Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

- 5 -

Η μεγάλη ξύλινη πόρτα βόγκηξε από την ένταση της αδράνειας και διέγραψε απρόθυμα ένα βαρύ τόξο πάνω στο μάρμαρο. Μια σκιά διέσχισε γρήγορα το κενό και στάθηκε μπροστά της ενόσω εκείνη - αγουροξυπνημένη ακόμα – γυρνούσε βιαστικά πλευρό για να ξαναβρεθεί στην αρχική της θέση. Ένας υπόκωφος γδούπος επιβεβαίωσε την επιστροφή στην κατάσταση της χειμερίας νάρκης!

Η σκιά στάθηκε στο πλατύσκαλο εξερευνώντας νωχελικά το χώρο. Μια απρόσμενα πυκνή ομίχλη είχε κυκλώσει τα πάντα χρωματίζοντας το προαύλιο με μια απόχρωση παραμυθιού. Τριάντα μέτρα μακριά, τα σιδερένια μαύρα κάγκελα – ο ορισμός και συνάμα περιορισμός της υπόστασης της σχολής - ίσα που διακρίνονταν. Τα λιγοστά δενδρύλλια περιμετρικά της αυλής έμοιαζαν ξάφνου καλύτερα προσαρμοσμένα στην εξωγενώς επιλεγμένη οικία τους. Ποτέ ξανά η σχολή δεν έδειχνε τόσο λευκή, τόσο μυστικιστικά φωτεινή!

Μέσα στο άσπρο σύννεφο ξεχώριζε μια μαύρη αγριόχηνα καθισμένη στα σκαλιά. Κουρασμένη από κάποιο μακρινό ταξίδι που ποτέ δεν τόλμησε να κάνει, μετρούσε ανέμελα – και λίγο μελαγχολικά – το χρόνο που περνούσε. Έστρεψε το βλέμμα της και σάρωσε όλα εκείνα τα αόρατα πεδία των πιθανοτήτων που ανοίγονται όταν ένα ερέθισμα διαπερνάει τον εσωτερικό μας κόσμο. Ένοιωσε την επιθυμία ν’ ανταποκρίνεται άμεσα αναζητώντας τη μορφή μιας σκιάς να την τυλίξει – και να την οδηγήσει στο σκοτεινό σινεμά με τις μεταμεσονύχτιες προβολές ονείρων.

Ο Παύλος ξαφνιάστηκε! Πέταξε τον μανδύα της διάφανης σκιάς και άφησε το φως να διαγράψει απαλά τα χαρακτηριστικά του στο σεντόνι της ατμόσφαιρας. Κι εκείνο –σαν εκστασιασμένος καλλιτέχνης- ζωγράφισε πρώτα ένα αόριστο περίβλημα με έντονες γωνίες, πέταξε τούφες σκουρόχρωμα μαλλιά άτακτα στο μέτωπό του, τόνισε με πολυδιάστατες σκιές μύτη και σαγόνι, και έστειλε ανάμεσά τους ένα ζευγάρι καλοταϊσμένα χείλη. Κι ύστερα πρόσθεσε δυο κατάμαυρα μάτια με άναρχες βλεφαρίδες – βάζοντας την υπογραφή του.

Τα μάτια του λαμπύριζαν σαν να έκρυβαν έναν ήλιο μέσα τους. Συνάντησαν τη Σοφία και απέμειναν πάνω της για πολλή ώρα! Και από τον ήλιο ξεπετάχτηκαν δύο άγρια πουλιά που κίνησαν να ταξιδέψουν πάνω στις ακτίνες. Και μόλις έφτασαν κοντά στο πρόσωπό της άρχισαν να εξερευνούν σπιθαμή προς σπιθαμή για να βρουν την τροφή τους. Πέταξαν πάνω από τα καστανόχρωμα νερά της κώμης της, έκαναν μια βουτιά γύρω από τον τρυφερό λαιμό της και υψώθηκαν ξανά πάνω από τα ροδοκόκκινα λιβάδια που στόλιζαν τα μάγουλά της. Κι όταν βρέθηκαν μπροστά στα μάτια της, κοκάλωσαν σ’ ένα κενό αέρος, και εξαφανίστηκαν μεμιάς σαν να τα ρούφηξε μια ηλεκτρισμένη δίνη πάθους.

Καθώς τα βλέμματα τους διασταυρώνονταν, τσαλαβουτούσαν και οι δυο μες στη μαγεία του αγνώστου. Εκείνη θα ορκιζόταν ότι τα μάτια του κοιτούσαν μέσα της –σαν να χαν εισβάλει οι ιπτάμενοι εξερευνητές μες στο κορμί της- και ακόμα πιο πέρα από εκείνη. Έστεκε απροστάτευτη –σαν υπνωτισμένο θήραμα ανίκανο να κινηθεί- στην εξουσία των ματιών του. Κι εκείνος –ακούσια υποβλητικός- την είχε πάρει κιόλας δίπλα του, στην ράχη του άγριου πτηνού, και εξορμούσαν μέσα από το σύννεφο στον γαλανό ουρανό, χαράζοντας την πιθανότητα μια κοινής κατεύθυνσης.