Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Ύστατη ανάγκη

Πρέπει να γράψω. Είναι η ώρα. Είναι η πρώτη και η τελευταία ανάγκη. Τα δάχτυλά μου σκούριασαν, οι αρθρώσεις τρίζουν. Πρέπει να γράψω. Είναι αυτή η μύγα που βουίζει πάνω από το κεφάλι μου. Είναι αυτή η λάμπα φθορίου που μου γελά και μου φέρνει ζαλάδα. Αλλά πρέπει να γράψω. Να βγάλω από μέσα μου αυτό το βάσανο. Να τελειώνω με αυτό το μαρτύριο.

Σε είδα. Ήσουν ντυμένη στα μαύρα και γελούσες. Το ΄χα στο νου μου πάντα πως ο θάνατος είναι γυναίκα. Γελούσες γλυκά, υστερικά και ξάφνου σώπαινες. Κοίταζες τριγύρω μ' εκείνο το βλέμμα που ματώνει σαν λάμα μαχαιριού στο λαιμό μιας παραίσθησης. Βγήκες πάλι για κυνήγι. Τότε το ένοιωσα. Μπήκε σαν μυτερός πάγος μέσα στα μάτια μου και ξεχύθηκε στο αίμα μου. Το χρώμα μου άρχισε να σβήνει. Έγινα κι εγώ παραίσθηση στο βωμό της απληστίας σου.

Σηκώθηκα να φύγω. Άνοιξα μια πόρτα και μπροστά μου ξανοίχτηκε το άυριο. Ξερό και μαραμένο αγριόχορτο στη δίνη του ανέμου. Μια έρημος από αστικές εικόνες και συνήθειες. Έκανα ένα βήμα να το προλάβω. Μια ζεστή αύρα απλώθηκε στο πρόσωπό μου και μου χάλασε τη διάθεση. Μια κρύα στάλα κατρακύλησε στα γερασμένα μου γένια. Έβηξα ενοχλημένος και κατέβασα τα μούτρα στον ουρανό.

Πουτάνας γιε, που μ'άφησες; Έπεσα με δύναμη στο έδαφος. Σύρθηκα σαν σκουλίκι αναμασώντας και καταπίνοντας χώμα. Σάλια έτρεξαν από τις άκρες των χειλιών μου και αμέσως γίνηκαν λάσπη. Κοίταξα τη γη και αηδίασα. Μέσα στη βρώμα γεννήθηκα και πάλι βρώμα όταν φεύγω.

Με μάζεψαν κάτι φιλεύσπλαχνα χέρια. Με σήκωσαν και με έστειλαν σε ένα κρεβάτι ξύλινο. Κόσμος πολυς πέρασε και με είδε. Κι όλος ο κόσμος είχε το ίδιο πρόσωπο. Κατηφιασμένα χαμόγελα μη με πλησιάζετε. Είμαι ο Θεός της πλάκας και δεν σηκώνω μιζέριες. Και διώξτε αυτή την καταραμένη μύγα από το κεφάλι μου. Θα σας αφανήσω όλους με μια φωτιά.

Τούτο και γίνηκε. Με τύλιξαν φλόγες μεταλλικές και άκαρδες. Ούρλιαξα χωρίς να ανοίξω το στόμα. Κατάρες προσευχές έγιναν ένα. Μια ύστατη ανάγκη να κλείσω με δυο λέξεις. Ούρλιαξα ξανα και σώπασα. Ύστερα σώπασα.

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Η φάρσα – Μερος 1ο

Γνώρισα τον Σκότι με έναν όχι και τόσο συμβατικό τρόπο. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο αλλά καθώς ήμαστε σε διαφορετικές τάξεις δεν είχε συμβεί ποτέ να μιλήσουμε. Μέχρι εκείνη τη συννεφιασμένη μέρα – μια από τις πολλές γκρίζες μέρες της πόλης μας – που πήρα το λεωφορείο για να γυρίσω σπίτι. Θυμάμαι πως με είχε κρατήσει ο δάσκαλος λίγο παραπάνω και έτρεξα για να προλάβω. Όταν μπήκα μέσα λαχανιασμένος διαπίστωσα πως υπήρχε μια μόνο κενή θέση. Ήταν κομμάτι μιας τετράδας όπου οι θέσεις –τοποθετημένες αντιδιαμετρικά - προσφέρουν στους επιβάτες την εμπειρία να προσπαθούν σε όλη τη διαδρομή να αποφεύγουν αμήχανα την συνάντηση των ματιών τους.

Άφησα τον εαυτό μου να προσγειωθεί άτσαλα στο κάθισμα προκαλώντας δυσφορία στον διπλανό συνεπιβάτη, έναν μάλλον ευπρεπή κύριο γύρω στα εξήντα. Γύρισε και με κοίταξε, ξεφύσηξε και επανήλθε προς το παράθυρο για να χαθεί και πάλι στις σκέψεις του. Τότε ήταν που παρατήρησα τον Σκότι. Καθόταν απέναντί μου και με κοίταζε μ’ εκείνα τα μεγάλα αστραφτερά μάτια που έμοιαζαν να μηχανορραφούν ταυτόχρονα χιλιάδες ιστορίες.

Τον είχα ξαναδεί μερικές φορές στο προαύλιο του σχολείου να κάθεται μόνος κάτω από τη μεγάλη λέυκα ακούγοντας μουσική σ΄ένα μικρό ραδιοφωνάκι με ακουστικά. Ήταν πάντα αραγμένος στην ίδια θέση με την πλάτη στο γέρικο δένδρο, τα χέρια πίσω από το κεφάλι και τα μάτια προσηλωμένα στις παρέες που συναθροίζονταν τριγύρω. Πότε πότε μασουλούσε ένα σάντουιτς που έμοιαζε να μην τέλειωνε ποτέ και εξηγούσε την κουλούρα που ήταν σχηματισμένη πάνω από τη μέση του.

Τώρα είχε καρφωθεί πάνω μου μ΄ένα πονηρό και συνομωτικό ίχνος χαμόγελου στο πρόσωπό του. Από τα ακουστικά στ’ αυτιά του μόλις και ξεχώριζε ένα περίεργο συνονθύλευμα που κάποιος προχωρημένος καλλιτέχνης θα αποκαλούσε μουσική. Αν μη τι άλλο, προκαλούσε στον Σκότι ένα νωχελικό σχεδόν ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού και στην καλοντυμένη κυρία δίπλα του έναν όχι και τόσο ανεπαίσθητο εκνευρισμό. Αυτό όμως μάλλον φαινόταν να διασκέδαζε τον Σκότι.

Η ευχαρίστησή του, μάλιστα, ήταν τόση ώστε χωρίς να υπάρχει κάποιος εμφανής λόγος άρχισε να ξεδιπλώνει ένα κλιμακωτό γέλιο. Στην αρχή του ξέφυγε ένα μυστήριο σατανικό γελάκι που αν δεν μου φαινόταν τόσο προβαρισμένο θα μου έφερνε μια μικρή ανησυχία. Αυτό ακριβώς προκάλεσε στους δυο μας συνεπιβάτες που γύρισαν και τον κοίταξαν μισο-έκθαμβοι και μισο-φοβισμένοι. Εκείνος συνέχιζε να με κοιτάει μες στα μάτια χωρίς να τους δώσει την παραμικρή σημασία – πράγμα που ενίσχυσε την αμηχανία τους.

Και τότε, σαν συμφωνική ορχήστρα που εκτελεί ανιούσες κλίμακες τονίζοντας κάθε φορά τις καταλήξεις των μοτίβων, άρχισε να εκτοξεύει προς πάσα κατεύθυνση ένα γέλιο τόσο βαθύ και τρανταχτό όπως εκείνα που αντηχούν στα βάθη της κόλασης. Το πρώτο το αφιέρωσε στον ουρανό του λεωφορείου, το δεύτερο στα μούτρα του εμβρόντητου κυρίου δίπλα μου (γέρνοντας λίγο προς το μέρος του και κοιτώντας τον με γουρλωμένα μάτια), το τρίτο προν την κάτασπρη πια κυρία που καθόταν δίπλα του (αποστέλλοντας μαζί και σταγόνες σίελου που έμελλαν να ταξιδέψουν με τον ήχο), το τέταρτο προς εμένα κι έτσι συνέχισε ακάθεκτος σε αυτόν τον ρυθμό κάνοντας μικρές ασυνεχείς κινήσεις με τα χέρια του, τρέμοντας σχεδόν ολόκληρος και γουρλώνοντας κάθε φορά περισσότερο τα μάτια του.

Και τότε συνέβη κάτι παράξενο. Το αρχαϊκό μυστηριώδες γέλιο του Σκότι μεταδόθηκε μ΄έναν περίεργο τρόπο στη σκέψη μου και πλημμύρισε όλο μου το κορμί. Και πριν το καταλάβω, άρχισα να τον συνοδεύω στην παράσταση, άλλοτε ως ντουέτο κρουστών και άλλοτε εναλλάξ ουρλιάζοντας σχεδόν στα τρομαγμένα πια πρόσωπα των γύρω επιβατών. Λες και μας είχε συνεπάρει το προ πολλού ξεχασμένο πνεύμα μιας άγριας φυλής, χορεύαμε στο ρυθμό του γέλιου χτυπώντας χέρια και πόδια, σκίζοντας ηθελημένα την κουρτίνα του καθωσπρεπισμού και ελευθερώνοντας ότι πιο ζωώδες υπήρχε μέσα μας!

Η έκστασή μας δεν κράτησε για πολύ. Οι επιβάτες άρχισαν να φωνάζουν έντρομοι και το τσίριγμα των λάστιχων του λεωφορείου καθώς τρίβονταν με την άσφαλτο επανέφερε μια άβολη σιωπή. Κοίταξα παγωμένος τον Σκότι και ξεροκατάπια. Ακούστηκαν τα βαριά βήματα του οδηγού καθώς διέσχιζε τον διάδρομο για να έρθει προς το μέρος μας. Ο Σκότι έγειρε το κεφάλι για να δει και αμέσως πετάχτηκε από το κάθισμά του προς την πίσω πόρτα φωνάζοντάς μου ένα «γρήγορα». Η πόρτα ήταν κλειστή και τώρα πάλευε αγριεμένα να ανοίξει τα δυο μέρη της για να βγει.

Με την βοήθεια ενός από μηχανής θεού, ξύπνησα από το λήθαργό μου ένα δευτερόλεπτο πριν τους υπόλοιπους επιβάτες και έτρεξα προς το μέρος του. Ο οδηγός ούρλιαξε κάτι που ακούστηκε σαν «πιάστε τους» αλλά ευτυχώς για μας κανείς δεν κινήθηκε αρκετά γρήγορα. Γλιστρήσαμε έξω και αρχίσαμε να τρέχουμε. Φωνές ακούγονταν πίσω μας και άνθρωποι που μας κυνηγούσαν.

Τέτοια τρεχάλα δεν θυμάμαι να έχω βιώσει ξανά στη ζωή μου. Όλα γύρω είχαν μια θολή απόχρωση σαν να ήταν όνειρο. Ο Σκότι ήταν αρκετά γρήγορος για τα κιλά του και βάλθηκα να τον ακολουθώ χωρίς δεύτερη σκέψη. Στρίβαμε από στενά που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου, περάσαμε μέσα από ένα παρκάκι, κατεβήκαμε πέντε πέντε τα σκαλιά μιας πέτρινης σκάλας και βγήκαμε πλάι στο ποτάμι. Συνεχίσαμε να τρέχουμε λίγο ακόμα ώσπου αντιληφθήκαμε ότι οι φωνές και τα τρεχαλητά πίσω μας είχαν εξαφανιστεί. Σταματήσαμε, κοιτάξαμε γύρω και αφήσαμε τα κορμιά μας να σωριαστούν στο γρασίδι της όχθης.

Πάνω στην έξαρση της αδρεναλίνης, κοιταχτήκαμε για μια στιγμή και ύστερα ξεσπάσαμε και οι δύο σε ασταμάτητα γέλια. Ήταν τόσο έντονο το συναίσθημα, το γέλιο να καλύπτει το λαχάνιασμα από το τρέξιμο, η ψευδαίσθηση της συντροφικότητας μεταξύ δύο συνεργών, που για πρώτη φορά στη ζωή μου ένοιωσα πραγματικά ζωντανός. Ήταν η απόλυτη απόδραση από τον βαρετό καθημερινό κόσμο, ένα πηγαίο και αληθινό πλημμύρισμα χαράς. Έκλεισα τα μάτια και ονειρεύτηκα ότι αυτή η στιγμή θα κρατούσε για πάντα.

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ όσα θα επακολουθούσαν.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Το θέατρο της Δευτέρας

Οι πρωινές ώρες της Δευτέρας έχουν την δική τους χάρη. Πριν προλάβει ο καφές να αναταράξει τα εγκεφαλικά μπαλάκια στην ημερήσια τους παλινδρόμηση, ένα συγγενές τους είδος έχει ήδη αρχίσει να πάλλεται στον ρυθμό μιας χιλιο-ζεσταμένης φαρίνας. Και όχι άδικα! Δεν είναι μόνο το παλιομηχάνημα που ξυπνάει με το πάσο του – «διαβόλου πράγματα» όπως έλεγε η γιαγιά μου... Είναι η όλη ψυχολογική προετοιμασία γι αυτό που θα επακολουθήσει.

Με αδιαμαρτύρητη πειθαρχία – αλλά και γαϊδουρινή υπομονή – κάθε Δευτέρα την ίδια ώρα παριστάμεθα και ενίοτε συμμετέχουμε - άθελα αλλά υποχρεωτικά - στην ίδια παράσταση. Είναι ένα έργο άγνωστης προέλευσης που φαίνεται να βρίσκει το νόημα της ύπαρξής του στην πνευματική αποδόμηση όσων ατύχησαν να (είναι υποχρεωμένοι να) το παρακολουθήσουν.

Και ενώ κοιτάζω υπνωτισμένος τρόπον τινά την οθόνη να αλλάζει χρώματα, προσπαθώ να σκεφτώ το δικό μου ρολάκι – τις λίγες ατάκες που θα ξεφουρνίσω για να αποδείξω στον σκηνοθέτη ότι αξίζω να με συμπεριλάβει στην διανομή των φιλοδορημάτων στο τέλος του μήνα. Ότι πουλήσεις είσαι! Ίσως και ότι ξεπουλήσεις... Όλο και κάτι θα βρω για να δικαιολογήσω την παρουσία μου στην εταιρία και αυτή την εβδομάδα.

Ο χρόνος μου τελείωσε! Η καμήλα περνά ξυστά από το γραφείο και μασουλώντας μερικές καλοφτιαγμένες ειρωνίες κηρύσσει την έναρξη της συνάντησης. Ξεφυσώ τα σωθικά μου και (με διάχυτο ενθουσιασμό...) σηκώνομαι για να την ακολουθήσω από μακριά κοιτώντας τριγύρω αν με μιμούνται και οι άλλοι. Δυστυχώς το κάνουν.

Το τσούρμο μαυζεύεται άρον άρον σε μια αίθουσα μικρότερης της αναγκαίας δυναμικότητας ώστε να υπάρχει πάντα ένα θέμα προς συζήτηση : εκείνο της περιορισμένης ύπαρξης καθισμάτων! Επικρατεί ένας στιγμιαίος αναβρασμός και αφού μετά από ποικίλες διαβουλεύσεις βολευτούμε –τρόπος του λέγειν- αρχίζει η κωμωδία...

Ο γυαλάκιας παίρνει το λόγο. Εμφανώς τρακαρισμένος (και όχι μόνο με το ξυραφάκι του πρωινού ξυρίσματος), προσπαθεί να κερδίσει την ομήγυρη είτε με τον δήθεν ενθουσιασμό του είτε με την δήθεν απώλεια ενθουσιασμού. Αποτυγχάνει και το ξέρει. Δεν είναι φτιαγμένος για να παρακινεί τα πλήθη, όπως δεν είναι φτιαγμένος για να περνά ως κομμάτι του πλήθους. Ίσως είναι απλά φτιαγμένος... Ποιος ξέρει; Αν μη τι άλλο, αντιλαμβάνεται γρήγορα την αδυναμία του να πρωταγωνιστήσει στην παράσταση και μοιράζει όπως όπως τον λόγο δεξιά και αριστερά για να τον ξεφορτωθεί πρόσκαιρα και να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Συγκεντρωμένος πια, θα συμμετέχει από εδώ και μπρος κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα – χονδροκομμένα σχόλια ανεκτίμητης αξίας...

Μετά την εισαγωγή του σκηνοθέτη, το μπαλάκι (μακρινός συγγενής εκείνων του προλόγου) περνά στον κοκοράκο... Με τα τσουλούφια του να χοροπηδάνε σε κάθε έκρηξη ανυπόστατου γέλωτα, ο κοκοράκος θα λαλήσει τα κατορθώματά του με τη μορφή έπους που χρόνια παλεύει να αναδιατάξει τα δυο πρώτα του γράμματα... Είναι ευχαριστημένος (και πάλι) από όσα πέτυχε η ομάδα του την τελευταία εβδομάδα και ταυτόχρονα προβληματισμένος (και πάλι) από τα μύρια όσα έχει να πετύχει η ομάδα του την ερχόμενη εβδομάδα. Και τι ομάδα! Ένας εξυπνάκιας, ένας πιστός θαυμαστής του Ηρακλή Πουαρώ και η γνωστή μας πια καμήλα...

Ο εξυπνάκιας δεν λέει πολλά! Χαμογελάει πονηρά σε κάθε τι που λέγεται και ετοιμάζεται εσωτερικά! Η ατάκα του θα είναι προσεγμένη... Θα έχει σταθεί αρκετή ώρα μπροστά στον καθρέπτη, κοιτώντας μια από την μία και μια από την άλλη πλευρά, και θα έχει καλλωπιστεί δεόντως ώστε να γαργαλήσει τσιμπώντας ελαφρά και αφήνοντας μια ανεπαίσθητη στάλα δηλητηρίου στο άγγιγμά της. Ο στόχος αλλάζει κάθε φορά – ακόμα και ο κοκοράκος είχε τα τυχερά του – αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο δεν καταλήγει ποτέ να είναι ο γυαλάκιας...

Ο πιστός θαυμαστής του Ηρακλή Πουαρώ (και ίσως ακόμα των Όλιβερ Χάρντυ, Ροζάν Μπαρ και Μπάμπα δε χατ), από την άλλη, είναι προσεχτικός! Κρατώντας στο δεξί του χέρι το σύμβολο της φιλοσοφικής του προδιάθεσης – μια κόκα λάιτ – απαγγέλλει τα απομνημονεύματα του αόρατου ανθρώπου σε ένα κοινό ορατά αποχαυνωμένο...

Πριν δύσει ο ήλιος, η καμήλα παίρνει τον λόγο και επαναφέρει την τάξη με πλαστικοποιημένα ευφυολογήματα αυτο-ανάδειξης και αυτο-προώθησης! Το ένα και το αυτό! Η καμήλα αυτο-ορίζεται, αυτο-δημιουργείται και αυτο-προβάλλεται! Με ενοχλεί αφαντάστα και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να αυτο-μαστιγώνεται για να αυτο-συγκεντρωθεί και να μην την αφτο-χαστουκίσει...

Ακούω το όνομα μου και ξυπνάω από το λήθαργο – ο γυαλάκιας περιμένει την συνεισφορά μου... Τραυλίζω την ατάκα μου και περιμένω την καρέκλα μου να σηκωθεί από το έδαφος καθώς το κοινό θα με αποθεώνει για την απαράμιλλη σπιρτάδα μου... Άκυρο! Εκτός τόπου και χρόνου πάλι. Κανείς δεν γελάει με το αστείο μου και η καρέκλα μου προσγειώνεται απότομα στο στομάχι μου. Ίσως έχουν αποκοιμηθεί προ πολλού... Κλείνω όπως όπως το λογύδριο και αποσύρομαι ξανά στην αυτο-μαστίγωση.

Και η ώρα περνά... Στόματα μιλούν, λόγια χοροπηδούν γύρω γύρω, τρανταχτά ψεύτικα γέλια σείουν που και που την αίθουσα... Το έργο κάνει τον κύκλο του, ώστε όλοι να έχουν μια ευκαιρία να αναδειχθούν και όλοι οι υπόλοιποι να έχουν μια ευκαιρία να βαρεθούν.

Έρχεται η ώρα του τέλους και μοιάζουν να έχουν περάσει αιώνες... Και όμως, μόνο μισή ώρα έχει διαρκέσει η παράσταση. Η αμηχανία επανέρχεται. Πάλι νωρίτερα θα τελειώσουμε και θα ακυρώσουμε την σημασία των ρόλων μας, τη σημασία της συνάντησης, την σημασία των πάντων... Ο γυαλάκιας κρατάει με νύχια και με δόντια τον χρόνο τσαλαβουτώντας σε χιλιο-ειπωμένα αστεία και εκτοξεύοντας λασπερές ανοησίες στα αγουροξυπνημένα μας πρόσωπα...

Σε λίγο θα βγούμε ανανεωμένοι και έκδηλα γεμάτοι με ενέργεια για την δύσκολη βδομάδα που θα ακολουθήσει... Ήταν μια εμπειρία πάλι η παράσταση. Ως την άλλη Δευτέρα... και όποιος αντέξει!