Ήρθες εχθές. Με άγγιξες απαλά και άνοιξα τα μάτια. Στο βλέμμα σου μια παλίρροια νοσταλγίας με ταξίδεψε στιγμιαία στον χρόνο. Ήθελες να καταλάβω αλλά η προσδοκία σου σε πρόδωσε. Δεν μίλησες. Με άφησες να σπαράζω στην άγνοια μου. Άκων ακροβάτης του θανάτου αναζητούσα ένα ίχνος από δίχτυ. Ανασηκώθηκα. Και τότε το φως πάγωσε την καρδιά μου. Φορούσες το ματωμένο νυφικό εκείνης της μέρας. Μια τεράστια λευκή ορχιδέα πιτσιλισμένη από τον Πόλοκ με αίμα. Τόσο θλιβερά όμορφη... Έμεινα ακίνητος μπροστά στον τοίχο, τα μάτια δεμένα στη σιωπή ενώ οι εικόνες με χτυπούσαν σαν ριπές πολυβόλου.
Μας είδα ακουμπισμένους στα κάγκελα πάνω από μια φωτισμένη πόλη. Βράδυ στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Σου ζήτησα να με παντρευτείς ενώπιον της θάλασσας. Μου ζήτησες να χορέψουμε στα παιδιά που περιμένουν να γεννηθούν. Η ανοιξιάτικη αύρα ξεχείλιζε χαρά και εσύ πέταξες ψηλά τα γοβάκια σου για να ξεκλέψεις λίγη. Έγειρα πίσω κι έκλεισα τα μάτια. Σε τύλιξα με έναν λευκό μανδύα και σου πέρασα ένα πέπλο στα μαλλιά. Κι έλαμπες πιότερο κι από το ολόγιομο φεγγάρι. Έμεινα άγαλμα να σε κοιτώ να περιστρέφεσαι πάνω στο πλακόστρωτο πεζούλι. Έπαιζες με τη νύχτα, γελούσες με τα αστέρια. Και ξάφνου σταμάτησες. Με κοίταξες ικετευτικά κι ύστερα χάθηκες για πάντα στο σκοτάδι.
Όταν άνοιξα πάλι τα μάτια δεν ήσουν εκεί. Σηκώθηκα και πήγα προς το παράθυρο. Το ίδιο φεγγάρι, το ίδιο βράδυ. Η ανάσα μου κόπηκε στα δύο. Ένα χέρι έσκισε την καταχνιά, πέρασε σχοινιά στα άκρα μου και με έσυρε σαν μαριονέτα μέχρι το λόφο. Τα γυμνά μου πόδια πέταγαν σπίθες καθώς διέσχιζαν στρώματα από παγωμένες βελόνες. Όταν έφθασα στην κορυφή, το ρολόι στο καμπαναριό είχε σταματήσει. Με περίμενες σαν και τότε πάνω στο πεζούλι. Μόλις πλησίασα σηκώθηκες και άπλωσες το χέρι σου. Χαμογελούσες. Σε τράβηξα στην αγκαλιά μου. Ο κόσμος γέμισε από σένα. Κοιταχτήκαμε. Η στιγμή πρόσταζε μόνο ένα πράγμα. Να συνεχίσουμε τον χορό που αφήσαμε στη μέση.