάει είναι μια μάχη ανάμεσα στη φυσική μου ροπή για κατάθλιψη και την ενδόμυχη μου αγάπη για τη ζωή.

4. Κάθε χρόνο που περνάει αναρωτιέμαι αν έχω ακόμα κάτι καινούριο να γράψω. Πόσες φορές μπορώ να ανακατώσω την τράπουλα των λέξεων μέχρι να αρχίσω να μοιράζω το ίδιο χαρτί ξανά και ξανά;

5. Κάθε χρόνος που περνάει μπερδεύει ακόμα περισσότερο τις τρεις γλώσσες που αγωνίζονται να επικρατήσουν μέσα μου. Όταν η μία κερδίζει έδαφος, οι άλλες δύο μένουν πίσω. Κι εγώ αισθάνομαι ενοχές και για τις τρεις.

6. Κάθε χρόνο που περνάει γελάω και λιγότερο. Σαν να μένουν όλο και λιγότερες αστείες σκηνές που δεν έχουν ήδη παιχθεί. Σαν να υπολείπονται ακόμα λίγοτερα αστεία λόγια που δεν έχουν ειπωθεί. Μακάριοι αυτοί που λησμονούν. Μπορούν να ζουν τη ζωή τους ξανά και ξανά.

7. Κάθε χρόνος που περνάει με απομακρύνει περισσότερο από τους ανθρώπους. Δεν είναι η ανικανότητα μου για συστηματική κοινωνική συναναστροφή. Ούτε η χαμηλή ανεκτικότητα μου για κάθε τι κοινότοπο. Είναι απλά η απόσταση που μεγαλώνει ανάμεσα σε δυο τρένα που κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις.

8. Κάθε χρόνο που περνάει αντιλαμβάνομαι πιο καθαρά τη κεντρικότητα της δύναμης στη ζωή. Την επιβολή των δυνατών στους αδυνάτους. Την διαρκή αναζήτηση μεγαλύτερης δύναμης. Και τρέμω τη στιγμή που θα φανώ αδύναμος.

9. Κάθε χρόνος που περνάει καίει και μια ακόμα σελίδα από τις μνήμες μου. Και αφήνει τελικά εκείνες που επιλέγω να θυμάμαι κι εκείνες που δεν θέλω να θυμάμαι.

10. Κάθε χρόνο που περνάει αισθάνομαι μεγαλύτερη δυσκολία να σταθώ μπροστά στον καθρέπτη. Φοβάμαι μην αντικρύσω ένα γέρικο πρόσωπο.

11. Κάθε χρόνος που περνάει με φέρνει αντιμέτωπο με μια πικρή αλήθεια. Όσο περισσότερο εκτιμώ την τέχνη, την ικανότητα έκφρασης του ακαθόριστου κι εξωτερίκευσης του απροσπέλαστου, τόσο μεγαλύτερο αποτιμώ το έλλειμα ταλέντου μέσα μου για οποιαδήποτε μορφή της.

12. Κάθε χρόνο που περνάει αποζητώ περισσότερο τη φύση. Τις εικόνες της, τους ήχους της, τις μυρωδιές της. Κι αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα θα είναι εκεί.

13. Κάθε χρόνος που περνάει με κάνει πιο σκληρό απέναντι στους προληπτικούς. Ανθρώπους που θεωρούν γρουσουζιά να μιλάς για ορισμένα πράγματα, ανθρώπους που με ρωτούν τι ζώδιο είμαι για να σχηματίσουν άποψη για τον χαρακτήρα μου, ανθρώπους που προτιμούν να να ζουν μες στο ψέμμα παρά να αντιμετωπίσουν την αλήθεια. Τους βρίσκω όλους θλιβερούς.

14. Κάθε χρόνο που περνάει προσπαθώ να καταλάβω αν είμαι πολύ αυστηρός ή πολύ επιεικής με τους ανθρώπους. Είναι φορές που έχω υψηλές προσδοκίες απο τους άλλους. Κι είναι φορές που τους αποδέχομαι όπως είναι. Ποτέ δεν ένοιωσα ευτυχισμένος τις πρώτες. Πάντα ένοιωθα να προδίδω τον εαυτό μου στις τελευταίες.

15. Κάθε χρόνος που περνάει μου αφαιρεί λίγη από την πίστη ότι θα μπορούσα να φτάσω στην καλύτερη φυσική κατάσταση που είχα ποτέ στη ζωή μου. Το κουράγιο μου είναι ένας κουβάς που στάζει.

16. Κάθε χρόνο που περνάει αμφιταλαντεύομαι για το πότε θα ζητήσω να διαγραφεί η ετικέτα “χριστιανός ορθόδοξος” από την ταυτότητα μου. Όλο το αναβάλλω. Και όλο μετανοιώνω γι αυτήν την αναβολή.

17. Κάθε χρόνος που περνάει με βρίσκει εντελώς απροετοίμαστο για οτιδήποτε αναπάντεχο. Δεν μπορώ να δράσω και να αντιδράσω χωρίς να σκεφτώ.

18. Κάθε χρόνο που περνάει συνειδητοποιώ πόσο ακόμα απέχω από το να καταλήξω σε κάποιες βασικές αρχές που θα διέπουν τη σκέψη μου και τη ζωή μου. Όλα μοιάζουν τόσο ρευστά, ευμετάβλητα.

19. Κάθε χρόνος που περνάει μου θυμίζει πως η επιτυχία είναι συνάρτηση της προσήλωσης σε κάτι συγκεκριμένο. Κι εγώ κατά συρροήν επιλέγω είτε το γενικό είτε τη μη προσήλωση.

20. Κάθε χρόνο που περνάει χάνω κι ένα κομμάτι της πατρίδας μου. Είτε πρόκειται για τη χώρα στην οποία μεγάλωσα είτε για την παιδική μου ηλικία.

21. Κάθε χρόνος που περνάει αυξάνει την ευχαρίστηση που νοιώθω κάνοντας πράγματα που δεν πρέπει να κάνω και λέγοντας πράγματα που δεν πρέπει να λέω.

22. Κάθε χρόνο που περνάει φαντάζομαι τη ζωή των γονιών μου μέσα από τα μάτια που μου χάρισαν τα παιδιά μου.

23. Κάθε χρόνος που περνάει παίρνει μαζί του πρόσωπα και φέρνει άλλα. Κι εγώ κάπου έπαψα να προσπαθώ να κρατηθώ. Δέχομαι νωχελικά τις αλλαγές και περιμένω η ελπίδα να στεριώσει κάπου. Σ´ένα πρόσωπο που ίσως δε θα ´ρθει ποτέ.

24. Κάθε χρόνο που περνάει μάχομαι να εξημερώσω το ζώο που φωλιάζει μέσα μου. Παραμονεύει σε μια σπηλιά κι ούτε το βλέπω ούτε το ακούω. Και νοιώθω ότι εν απουσία του εξυψώνομαι. Μα όταν ο καιρός περάσει και σιγουρευτεί ότι το έχω για καλά ξεχάσει, χυμάει πάνω μου και με προσγειώνει βίαια στο χώμα.

25. Κάθε χρόνος που περνάει είναι ακριβώς ίδιος με τον προηγούμενο. Δεν υπάρχουν μεγάλες χαρές και μεγάλες λύπες μέσα στο μικροσκόπιο της λογικής.

26. Κάθε χρόνο που περνάει ξοδεύω αμέτρητες ώρες σε ονειροπολήσεις. Ποτέ δεν συλλογίζομαι το παρελθόν. Συλλογίζομαι ένα παράλληλο παρόν ή ένα ασυνεχές μέλλον.

27. Κάθε χρόνος που περνάει γκρεμίζει μέσα μου την υπόθεση ότι υπάρχει κάποιο νόημα σε όλα αυτά.

28. Κάθε χρόνο που περνάει προσπερνώ αγνώστους με τους οποίους η μόνη μας επαφή θα είναι η ανταλλαγή μιας άδειας ματιάς. Πόσες ιστορίες γεννήθηκαν και πέθαναν μέσα μου στα δευτερόλεπτα αυτής της ματιάς!

29. Κάθε χρόνος που περνάει κουβαλά μαζί του τις ίδιες κρίσεις. Άλλοι ζουν την κρίση των σαράντα, την κρίση των πενήντα. Εγώ βιώνω μια παρόμοια κρίση κάθε τρεις μήνες...

30. Κάθε χρόνο που περνάει ο κόσμος αποκτά μια πιο θεατρική διάσταση. Σαν να αντικρύζω μια παγκόσμια σκηνή με εκατομμύρια ανθρωπάκια που παίζουν νωχελικά τους ρόλους τους. Και γι αυτο ενίοτε δυσκολεύομαι να πάρω οτιδήποτε στα σοβαρά.

31. Κάθε χρόνος που περνάει μου κάνει πιο δύσκολο να διακρίνω τι μισώ περισσότερο: τον δογματισμό ή τον σχετικισμό.

32. Κάθε χρόνο που περνάει παλεύω να απεξαρτηθώ από πράγματα. Κι όλο νοιώθω ότι μοιάζει αυτή η προσπάθεια με το μαρτύριο του Σισυφου.

33. Κάθε χρόνος που περνάει επιταχύνει και λίγο σε σχέση με τους προηγούμενους. Αν τα παιδικά χρόνια μου φαίνονται σαν αιώνες, τα τελευταία δέκα περάσαν σαν λεπτά.

34. Κάθε χρόνο που περνάει αγαπώ περισσότερο κι ερωτεύομαι λιγότερο.

35. Κάθε χρόνος που περνάει με γεμίζει ζωή και μου αφαιρεί ζωή. Και κοιτώντας αυτήν την αιώνια ζυγαριά, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ξεστομίζω μικρές κουβέντες.