Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Απώλεια

Όταν κάποιος φεύγει
Εκείνο που με συγκλονίζει
και με καταβάλλει
περισσότερο
Δεν είναι η ίδια η απώλεια
Αλλά το γεγονός
ότι η ζωή τριγύρω συνεχίζεται
σαν να μην άλλαξε τίποτα

Καλό ταξίδι

Πόσοι

Πόσοι υπάρχουν εκεί έξω
Της γλώσσας άσπονδοι εραστές
Γραφιάδες μάγοι ποιητές
Που αγρυπνούν για μια αράδα

Παίρνω κατόπι την Ελλάδα
Ζητιάνος απ’ την ξενιτιά
Μ’ ένα καλάθι λησμονιά
Γνωστές μου λέξεις να γυρέψω

Πόσοι θα βγουν να μ’απαντήσουν
Στην ψύχρα κάποιου πρωινού
Όταν παλεύω με το νου
Να ξεδιαλύνω εχθρούς και φίλους

Από εν δυνάμει αντιζήλους
Μιας πατρίδας που ξεχνά
Κραυγή θα γίνει η αγκαλιά
Στην όψη μου που θα μισήσουν

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Ο χρόνος

Μες στη βραδύτητα του χρόνου
Βρήκα τις ώρες ξαπλωμένες
Αδύναμες ξεθεωμένες
Να μαρτυρούν ό,τι φοβόμουν

Πως οι δυνάμεις μου μ’αφήνουν
Κάθε φορά που τις γυρεύω
Όσο δειλά κι αν ικετεύω
Εκείνες πάλι με προδίνουν

Κι αν μένω μόνος με τη σκέψη
Πως φθείρομαι και πως λυγίζω
Κι αν μάχομαι για να αξίζω
Ποιος θα βρεθεί να με πιστέψει;

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Τρυπήματα

Μπήκε μέσα τρέχοντας. Κατευθύνθηκε με ορμή στο μπάνιο και άρχισε να ψαχουλεύει τα ντουλαπάκια. Που είναι; Η ορμή έγινε μανία. Άρχισε να πετάει τα πράγματα έξω. Σε λίγο το είδε καταχωνιασμένο σε μια γωνίτσα. Ένα μικρό γαλάζιο κουτί με άσπρα σύννεφα ζωγραφισμένα τριγύρω. Το κράτησε για μια στιγμή στα χέρια της και ύστερα – κλείνοντας τα μάτια – το έσφιξε στο στήθος της. Πέρασαν 2 δευτερόλεπτα που της φάνηκαν σαν αιωνιότητα. Το έφερε ξανά μπροστά της και με τρεμάμενα χέρια το άνοιξε. Ήταν εκεί. Ξυραφάκια, κοπίδια, βελόνες και άλλα αιχμηρά αντικείμενα κάθε μεγέθους. Τα κοίταξε για λίγη ώρα με ικανοποίηση. Ύστερα έκανε την επιλογή της. Σήμερα ήταν σειρά για ένα γυαλιστερό κοπίδι που είχε κρυφά αφαιρέσει από ένα ιατρείο που είχε επισκεφθεί πρόσφατα. Το σήκωσε στο ύψος των ματιών της κι εκείνο άστραψε μπροστά στον καθρέφτη. Χωρίς καθυστέρηση, σήκωσε τη φούστα της, κατέβασε το καλσόν της, και πίεσε ελαφρά το κοπίδι στο εσωτερικό του αριστερού μηρού της. Αύξησε την πίεση και σε λίγο ένα αυλάκι από αίμα πετάχτηκε και κύλισε κατά μήκος του ποδιού. Ακούστηκε ένα βογγητό πόνου και το σώμα της τρεμούλιασε. Έκλεισε τα μάτια. Ξεφύσηξε με ανακούφιση. Ο πόνος του σώματος νικούσε προσωρινά τον πόνο της ψυχής. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε το είδωλό της απέναντι και χαμογέλασε. Και αμέσως το χαμόγελο έσβησε σαν να μετάνοιωσε. Κοίταξε χαμηλά. Μια λεπτή γραμμή αίματος διέσχιζε το πόδι της και έφτανε ως το γόνατο, εκεί που είχε άτακτα υποχωρήσει το καλσόν. Άφησε το κοπίδι, έπιασε λίγο χαρτί και το σκούπισε αργά. Κοίταξε την πληγή. Δίπλα της σημάδια από παλιότερες πληγές σε διάφορα σχήματα. Σήκωσε το βλέμμα και τίναξε τα μαλλιά της. Κοίταξε στον καθρέπτη με αμφιβολία. Την βοήθησε ή την έκανε χειρότερα;

‘Ενοιωθε την κατάθλιψη να εμφανίζεται και πάλι. Από τότε που είχε συμβεί εκείνο το επεισόδιο η μόνη της χαρά, η μόνη της ικανοποίηση ήταν το τρύπημα. Όλες τις άλλες στιγμές η καρδιά της ήταν βαριά και η σκέψη της προσηλωμένη σ’ένα πράγμα: Έφυγε. Χωρίς να προλάβω. Εγώ φταίω. Εγώ. Κι ύστερα το κενό. Και πόνος. Από τρυπήματα στα σπλάχνα. Τρυπήματα από σκέψεις εξίσου αιχμηρές με τα αντικείμενα στο μικρό γαλάζιο κουτί. Τρυπήματα αναπάντεχα. Την ώρα της δουλειάς. Στις λιγοστές στιγμές που έβγαινε έξω. Τρυπήματα ύπουλα και σαρωτικά. Από το πουθενά. Χωρίς προειδοποίηση και χωρίς οίκτο. Όχι άλλο.

Μια σκέψη της πέρασε από το μυαλό. Άλλη μια φορά; Λίγο πιο βαθιά για να διαρκέσει περισσότερο. Ναι. Συλλογίστηκε για μερικές στιγμές. Έβγαλε το καλσόν. Τα γυμνά της πόδια πάτησαν στο κρύο πάτωμα. Χάιδεψε τον δεξί μηρό με το αριστερό της χέρι. Έφερε αργά τη μύτη του κοπιδιού κοντά στο μηρό και ζωγράφισε στον αέρα φανταστικά κύμματα. Σταμάτησε σε ένα σημείο και ακούμπησε το μέταλλο πάνω στο πόδι. Κοίταξε στον καθρέπτη. Έκλεισε τα μάτια. Τώρα. Πίεσε την ακίδα κι εκείνη εισχώρησε μέσα στο δέρμα. Το ίδιο βογγητό. Το ίδιο αίμα. Αυτή τη φορά κύλησε κατά μήκος του ποδιού και έφτασε μέχρι τα λευκά πλακάκια. Λίγο ακόμα. Τρέμοντας, πίεσε το κοπίδι λίγο πιο βαθιά. Σκίσιμο. Οξύς πόνος. Άνοιξε τα μάτια. Το χέρι της άφησε ακαριαία το κοπίδι και εκείνο γλίστρησε σκίζοντας το δέρμα και προσγειώθηκε μ’ένα μεταλλικό ήχο στο πάτωμα. Το αυλάκι έγινε ποτάμι. Άγχος την κυρίεψε. Έβαλε το χέρι της πάνω στην πληγή για να σταματήσει τη ροή. Εκείνη αρνήθηκε. Αίμα περνούσε με ορμή μέσα από το δάκτυλά της, ταξίδευε κατά μήκος του ποδιού και τώρα πλημμύριζε το πάτωμα. Έβαλε και το άλλο χέρι από πάνω. Οι σφυγμοί της ανέβηκαν. Είχε χτυπήσει την μηριαία αρτηρία κι εκείνη την τιμωρούσε. Το πόδι της άρχισε να μουδιάζει. Πανικοβλήθηκε. Το αίμα συνέχιζε να τρέχει σαν χείμμαρος. Προσπάθησε να φωνάξει μα δεν έβγαινε ήχος. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Έγειρε την πλάτη προς τον τοίχο και άφησε το κορμί της να γλιστρήσει. Βρέθηκε καθισμένη με τα πόδια απλωμένα μπροστά μέσα σε μια κόκκινη λίμνη. Σε κάθε λυγμό και ένα νέο κύμα προσθέτονταν στην λίμνη. Έκλεισε τα μάτια. Δεν ήθελα να συμβεί αυτό. Δεν ήθελα.

Όταν αργότερα άνοιξε τα μάτια τυφλώθηκε από το φως. Τα ανοιγόκλεισε για μια στιγμή και κοίταξε γύρω. Βρισκόταν ξαπλωμένη σ’ένα κρεβάτι. Δεν υπήρχε ίχνος από αίμα. Στο χέρι της ένα κοπίδι. Το παρατήρησε. Γυάλιζε στην αντανάκλαση του φωτός. Ανασηκώθηκε αργά. Τράβηξε την φούστα της για να αποκαλυφθούν οι μηροί. Δύο σημάδια από πρόσφατες πληγές. Τρυπήματα. Ένα δεξιά ένα αριστερά. Τρυπήματα που μαχονται τον πόνο με πόνο. Τρυπήματα που ξεγελούν την σκέψη και την ψυχή. Δαιμονοποιούν. Εκστασιάζουν. Εξαγνίζουν.

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Ένας νέος άνθρωπος

Σκυμμένος στην κλίνη απάνω
Με το βλέμμα σταθερό
Αναρωτιέμαι πως ήρθε εκείνος
Τόσο απροσδόκητα

Πως όλα άλλαξαν
Τα έξω και τα μέσα
Σε μια ανάσα αθώα
Ένας νέος άνθρωπος

..................................

Σχεδόν χαμογελώ
Σαν να γνώρισα ξαφνικά
Πως ο κόσμος είναι μοναδικός
Πως ο λόγος δεν είναι

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Το ταξί

Όταν ο Γιώργος μου ζήτησε να τον παντρευτώ κοκάλωσα. Τα μάτια μου τον κοιτούσαν χωρίς να μπορούν να πάρουν απόφαση: να γουρλώσουν ή να βουρκώσουν. Το στόμα μου στέγνωσε μονομιάς - ούτε το σάλιο μου δεν μπορούσα να καταπιώ. Έσφιξα ανεπαίσθητα το χερούλι της πόρτας. Φοβήθηκα. Κι όσο δεν έβγαιναν λέξεις από το στόμα μου, η αγωνία μου μεγάλωνε. Μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και δεν θα υπάρχει επιστροφή. Η ατμόσφαιρα θόλωνε. Ακόμα και ο ταξιτζής με κοίταξε ερωτηματικά από τον καθρέπτη.

Ο Γιώργος έπιασε το ελεύθερο χέρι μου για να με ενθαρρύνει. Είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω μου και χαμογελούσε τρυφερά. Επανέλαβε την πρότασή του προσθέτοντας στο τέλος ένα «τι λες;». Τον λυπήθηκα. Ήθελα να τον χαϊδέψω στο μάγουλο, να του πω πως όλα είναι εντάξει. Δεν πρόλαβα. Το ταξί φρέναρε απότομα και ο οδηγός άρχισε να εκτοξεύει κάθε λογής βρισιές προς κάθε κατεύθυνση. Πήρα ανάσα. Ίσως αυτή η διακοπή να ήταν αυτό που χρειαζόμουν, λίγος χρόνος και μια προσγείωση στην πραγματικότητα.

Καθώς το ταξί ξεκινούσε και πάλι, προσπάθησα να βρω την αλήθεια μέσα μου. Κι ύστερα να την βάλω σε λέξεις που θα ακούγονταν εξίσου αληθινές. Τον κοίταξα. Ήταν ο ίδιος γλυκός σύντροφος που ήξερα τρία χρόνια τώρα. Εκείνος που θα ήταν πάντα δίπλα μου, στήριγμα της ζωής μου. Δεν άντεξα. Απέσυρα το βλέμμα μου από πάνω του και το έστειλα ίσια μπροστά, στην βρώμικη πλάτη του καθίσματος του συνοδηγού. Πρεπει να φανώ δυνατή.

Ο Γιώργος έσκυψε προς το μέρος μου και με ρώτησε τι συμβαίνει. Έκλεισα τα μάτια και αναλογίστηκα για μια τελευταία φορά το δρόμο που είχα επιλέξει. Για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν ήταν ο εύκολος. Τόσα χρόνια ακροβατούσα μεταξύ της καλής μου τύχης και των προμελετημένων επιλογών που ξέμαθα να αντιμετωπίζω τον κόσμο με θάρρος. Κι ενώ στα αυτιά μου ηχούσε μια βαριά λαϊκή φωνή από τα ηχεία του ταξί (με μια χαμηλή συνοδεία ενίοτε από το κάθισμα του οδηγού), άνοιξα τα μάτια και γύρισα προς το μέρος του.

«Είμαι έγκυος». Ήταν η σειρά του να κοκαλώσει. Ίσως να προσπαθούσε να καταλάβει τι σημαίνει αυτό που του είπα. Καθότι άνθρωπος που συλλαμβάνει τον κόσμο με τα μάτια, πιθανόν να προσπαθούσε να φανταστεί τον εαυτό του δίπλα σε μια πελώρια κοιλιά. Να μου κρατάει το χέρι καθώς μπαίνουμε στην κλινική, να ακούει το κλάμα του μωρού, να το κρατάει αμήχανα στην αγκαλιά του, να το ταϊζει, να το βλέπει να μεγαλώνει, να παίζει μαζί του πάνω σ’ένα άσπρο χνουδωτό χαλί... Δεν ξέρω.

Και τότε με αγκάλιασε. Δεν ξέρω αν το έκανε ως ένδειξη τρυφερότητας και υποστήριξης, ως ευγνωμοσύνη για την χαρά που του έδωσα ή γιατί απλά δεν ήξερε τι να πει. Έγυρα το κεφάλι μου στον ώμο του. Το βλέμμα μου έπεσε στον καθρέπτη του οδηγού μέσα από τον οποίο δύο μάτια έπεφταν αδιάκριτα που και που πάνω μας. Έκλεισα και πάλι τα μάτια για να ονειρευτώ τη στιγμή όπως θα ήθελα πραγματικά να είναι.

Ο Γιώργος με κρατούσε, μου χάιδευε τα μαλλιά και τώρα μου ψιθύριζε λόγια αγάπης. Τον άκουσα να μου λέει πως όλα θα πάνε καλά, πως θα φροντίσει για όλα κι ύστερα να μου περιγράφει πόσο όμορφη θα είναι η ζωή μας. Κι εγώ αφέθηκα. Ξέχασα τα πάντα και άφησα την ψυχή μου να πλημμυρίσει από τα λόγια του. Αν μπορούσα να σταματήσω τον χρόνο εκεί. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω.

Φτάσαμε στο μαγαζί του Γιώργου. Το ταξί σταμάτησε και ένας βρυχηθμός ακούστηκε από το μπροστινό κάθισμα. Σήκωσα το κεφάλι μου. Ο Γιώργος με κοιτούσε και ξεχείλιζε από χαρά και προσμονή. Μου έκανε ένα ερωτηματικό νεύμα χαμογελώντας. Ήταν η ώρα της αλήθειας. Ο δρόμος είχε ήδη στρωθεί. Έγνεψα καταφατικά.

Αποχαιρετηθήκαμε μ’ένα πεταχτό φιλι. Άνοιξε την πόρτα του ταξί και βγήκε στον δρόμο. Μετά από μερικά μέτρα γύρισε και με κοίταξε. Χαμογέλασε και ύψωσε το χέρι του. Χαμογέλασα κι εγώ καθώς το ταξί απομακρυνόταν με θόρυβο και κάπνα να εκτοξεύονται από την εξάτμιση. Χαμογέλασα με ανακούφιση.

Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Τρεις ώρες αργότερα κείτονταν νεκρός στον δρόμο μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ένα ταξί τον είχε παρασύρει καθώς προσπαθούσε να περάσει τον δρόμο. Δεν χρειάστηκε ποτέ να του πω ότι το παιδί δεν ήταν δικό του.

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Δίχως λέξεις

Ως πότε θα είναι δύσκολες οι λέξεις
Τόσο κοντά και τόσο μακριά
Θα 'ναι ο αντικατοπτρισμός που σε μπερδεύει
Η μεγάλη επιθυμία ή η έλλειψη δεξιοτεχνίας

Γιατί κοιτάς μακριά και πάλι
Δεν σου αρκεί το λίγο που απλώνεται μπροστά σου
Είναι όμορφο κι ας μην το λέει
Η ομορφιά δεν χρειάζεται συστάσεις

Ως πότε θα πασχίζει ανώφελα η σκέψη
Τόσα πολλά και τόσα λίγα
Όσο φοβάσαι το λάθος εκείνο θα επιμένει
Διώκτης σου και φυλακή συνάμα

Γιατί φτωχέ μου σκύβεις το κεφάλι
Εύκολη τη νόμιζες τη λέξη
Γυναίκα είναι θέλει και δεν θέλει
Σκύψε και φίλησέ την

Η μάσκα

Είχε πάντα μια μάσκα στο πρόσωπό του. Την τοποθετούσε μόλις άνοιγε τα μάτια του και την αφαιρούσε λίγο πριν τα κλείσει. Μια άχρωμη, απρόσωπη και ουδέτερη μάσκα. Χωρίς σημασία, χωρίς υπόννοια. Δεν την φορούσε για να πει κάτι, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Μήτε την φορούσε για να κρυφτεί. Απλά δεν μπορούσε χωρίς αυτήν, όχι πια.

Ένα κοίταγμα στον καθρέπτη κάθε πρωί και η μάσκα ήταν στη θέση της. Και σαν αόρατο πέπλο δεν κάλυπτε μόνο το πρόσωπο, παρά όλο το σώμα. Διεύθυνε και συντόνιζε κάθε μικροσκοπική κίνηση: από το πασάλειμμα μιας φέτας ψωμιού με βούτυρο μέχρι την απόλυτη ακινησία μέσα σε κάποιο βιαστικό και πακτωμένο λεωφορείο.

Όλα ήταν εύκολα με τη μάσκα. Ο χρόνος προχωρούσε με αργές, νωχελικές κινήσεις. Όπως κι εκείνος πάνω στο πεζοδρόμιο. Με τον προορισμό του να ανανεώνεται κάθε άπειρο δευτερόλεπτο - και παρόλα αυτά να παραμένει χαρακτηριστικά ο ίδιος. Βάδιζε με τα μάτια μισόκλειστα και ένα κονσέρτο για πιάνο στην αύρα του. Και γύρω ο κόσμος άλλαζε μορφές.

Η μάσκα ήταν το όριο μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, του λογικού και του αδιανόητου. Μέσα στη μάσκα έκαιγε ο πυρήνας της γης και το ψιλόβροχο καψαλιζόταν πάνω της προσθέτοντας λίγη ακόμα καταχνιά στο σκοτεινό πρωινό. Κι εκείνος αιωρούνταν ανάλαφρα σ'ένα μικροσκοπικό συννεφάκι που τον οδηγούσε κάθε μέρα στο ίδιο εκείνο γκρίζο κτίριο με τα μεγάλα παράθυρα.

Η μάσκα ήταν ένα καταφύγιο. Με το νεύμα ενός αόρατου μαέστρου ο ουρανός έβρεχε πολύχρωμη μπογιά! Και τα εχθρικά βλέμματα μεταμορφώνονταν σε χαρούμενους κλόουν. Και οι κακόβουλοι υπαινιγμοί γίνονταν άριες ιταλού τενόρου μετά από ένα ντελιριακό φαγοπότι. Και τα πισώπλατα μαχαιρώματα μεταλλάσσονταν σε αγκαλιάσματα φιλάθλων μετά το μαγικό γκολ της ομάδας τους.

Και η μέρα κυλούσε. Και η μάσκα στεκόταν άγρυπνος φρουρός ανάμεσα στους δύο κόσμους. Εκείνος μιλούσε, χαμογελούσε, συγχρωτιζόταν με άλλους. Και παράλληλα, στον πίσω κόσμο, τραγουδούσε, ξεκαρδιζόταν, ταξίδευε μακριά. Κι εκείνη, γυναίκα αμίλητη, βαστούσε υπομονετικά το νήμα μη τυχόν και ανέβει πρόωρα η αυλαία.

Και κάποτε ερχόταν η ώρα της επιστροφής.

Στο ημίφως μιας σοφίτας, ξάπλωνε πάνω σε κάτι παλιά μαξιλάρια. Άγγιζε με τα δάκτυλα το πρόσωπό του για να νοιώσει την υφή της μάσκας. Και κάθε νύχτα, εκείνη φάνταζε πιο λεπτή από την προηγούμενη. Μέχρι που μια νύχτα, δεν την ένοιωθε πια.