Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

Η τελευταία νύχτα

Τι περίεργη νύχτα η τελευταία! Στριφογυρίζουν ακόμα στο μυαλό μου οι στιγμές – νωχελικές και βαριές – προκαλώντας μου μια ελαφριά ζάλη. Απλώνονται στα σκοτεινά αιμάτινα σοκάκια και σκορπούν μοιραία προς κάθε κατεύθυνση. Φτάνουν στα άκρα εγείροντας ένα άβολο μούδιασμα. Καταλαμβάνουν κάθε μου κύτταρο και στήνουν τη σκηνή τους! Δεν πρέπει να ξεχάσω…

Βγήκα από το σπίτι γύρω στις έντεκα. Η νύχτα και η βροχή – παράξενα απωθητικό θηλυκό δίδυμο - είχαν παρασύρει τον κόσμο μακριά από τους δρόμους, σ’ εκείνη τη ζεστή γωνιά που φτιάχνει ο καθένας σπίτι του. Είναι η ώρα που αλλάζει η πόλη! Φοράει το βραδινό της πρόσωπο και υποδέχεται τους μοναχικούς καλεσμένους της με επιτηδευμένη τρυφερότητα. Θέλει να τους οδηγήσει στα άκρα και ξέρει πώς να το πετύχει.

Τα δικά μου άκρα είναι προς το παρόν κρύα. Η βροχή κόπασε αφήνοντας μια διεγερτική δροσιά στη θέση της. Ακούω τα βήματά μου να κυριεύουν πεζοδρόμια, να διασχίζουν δρόμους, να με οδηγούν πάντα στο ίδιο σημείο! Λίγο μακρύτερα από τα τελευταία σπίτια, πάνω στη μεγάλη στροφή της ασφάλτου, στη σιωπηλή συστάδα μερικών άγριων λουλουδιών, εκεί που ξεκινάει το μονοπάτι για τη λίμνη. Κι από εκεί με σπρώχνουν στο σκοτάδι, ανάμεσα από ψηλά γερασμένα δέντρα, παραμερίζοντας κλαδιά και φύλλα, μέχρι να βρω ξανά τ’ άστρα και το φεγγάρι στην άκρη των απόκρημνων βράχων.

Εκεί είναι που τόσες φορές καταλάγιασε το κορμί μου, πάνω στ’ άγρια πετρώματα, για να πληγωθεί και να εξαγνιστεί ο πόνος! Εκεί συγκέντρωσα τις σκέψεις μου, τις έστυψα πάνω στις πέτρες και τις έλουσα με το γλυφό νερό της λίμνης, μέχρι να γίνουν ένα με τον τόπο! Κι ύστερα τις μάζεψα σαν πέτρες και τις έστειλα να ταξιδέψουν στο βυθό για να βρουν τη γαλήνη.

Ήμουν πάλι εκεί τώρα, στήλη άλατος πάνω από νερά που διψούν για λίγο αλάτι. Κυρίαρχος των βράχων με τα χέρια απλωμένα στη νύχτα και την καρδιά να σπαρταράει από την απουσία ουσίας! Τα μάτια πλημμυρισμένα από το βορινό αεράκι και καρφωμένα στο απέραντο βήμα. Είμαι αλήθεια εδώ; Πόσο ακόμα θα καταπνίγω ετούτη την κραυγή;

Αφήνομαι στα χέρια σου, υπάκουο σου πιόνι, κι εσύ μόνο ελευθερία μου δίνεις! Προσφέρω γη και ουρανό, αυτά που έχω κι αυτά που δεν θα βρω ποτέ, κι εσύ με αγνοείς! Συνθλίβω τον ίδιο μου τον εαυτό, σώμα και ψυχή, στο όνομά σου κι εσύ δεν θέλεις να με ξέρεις!

Δεν μ’ άγγιξες ποτέ και ας ήταν το μόνο που σου ζήτησα! Ένα γλυκό σου χάδι ήθελα, να το κρύβω στο μαξιλάρι μου για να μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος τα βράδια. Μια μικρή αιθέρια αναλαμπή να με οδηγεί στα μακρινά ταξίδια. Έστω για μια στιγμή, να νιώσω την αφελή ψευδαίσθηση ότι υπάρχεις κάπου μακριά για μένα.

Και τώρα στέκω και μιλώ στο τίποτα! Μιλώ στα βράχια και τη λίμνη, και εκείνα γνέφουν σιωπηλά ότι καταλαβαίνουν. Μα είναι πλάνη του μυαλού –δεν το πιστεύω! Οι ελπίδες μου από καιρό γκρεμίστηκαν στην ηχηρή σου αδιαφορία. Τώρα είναι καιρός να ακολουθήσω κι εγώ ίδια πορεία.

Κοίταξα τα νερά και κανείς δεν με κοίταξε πίσω! Η μορφή μου συνταράχτηκε –μάλλον κατάλαβε τη μοίρα της - και άρχισε να σβήνει. Σε μια ελάχιστη στιγμή του χρόνου, σε ένα βήμα που δεν θα είναι καν δικό μου, συνοψίζονται το τέλος και η αρχή. Με μια ανάσα, άρχισα να ρουφώ ετούτο τον πλανήτη στην ολότητά του, και μαζί τον ουρανό και άλλους τόσους μακρινούς πλανήτες. Και πάνω στην διαύγεια που μου προκάλεσαν τα τελευταία μόρια οξυγόνου, για πρώτη φορά ίσως σε ένοιωσα αληθινά κοντά μου.

Ήταν τότε – στον ύστατο παροξυσμό - που άκουσα την τρυφερή φωνή σου. Φωνή μικρού παιδιού με έντονη απορία, φωνή κοπέλας άπειρης που μόλις γεύθηκε τον έρωτα, φωνή μεστής γυναίκας προς τον χαμένο σύζυγό της, φωνή σοφής γιαγιάς που συμβουλεύει ένα εγγόνι. Όλες μαζί οι φωνές ήταν κλεισμένες μέσα στο κάλεσμά σου.

Γύρισα και σε κοίταξα. Σαν άγγελος έφεγγες και έκανες τη μορφή μου να νοσταλγεί το αλλοτινό της χρώμα. Ποια άσπονδη τύχη σ’ έστειλε εδώ, δεν με νοιάζει! Με πλησίασες. Πήρες το βλέμμα μου μέσα σου και του ‘διωξες τη θλίψη. Πήρες τα χέρια μου στα χέρια σου και τους έδωσες νόημα. Κατάλαβες σε μια στιγμή ποιος είμαι και τι ψάχνω. Και απλόχερα μου το ‘δωσες σαν να ‘ταν τίποτα για σένα. Και ήξερα πως δεν ήταν.

Καθίσαμε για ώρα πλάι πλάι δίχως να μιλάμε. Κι όμως είπαμε τα πάντα. Κι ήταν τα αστέρια εκεί, και το φεγγάρι, και η λίμνη, και τα βράχια, μάρτυρες αθάνατοι της σιωπηλής κουβέντας. Και η ουσία απέκτησε φως, και το χάδι απέκτησε υπόσταση, και η ψευδαίσθηση απέκτησε αλήθεια.

Ύστερα σηκώθηκες αργά, με κοίταξες, και μου άπλωσες το χέρι. Μου άνοιξες το μέλλον και το ξεδίπλωσες μπροστά στα μάτια μου. Είναι το τελευταίο που θυμάμαι.

2 σχόλια:

~Αερικό~ είπε...

Ταξίδεψα με τα λόγια σας. Όμορφα σαν έναστρη νύχτα. Να είστε καλά.

Switters είπε...

Ανάσα είναι καυτερή και στέπα του Καυκάσου η σκέψη που παραμιλά και λέει τα όνειρά σου... Το όνομά σου μου θύμισε αυτό το υπέροχο τραγούδι! Καλως ήρθες. Σ' ευχαριστώ για τα γλυκά σου λόγια.