Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Η στιγμή του Αλμπινόνι

Με πλησίασε με ένα άδειο βλέμμα. Όλος ο κόσμος ήταν κλεισμένος μέσα της. Παγιδευμένος στα βουρκωμένα μάτια της. Λαμπύριζε σαν το φως του φεγγαριού πάνω στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Ψύχρανε ο τόπος. Την κοίταξα αμίλητος. Ένα πικραμένο βιολί τσάκισε την καρδιά μου.

Ήρθε κοντά μου. Άπλωσα το χέρι μου να την αγγίξω στο μάγουλο. Να της μεταφέρω όσα δεν βγαίναν από τα σφραγισμένα μου χείλη. Όσα φοβούνταν να γίνουν λέξεις. Αλλά τα δάχτυλα μου μείναν μετέωρα. Σαν μαγεμένα στάθηκαν μερικές σπιθαμές μακριά.

Είναι τόσο δύσκολο να χορέψεις με την αλήθεια. Σε κοιτάει κατάματα. Κι ο μαγνητισμός της σε παρασύρει σε βήματα που δεν θα έκανες ποτέ. Και βρίσκεσαι να στροβιλίζεσαι ασταμάτητα σε μια δίνη συναισθημάτων που δεν αντέχεις. Σε καίνε. Και θέλεις να κλάψεις. Και να γελάσεις. Και να ουρλιάξεις. Και ν’ αφεθείς.

Και στην κατάπαυση του χρόνου απομείναμε να κοιτάζουμε τη διανομή των ρόλων. Ο εύθραυστος και ο δειλός αντίκρυ. Να παλεύουμε με τις αναθυμιάσεις της ψυχής.

Και τότε συνέβη. Χωρίς προειδοποίηση. Ένας κατακλυσμός από μεθυσμένους φθόγγους γέμισε το κεφάλι μου. Και το σώμα μου έπαψε πια να υπακούει. Σαν ηλεκτρισμένο από την ελευθερία χύθηκε πάνω της.

Τα χείλη μου κόλλησαν στα δικά της. Για πρώτη φορά. Τα κορμιά μας πλησίασαν και εναποτέθηκαν το ένα στο άλλο. Και η φόρτιση ήταν τόση που μια αστραπή διέσχισε βιαστικά το σκοτάδι. Και στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν στις αχνισμένες σκιες μας.

Και η στιγμή διήρκεσε όσο η υπόλοιπη ζωή. Ούτε λιγότερο. Ούτε περισσότερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: