Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Dance me to the end of love



Ήρθες εχθές. Με άγγιξες απαλά και άνοιξα τα μάτια. Στο βλέμμα σου μια παλίρροια νοσταλγίας με ταξίδεψε στιγμιαία στον χρόνο. Ήθελες να καταλάβω αλλά η προσδοκία σου σε πρόδωσε. Δεν μίλησες. Με άφησες να σπαράζω στην άγνοια μου. Άκων ακροβάτης του θανάτου αναζητούσα ένα ίχνος από δίχτυ. Ανασηκώθηκα. Και τότε το φως πάγωσε την καρδιά μου. Φορούσες το ματωμένο νυφικό εκείνης της μέρας. Μια τεράστια λευκή ορχιδέα πιτσιλισμένη από τον Πόλοκ με αίμα. Τόσο θλιβερά όμορφη... Έμεινα ακίνητος μπροστά στον τοίχο, τα μάτια δεμένα στη σιωπή ενώ οι εικόνες με χτυπούσαν σαν ριπές πολυβόλου.

Μας είδα ακουμπισμένους στα κάγκελα πάνω από μια φωτισμένη πόλη. Βράδυ στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Σου ζήτησα να με παντρευτείς ενώπιον της θάλασσας. Μου ζήτησες να χορέψουμε στα παιδιά που περιμένουν να γεννηθούν. Η ανοιξιάτικη αύρα ξεχείλιζε χαρά και εσύ πέταξες ψηλά τα γοβάκια σου για να ξεκλέψεις λίγη. Έγειρα πίσω κι έκλεισα τα μάτια. Σε τύλιξα με έναν λευκό μανδύα και σου πέρασα ένα πέπλο στα μαλλιά. Κι έλαμπες πιότερο κι από το ολόγιομο φεγγάρι. Έμεινα άγαλμα να σε κοιτώ να περιστρέφεσαι πάνω στο πλακόστρωτο πεζούλι. Έπαιζες με τη νύχτα, γελούσες με τα αστέρια. Και ξάφνου σταμάτησες. Με κοίταξες ικετευτικά κι ύστερα χάθηκες για πάντα στο σκοτάδι.

Όταν άνοιξα πάλι τα μάτια δεν ήσουν εκεί. Σηκώθηκα και πήγα προς το παράθυρο. Το ίδιο φεγγάρι, το ίδιο βράδυ. Η ανάσα μου κόπηκε στα δύο. Ένα χέρι έσκισε την καταχνιά, πέρασε σχοινιά στα άκρα μου και με έσυρε σαν μαριονέτα μέχρι το λόφο. Τα γυμνά μου πόδια πέταγαν σπίθες καθώς διέσχιζαν στρώματα από παγωμένες βελόνες. Όταν έφθασα στην κορυφή, το ρολόι στο καμπαναριό είχε σταματήσει. Με περίμενες σαν και τότε πάνω στο πεζούλι. Μόλις πλησίασα σηκώθηκες και άπλωσες το χέρι σου. Χαμογελούσες. Σε τράβηξα στην αγκαλιά μου. Ο κόσμος γέμισε από σένα. Κοιταχτήκαμε. Η στιγμή πρόσταζε μόνο ένα πράγμα. Να συνεχίσουμε τον χορό που αφήσαμε στη μέση.

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Το τελευταίο γράμμα

Από καιρό σκέφτομαι να σου γράψω. Νοιώθω σαν ένα κομμάτι του εαυτού μου να έχει μείνει μετέωρο. Μερικές φορές δεν υπάρχει αντίο, το ξέρω. Μερικές φορές το χρώμα απλά ξεθωριάζει. Στο δικό μου κουτί των αναμνήσεων, όμως, θα ήθελα να τα βρω όλα τακτοποιημένα όταν θα έρθει η ώρα να το ανοίξω και πάλι.

Γι αυτό σου γράφω. Από ανάγκη. Πάσχισα να ελευθερωθώ από τις ψευδαισθήσεις και δεν θέλω να τις φορτώσω σε σένα. Ένας κακός δαίμονας είναι το μυαλό, χρειάζεται κι αυτός τα γκέμια του. Όταν ησυχάζει, μπορείς και ακούς τον καημό της νύχτας. Ακούς το κλάμα της ανάγκης και τον σπαραγμό της μοναξιάς. Ακούς ακόμα και το γοργό βήμα του χρόνου που απομακρύνεται. Και τα πράγματα αλλάζουν προοπτική.

Δεν έχω έτοιμες λέξεις. Όλα μοιάζουν να έχουν ανακατευτεί στην δίνη του παρελθόντος. Τα λόγια που ανταλλάξαμε, ένας χάρτινος πύργος από παιχνιδιάρικα εγώ και υποσχόμενα εσύ, δεν έγιναν ποτέ εμείς. Πώς να αντικρύσεις το φως του άλλου όταν κρύβεσαι πίσω από μια σκιά;

Κι όμως, μέσα στα απόνερα υπήρχε μια χρυσή κλωστή. Δεν είδα ποτέ τα μάτια σου κι όμως αφουγκράστηκα την ψυχή σου. Δεν άκουσες ποτέ τη φωνή μου κι όμως διάβασες τις σκέψεις μου. Δεν σμίξαμε ποτέ τα δάχτυλα μας κι όμως αγγίξαμε ο ένας τον άλλον. Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος αν γνέθαμε το δικό μας εμείς!

Θέλω να ξέρεις κάτι. Σε θυμάμαι σαν ήλιο και σαν θάλασσα, σαν θερμή αχτίδα στο παγωμένο νερό, σαν την αλμύρα στα χείλη μου, σαν το τραγούδι των κυμάτων στα αυτιά μου, σαν μυρωδιά δενδρολίβανου και θυμαριού, σαν το κορμί μου που πλέει στο καλοκαίρι.

Σε θυμάμαι.

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Η πόρτα

Η ξύλινη πόρτα έκλεισε με δύναμη! Παρακινημένη από μια βιαστική ώθηση του κατά τ’ άλλα αγαπημένου της χεριού. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες ενέργειες - ήταν πάντα γλυκός και προσεχτικός μαζί της. Την άγγιζε πάντα με την αβρότητα που προσεγγίζουμε ιερά αντικείμενα. Σε κάθε τους συνάντηση την χάιδευε ανεπαίσθητα και μερικές φορές της έμπαινε η ιδέα ότι προσήλωνε το βλέμμα του πάνω της. Με περιέργεια και τρυφερότητα μαζί της καθιστούσε γνωστό το ενδιαφέρον του.

Και τώρα μια ανεξήγητη ορμή και μια ριπή αέρα έκαναν τα μεταλλικά της μέρη να κροταλίζουν καθώς διέσχισε απότομα το δωμάτιο για να βρεθεί αγκαλιά με το ξύλινο πλαίσιο. Μερικές σπιθαμές χρόνου πέρασαν μέχρι να καταλαγιάσει η έκπληξη και να εγερθεί ένα περήφανο ερωτηματικό για το συμβάν. Είχε πια γυρισμένη την πλάτη της και μπορούσε μόνο να αισθανθεί την ροή των κινήσεων.

Τότε ακούστηκε ένας γδούπος! Και αμέσως ένοιωσε ένα κορμί να κολλάει στην εσωτερική επιφάνειά της. Μια ξένη αίσθηση την κυρίεψε: μια γυναικεία φιγούρα απλώθηκε πάνω της σαν γιγάντια βδέλλα. Χρειάστηκε όλα τα αποθέματα αντοχής της για να μπορέσει να αντισταθμίσει ένα διαρκώς αυξανόμενο βάρος στην επιφάνειά της. Κάτι ή κάποιος πίεζε το γυναικείο κορμί λες και ήθελε να γίνει ένα μαζί του πάνω στην ξύλινη όψη της πόρτας.

……..

Έκλεισε την πόρτα με δύναμη! Μόλις είχαν μπει στο διαμέρισμα και χωρίς να το καταλάβει άφησε το πάθος να οδηγήσει τα χέρια του. Και τώρα εκείνο μαστίγωνε κάθε αναστολή που μπορεί να έκανε το λάθος να ξεπεταχθεί μες στο μυαλό του. Κοίταξε στιγμιαία τα μακριά της μαλλιά, τον τρόπο που έπεφταν ανέμελα πάνω στο λαιμό της και ένοιωσε το αίμα του να κατακλύζει κάθε μικροσκοπική αρτηρία του κορμιού του.

Εκείνη γύρισε και κοίταξε με έκπληξη. Το βλέμμα της ταξίδεψε τριγύρω σε αργή κίνηση, στάθηκε στιγμιαία πάνω στην πόρτα και ύστερα μαγνητίστηκε βίαια από το δικό του. Σε μια ατέλειωτη ανάσα τα χείλη τους ενώθηκαν. Ο πρώτος δισταγμός παραχώρησε τη θέση του σε μια θύελλα παροξυσμού. Την έσφιξε πάνω του και εκείνη τον αγκάλιασε προβάλλοντας τη δύναμη του πόθου της. Με μια περιστροφή, βρέθηκαν προσκολλημένοι στην ξύλινη πόρτα.

Τα χέρια του απλώθηκαν στο κορμί της εγείροντας κύματα ηδονής ενώ το κορμί του εφορμούσε ολόκληρο για να κυριέψει το από καιρό απόρθητο κάστρο της. Εκείνη τυλίχθηκε πάνω του και άφησε το σώμα της να παρασυρθεί από την ορμή του δικού του σε ένα μαγικό ταξίδι: σε μια αναπάντεχη εξέλιξη διέσχισε την πόρτα μόριο προς μόριο και χάθηκε μέσα της για πάντα.

………

Έκλεισε την πόρτα με δύναμη! Μια τρομαχτική σκέψη διαπέρασε το νου της και το αίμα της πάγωσε. Αισθάνθηκε την ανάσα του μερικά μέτρα πίσω της. Σε μια στιγμή κατάλαβε πόσο λάθος είχε κάνει να τον ακολουθήσει στο διαμέρισμά του. Ήταν αργά. Άκουσε τα βήματά του να πλησιάζουν αντηχώντας μες στο σκοτάδι. Ένα ιδρωμένο δάχτυλο γλίστρησε βασανιστικά στο λαιμό της και το κορμί της ανατρίχιασε.

Σε μια απελπισμένη ανατροπή της ροής του χρόνου, τα δευτερόλεπτα ξεχύθηκαν απότομα στο δρόμο ουρλιάζοντας! Εκείνη έκανε ακριβώς το ίδιο – η κραυγή της όμως δεν μπορούσε να διαπεράσει το χέρι που έκλεινε το στόμα της. Τρομοκρατήθηκε και άρχισε να σπαρταράει προσπαθώντας να ξεφύγει από τα δεσμά του. Εκείνος την έσφιξε και με μια δρασκελιά έστειλε και τους δυο τους πάνω στην σκληρή επιφάνεια της πόρτας.

Η ένταση πύκνωσε σαν σύννεφο καπνού καθώς τα δυο κορμιά πάλευαν στον σκοτεινό ρυθμό της αγριότητας. Προσπάθησε να του δαγκώσει το χέρι και εκείνος μανιασμένος το πήρε από το στόμα της και το τύλιξε στο λαιμό της. Σε μια λάμψη του ματιού, τα δάχτυλα έσφιξαν μηχανικά διακόπτοντας τη ροή αίματος προς τον εγκέφαλο. Η τελευταία της ανάσα ξεχείλισε άκοπα και φοβισμένα. Μην έχοντας που να κρυφτεί, χώθηκε στις ρωγμές της ξύλινης πόρτας.

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Χαϊδελβέργη

Κάνει κρύο αυτές τις μέρες στην πόλη. Πέντε στρώματα ρουχισμού δεν επαρκούν όταν στέκεσαι πάνω στη παλιά γέφυρα του ποταμού Νέκαρ. Σε περίμενα ήδη είκοσι λεπτά και είχα αρχίσει να κινούμαι νευρικά πάνω κάτω για να ζεσταθώ. Μια έφερνα μπροστά μου τον δρόμο των φιλοσόφων, έρημο ετούτη την ώρα, κι ύστερα γυρνούσα πάλι προς το παλάτι, που το τύλιγε μια ανάρια ομίχλη κάνοντας το να μοιάζει με απομεινάρι από κάποιο μεσαιωνικό παραμύθι.

Μόλις είχε πέσει σκοτάδι και η πόλη είχε αλλάξει όψη. Σαν να ’χε γυρίσει δεκάδες χρόνια πίσω, σαν να ´χε σταματήσει ο χρόνος στις επισκέψεις του Μαρκ Τουαίην ή ακόμα πιο παλιά, στον ερχομό του Γκαίτε. Τα φώτα στόλιζαν τώρα το ποτάμι. Ένα ποταμόπλοιο διέσχισε τα νερά και προσέθεσε έναν ακόμα αστερισμό στο υδάτινο σύμπαν. Πόσες ιστορίες γεννά η ομορφιά και πόση ομορφιά γεννά η ιστορία!

Κοίταξα το ρολόι. Οκτώ και τέταρτο. Δεν θα έρθεις, δεν χρειάζεται να περιμένω άλλο. Σαν να ξέκλεψα λίγη από την σοφία των διανοητών που έχουν περπατήσει τις ίδιες πέτρες και κατάλαβα ξαφνικά ότι ήμουν μόνος. Σήκωσα το βλέμμα στον ουρανό και μια παγωμένη αύρα μου πλημμύρισε τα μάτια. Η ψυχή μου βάρυνε επικίνδυνα. Ώρα να πηγαίνω.

Κίνησα να φύγω. Μα ύστερα από δυο βήματα σταμάτησα. Ήταν το βαρύ φορτίο ή ένα άγνωστο χέρι που με κράτησε; Γύρισα το κεφάλι αργά και η ματιά μου έπεσε σε μια θολή φιγούρα στην άλλη άκρη της γέφυρας. Πώς δεν την είχα δει πιο πριν; Προχώρησα ερευνητικά προς το μέρος της κι η εικόνα γύρω μου είχε παγώσει. Άκουγα μόνο τους χτύπους απο τις μπότες μου πάνω στην κόκκινη πέτρα. Η καρδιά μου είχε σταματήσει.

Είναι μερικές στιγμές που η συνειδητότητα χάνεται. Παύουμε να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μια ξεχωριστή οντότητα σε ένα δεδομένο πλαίσιο. Ανοίγει διάπλατα η αρτηρία που συνδέει τα μάτια μας με την ψυχή μας. Κάθε μας λέξη, κάθε κίνηση, είναι μια αντανάκλαση του είναι μας. Αυτές τις στιγμές μόνο να τις θυμόμαστε μπορούμε. Γιατί είναι αυτές τις στιγμές που ζούμε πραγματικά.

Θυμάμαι την αιθέρια μορφή σου καθώς σε πλησίαζα. Θυμάμαι την αύρα που έπεφτε σαν πέπλο στο κορμί σου και σμίλευε τις καμπύλες σου. Θυμάμαι τα μακριά χέρια σου ακουμπισμένα ανάλαφρα επάνω στην πέτρα. Θυμάμαι τα μαύρα σου μαλλιά που χάιδευαν με τις άκρες τους τον λαιμό σου. Θυμάμαι το ευάλωτο βλέμμα σου όταν γυρισες και με κοίταξες.

Τότε κατάλαβα. Δεν ήσουν η γυναίκα της ζωής μου, ήσουν εκείνη των ονείρων μου.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Τραγουδοποιός

Και στον δρόμο παντού
Θέλω για μένα να μιλούν
Να ’ναι οι κοπέλες γυμνές
Να με πνίγουν σ´αγκαλιές
Να με θαυμάζουν, να με σκοτώνουν
Την αρετή μου να ξεριζώνουν...

Γέλασες. Όπως και τότε που σου μίλησα για τ’όνειρο μου. Μου ψιθύρισες δυο λόγια κι η φωνή σου είχε συγκαταβατική χροιά. Κι ύστερα το προσπέρασες. Κάτι που είχε έλλειμμα σοβαρότητας, απέκτησε αυτόματα και έλλειμμα ύπαρξης.

Θυμήθηκα ξαφνικά το βλέμμα της μητέρας μου. Ειμαστε στο δωμάτιο, εκείνη ξαπλωμένη κι εγώ καθισμένος πιο δίπλα αγκαλιά με μια κιθάρα. Μόλις της είχα τραγουδήσει την τελευταία μου έμπνευση. Ως συνήθως, μελό στίχοι ζωντανεμένοι από μια απαίδευτη φωνή. Αράδιασα τις σκέψεις μου κι ύστερα την κοίταξα εξερευνητικά. Ήξερα την απάντηση κι ας ονειρευόμουν μιαν άλλη. Αλλά εκείνη δεν την διάλεξε. Με κοίταξε και, με την σοφία ενός ανθρώπου που αγαπά, μου άνοιξε μια πόρτα που δεν περίμενα. Κι ήταν τόσο δυνατό το φως από την προσέγγιση του ονείρου και της πραγματικότητας που για μια στιγμή δίσταξα. Τόσο χρειαζόταν για να μείνει το όνειρο πάντα όνειρο.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρωτόγνωρο συναίσθημα της σκηνής. Τις χιλιάδες ματιές που σαν ηλιαχτίδες αγκάλιασαν το κορμί μου. Την ενέργεια που σαν πλημμύρα κατέκλυσε κάθε σπιθαμή του χώρου. Την έκσταση που προκάλεσε ο συντονισμός τόσων ψυχών στην ίδια μελωδία. Την δικιά μου.

Κι έτσι θα γεράσω
Προς το τέλος θα φθάσω
Ν´αναζητώ έναν Θεό
Να μου πει “σε συγχωρώ”
θέλω να φύγω δυστυχισμένος
Για τίποτα μετανοιωμένος


Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Φοβάμαι τη νυχτα

Ανοίγω τα μάτια και βλέπω σκοτάδι. Μόλις ξάπλωσα. Περασμένα μεσάνυχτα. Μόνο ο χτύπος της καρδιάς σπάει τη σιωπή. Σε λίγο θα γίνει πάλι ανεπαίσθητος. Θα υπερκαλυφθεί απο τη βαβούρα της σκέψης.

Τα γρανάζια δουλεύουν νυχτερινή βάρδια τελευταία. Παράγουν παράνοια με τεϋλορική ακρίβεια.

Συνήθισα να ξαγρυπνώ. Ο χρόνος κυλά βασανιστικά αργά και τελειώνει απελπιστικά γρήγορα. Τα κόκκινα ψηφία στον τοίχο δεν σταματούν να μου το θυμίζουν. Η ώρα μια επιγραφή απο αίμα. Μπροστά στην θυσία του ύπνου ικετεύω για λίγη εύνοια.

Τι με κρατά δέσμιο και πάλι; Είναι τα σκαλοπάτια που ανεβαίνω προς το θάνατο;

Φέρνω στο μυαλό τους γονείς μου. Αναρωτιέμαι τι να σκέφτονται, αν μετρούν τις στιγμές τους. Βλέπω τον εαυτό μου στη θέση τους. Καταλαβαίνω περισσότερα τώρα. Το παιδί που θα ´ρθει, το παιδί που μεγαλώνει, το παιδί που θα πάρει τη θέση μου. Καταλαβαίνω και φοβάμαι.

Κι ύστερα είναι το σταυροδρόμι. Η πυξίδα που με έφερε ως εδώ σκούριασε. Την πέταξα με θυμό στο γκρεμό της απόγνωσης. Καλύτερα χωρίς οδηγό. Κι όμως η επιλογή με βαραίνει. Λησμόνησα την ξεγνοιασιά της διαδρομής. Κι όλοι οι δρόμοι μου μοιάζουν αδειοι.

Είναι η διάψευση του ονείρου. Εκείνου που νόμιζα ότι ζω κι εκείνου που αναγκάζομαι να ζήσω. Δεν μπορώ να κοιτάξω τη ζωή στα μάτια. Φοβάμαι.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Στην πόλη

Κατέβηκα στην πόλη εχθές. Πήδηξα από το σύννεφο και προσγειωθηκα στο πλακόστρωτο. Ένας γκριζος γάτος γύρισε και μου έριξε μια στραβή ματιά. Έβαλα τον δείκτη κάθετα στα χείλη μου και του έγνεψα. Μάλλον κατάλαβε. Συνέχισε να με κοιτάει νωχελικά χωρίς να βγάλει άχνα.

Κόσμος άρχισε να κινείται γύρω μου. Πολύχρωμες μορφές που διασταυρώνονταν με την βοήθεια ενός χαοτικού προγραμματισμού. Κοίταξα τα πόδια μου και έδωσα εντολή. Διέσχισα αδίστακτα τον δρόμο και σταμάτησα μπροστά σε μια βιτρίνα. Έμεινα να παρατηρώ το είδωλό μου σε φόντο σοκολάτας.

Μες στη σιγή ξύπνησε ο Μότσαρτ. Ο βιολιστής της τράπεζας με τα μακριά μαλλιά που κάποτε ζούσε σε μια κοινόβια ορχηστρα. Έπαιξε το όργανο του δυνατά. Η μελωδία τρυπωσε μέσα μου και δεν θα έφευγε παρά μόνο μετά από δύο ώρες και τριάντα τρία λεπτά.

Προχώρησα πιο κάτω. Ήθελα απλά ν´ακούσω το ανιαρό χτύπημα απο το τακούνι της μπότας μου στο πεζοδρόμιο. Συγκεντρωμένος καθώς ήμουν παρα λίγο να πέσω πάνω στο άγαλμα. Άνθρωποι τριγύρω τον παρατηρούν. Στέκεται ακίνητος, τα πόδια λυγισμένα σαν να κάθεται σε μια αόρατη καρέκλα. Του βγάζω το καπέλο. Βγάζει κι εκείνος το δικό του για την ανταμοιβή.

Ένα τραμ περνάει βουίζοντας και μου ξύνει τρυφερά την πλάτη. Η αύρα του φέρνει στα πόδια μου ένα ακροδεξιό μπαλόνι. Προς στιγμή σκέφτομαι να το κράτησω για τον μικρό. Μόλις συνέρχομαι, διώχνω βίαια αυτη τη σκέψη και αυτομαστιγώνομαι.

Μύρισε κάστανο. Πλησιάζω την καντίνα και μιλάω μια άγνωστη γλώσσα. Παραδόξως ο πωλητής με καταλαβαίνει. Μου δίνει το σακουλάκι κι εγώ του δίνω τα ψιλά που δεν έδωσα στο άγαλμα. Αναρωτιέμαι που θα ρίχνω τα τσόφλια. Η αδυναμία απάντησης με κρατά ακίνητο για μερικά δευτερόλεπτα. Τελικά βάζω τα κάστανα στην τσέπη. Θα τους επιτεθώ στην επιστροφή.

Περπατώ περπατώ εις την πόλη κι έχει γεμίσει ο τόπος λύκους! Μου δείχνουν τα δόντια τους όταν μπαίνω στα μαγαζιά τους κι εγώ πισωγυρίζω τρομαγμένος. Μέχρι να βγω απο την πόρτα μου έχουν αρπάξει μερικά κομμάτια απο τα ρούχα. Τουλάχιστον γλίτωσα τα κάστανα.

Με τα ρούχα μου να κρέμονται σαν κουρέλια, κοιτάζω ψηλά και σφυρίζω κλέφτικα. Ένα γλυκό αεράκι με σπρώχνει σ´ένα απόμακρο στενό. Εκεί με περιμένει το άσπρο μου άλογο. Γρήγορα πίσω, του λέω, κι εκείνο παίρνει την ανηφόρα. Αφήνω έναν αναστεναγμό και πέφτει σκοτάδι.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Νάταλι

Είναι μερικές εικόνες που έχουν την δύναμη να γαληνεύουν την ψυχή. Σαν κι ετούτη εδώ. Με βλέπω ακουμπισμένη στη κουπαστή, να αγναντεύω το λαμπύρισμα του φεγγαριού πάνω στα ήσυχα νερά του ωκεανού, και σκέφτομαι πως κάπως έτσι θα μπορούσε να τελειώσει η ζωή μου. Μέσα σ´αυτό το ακατάληπτο ψυχικό καταλάγιασμα θα ήθελα να φύγω. Όλα είναι τόσο αρμονικά. Απέναντι, θα ´ναι μισό μίλι μακριά, τρεμοσβήνουν τα φωτάκια του νησιού, είναι ακόμα νωρίς, κάποιοι ανάψανε φωτιά στην παραλία, μια γλυκιά μελωδία χάνεται στο σκοτάδι και η καλοκαιρινή αύρα σαν να φέρνει στα αυτιά μου τους ψιθύρους των ερωτευμένων. Πίνω μια γουλιά λευκό σαμπλί και αναρωτιέμαι αν το νερό του ωκεανού θα είναι κρύο αυτήν την ώρα.

Που χάθηκε πάλι; Έχουμε φτάσει σε σημείο να μην μπορούμε να βρεθούμε σε θαλαμηγό τριάντα μέτρων. Από μένα κρύβεται; Ύστερα απο δύο γάμους, ακόμα δεν έχω καταφέρει να αποκρυπτογραφήσω τη σκέψη της. Κάποτε ήμουν το όνειρό της, πότε έγινα εφιάλτης; Άλλη μια δύσκολη νύχτα, θα περάσει. Που έβαλα αυτό του μπουκάλι; Είχα ένα κακό προαίσθημα γι αυτήν την ταινία από την αρχή. Όταν την βλέπω στα γυρίσματα μαζί του επιβεβαιώνονται οι φόβοι μου. Τα μάτια της την προδίδουν. Αυτά τα μεγάλα λαμπερά μάτια δεν μπορούν υποκριθούν. Πως ήμουν τόσο ανόητος μέχρι τώρα; Πρέπει να δώσω ένα τέλος σε όλα αυτά.

Είναι τόσο όμορφη απόψε. Τόσο όμορφη. Πρέπει να την βγάλω απο το μυαλό μου. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε σχεδόν κατάλαβε. Τώρα είναι αργά. Σε λίγο θ´ ανέβει πάλι. Θα φέρει το πανάκριβο ουίσκι του, θα απλώσει τον ανδρισμό του στην πολυθρόνα και θα μου επιβάλλει τις σκέψεις του. Είναι δικιά του, ορίζει τη ζωή της. Την κρατά δέσμια ενός άστοχου γάμου, ενός αποτυχημένου εναλλακτικού πεπρωμένου, ενός φθαρμένου ονείρου. Δεν τα χρειάζεται όλα αυτά. Δεν τον χρειάζεται πια. Είναι ένας κινηματογραφικός άγγελος. Ξεχειλίζει απο ταλέντο και την περιβάλλει μια μαγική αύρα. Δεν τον έχει ανάγκη. Είναι καιρός να αλλάξουν τα πράγματα. Θα του μιλήσω.

Αυτή η γλυκιά ζάλη είναι η μικρή μου απόδραση. Δεν θέλω πια να ζω. Μόνο να ονειρεύομαι. Να κλείνω τα μάτια και να χαμογελώ ανάλαφρα στην στερνότερη μου φίλη, την ψευδαίσθηση. Ο ένας με πνίγει, ο άλλος με ανακουφίζει. Κανένας τους δεν μπορεί πια να με σηκώνει ψηλά. Ν´ανοίγω τα φτερά μου και να πετώ πάνω απο τον ωκεανό. Να χορεύω γυμνή με τ´αστέρια ένα τανγκό που δεν τελειώνει ποτέ. Ανοίγω τα μάτια, το ποτήρι στο χέρι μου άδειο, η ώρα περασμένη, τα χείλη σφιχτά και διψασμένα. Λίγο ακόμα και όλα θα τελειώσουν.

Λίγο οινόπνευμα και οι ψυχές τραγουδάνε. Ήπιε το ουίσκι μου και η μάσκα του έλιωσε πάνω στο πρόσωπό του. Άρχισε να ξεστομίζει τα σκουπίδια του πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο της υποτιθέμενης φιλίας μας. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Πρέπει να την αφήσω, λέει, να πάρει το χρόνο της, να πάρει τον δρόμο της. Η ζωη της είναι ένα χρυσό κλουβί που την αποτρελαίνει. Να πάρει τον δρόμο της προς το κρεβάτι του εννοεί. Ο κερατάς. Ήμουν έτοιμος να τον πετάξω στη θάλασσα. Αν δεν ήταν ο καταραμένος ο καπετάνιος θα το είχα κάνει. Μ´ ευχαρίστηση. Που είναι αυτή τώρα;

Πρέπει να την πείσω να φύγουμε. Τώρα. Οι δυο μας. Εκείνος τα ξέρει όλα. Τα διάβασε στα λόγια μου. Το παρελθόν παραμονεύει πάντα σε μια απορροή της σκέψης. Θα πάρουμε τη βάρκα για το νησί. Και αύριο πρωί θα φύγουμε με το καράβι προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν θα μου αρνηθεί. Δεν μπορεί να μου αρνηθεί. Έριξα τον κύβο για χάρη της. Δεν θα κάνω πίσω τώρα. Είναι πολλά αυτα που διακυβεύονται.

Το νερό είναι κρύο. Χαϊδεύει το κορμί μου σαν σιδερένια βούρτσα. Το εξαγνίζει από την ανημπόρια και την κατάθλιψη. Επιτέλους μόνη. Ελεύθερη απο τους δαίμονες του πλοίου. Δεν θέλω να μείνω μαζί του άλλο, δεν θέλω να φύγω με τον άλλον. Το κατάλαβαν. Θέλω απλά να κλείσω τα μάτια. Ν´αφεθώ στην αγκαλιά του ωκεανού. Να φέρω στο νου μου την τελευταία αυτή εικόνα που γαλήνεψε την ψυχή μου. Βάρυνε το σώμα μου. Ας αλαφρώσει ο νους μου. Το νερό με κυκλώνει κι εγώ βυθίζομαι. Είναι η απόγνωση που με τραβά ή δύο χέρια που με σπρώχνουν;

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Hello, is it me you 're looking for?

Είναι η αδυναμία μου που διακυβεύεται μέσα απο τα τραγούδια. Μια εύθραυστη αχτίδα φωτός σε ένα τενεκεδένιο υπόστεγο. Φοβάμαι να την κοιτάξω μην την πνίξω με το βλέμμα μου. Μα ακόμα περισσότερο φοβάμαι μήπως δεν την έχει δει ποτέ κανείς.

Κι εσύ; Τι βλέπεις αλήθεια σε αυτά τα μάτια; Σε ποιο σταθμό της ύπαρξης μου σταματά η αμαξοστοιχία της ματιάς σου; Περασες το σημείο τήξης της θέλησης μου; Προχώρησες στο σκοτεινό μονοπάτι του ψυχισμού μου; Πρόλαβες ν´αντικρύσεις την ευάλωτη αιωνιότητα μου;


Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Δεν υπάρχουν λέξεις

Δεν υπάρχουν λέξεις. Καμμιά φορά η σιωπή αρκεί.
Χάνεσαι στην αγκαλιά της. Και χάνεις μαζί τη λογική.

Δεν υπάρχει δρόμος. Μόνο ο προορισμός.
Γύρω σου αυταπάτες. Κι ένας κρυμμένος γυρισμός.

Δεν υπάρχει ανάγκη. Πνίγηκε στο χθες.
Την κατάπιε η ιστορία. Με προθέσεις αγαθές.

Δεν υπάρχει ψέμμα. Μόνο προοπτική.
Σχέδια σε λόγια. Επιτηδευμένη μουσική.

Δεν υπάρχουν λέξεις. Υπάρχουνε φωνές.
Φάρμακα φαρμάκια. Και σκέψεις σκοτεινές.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Μνημες

-Πως επιλέγει το μυαλό μεταξύ της μνήμης και της λησμονιάς; Γιατί κάποια γεγονότα καταλαμβάνουν τις πιο επιφανείς θέσεις στο εργο του παραλόγου ενώ κάποια άλλα κρύβονται πίσω από τα πιο απόμακρα έδρανα; Ποιος απάνθρωπος μηχανισμός ορίζει την ταυτότητα μας, τη συλλογή ιδεών που συμβολίζει αυτό που είμαστε;

Κάποιος προσπάθησε να με πείσει ότι συγκρατουμε μόνο τις θετικές στιγμές. Τοποθετούμε τις καλές φράουλες πάνω πάνω στο κεσεδάκι και αφήνουμε τις άγουρες ή σάπιες να καταχωνιαστούν σε κάποια αθέατη γωνιά. Έτσι αυξάνουμε την πιθανότητα να πουλήσουμε το κεσεδάκι. Έτσι εξασφαλίζουμε την επιβίωση μας. Τι γίνεται όμως όταν γνωρίζεις τον μηχανισμό; Όταν ξέρεις εκ των προτέρων ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να κοιτάξεις λίγο καλύτερα; Ότι αν ανακινήσεις λίγο το κουτάκι, αν ταράξεις την επιτηδευμένη δομή της ύπαρξης σου, θα βρεθείς μπροστά σε αυτό που πάντα φοβόσουν πως βρισκόταν εκεί;

-Μην βυθίζεσαι σε νερά που δεν γνωρίζεις. Γιατί ψάχνεις να βρεις το κλειδί της ύπαρξης σου κάτω απο το χαλάκι όταν η πόρτα είναι ήδη ανοιχτή μπροστά σου; Τα ματια σου ζούνε το τώρα κι όμως εσύ επιμένεις να κοιτάς το πριν και το μετά. Η ζωή είναι ένα άμορφο παζλ ασύνδετων στιγμών. Κάθε στιγμή απο μόνη της είναι μια εν δυνάμει ζωή.

Κοίταξα τα λουλούδια που ήταν όμορφα τοποθετημένα στον πάγκο και δεν άργησα να βρω εκείνα που έψαχνα. Πλησίασα στο ταμείο και τα πρότεινα στην κοπέλα χαμογελώντας. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και ανταμωσε το δικό μου. Και για μια στιγμή, για μια μοναδική στιγμή, πίστεψα ότι προσέφερα σ´ εκείνη τα λουλούδια. Κι εκείνη δίστασε τόσο όσο χρειαζόταν για να καταλάβω ότι πίστεψε ακριβώς το ίδιο. Κι υστερα η ζωή συνεχίστηκε και η εν δυνάμει ζωή πάγωσε για πάντα στο χρόνο.

Δεν μου χρειάζεται να θυμάμαι τα περασμένα. Μου αρκεί να ζω τις θύμησες που μου χρειάζονται.

-Μόνο εγώ λοιπόν επιζώ στα συντρίμμια; Γιατί νιώθω ότι δύσκολες στιγμές, τα ανηλεή γυρίσματα της τύχης, είναι που με κρατούν ζωντανή; Αυτά που φοβάμαι είναι αυτά για τα όποια ανοίγω τα μάτια μου το πρωί. Στηρίζομαι σε διαλυμένα όνειρα και τρέφομαι με τα απομεινάρια μιας αυταπατης. Κι όμως εκεί μοιάζει να βρίσκεται η πηγή της ενέργειας μου.

Πήγα στον τάφο του Β. να αφήσω λίγα λουλούδια. Κοίταξα γύρω μου. Πόσες εν δυνάμει ζωές θα μπορούσες να μετρήσεις! Διάβασα για μια ακόμη φορά τα λιγοστά γράμματα πάνω στο μάρμαρο. Πόσες φορές με μαχαίρωσαν, πόσο σκληρά με λύγισαν, πόση ζωη μου στέρησαν; Μα και συνάμα, πόσες μνήμες μου έσβησαν, πόση κατανόηση μου χάρισαν, πόση ελπίδα μου γέννησαν;

Δεν τις φοβάμαι πια τις σκιές. Μνήμες κρυμμένες δεν τις χωρά ο νους μου.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Κυριακή βράδυ

Κυριακή βράδυ. Πάντα η ίδια ιστορία. Ξέμεινα από ελπίδα μες στην εβδομάδα. Έφτασα στο τέλος της και τα αποθέματα απελπιστικά άδεια. Και τώρα βασανίζομαι πάλι με τις λέξεις. Και τις βασανίζω κι εκείνες. Τι προσπαθώ να καταφέρω; Να αποδράσω απο την πραγματικότητα; Άδικος κόπος. Πάλι Δευτέρα ξημερώνει αύριο. Η ρουτίνα μου πάλι η ίδια θα είναι. Ο χρόνος θα κυλά με τον ίδιο καταιγιστικό ρυθμό. Πότε ήταν η τελευταία φορά που άκουσα μουσική; Αυτό είναι το μέτρο μου. Όταν η απάντηση είναι “δεν θυμάμαι”, ο δρόμος κάπου στράβωσε. Κάνε υπομονή. Μια δύσκολη φάση είναι θα περάσει. Ίσως. Αλλά αυτό δεν με βοηθάει να κοιμάμαι τα βράδυα. Κι ύστερα όλη η μέρα μοιάζει με ένα όνειρο που δεν τελείωσε ποτέ. Στιγμές αφόρητης έντασης που σφηνώνουν σε ένα βαλτοπέδιο χρόνου. Κι εγώ ανάπηρος να κολυμπώ στη λάσπη. Να προσπαθώ επίμονα να καταλάβω, να προσπαθώ νωχελικά να επιζώ...

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Στα δύσκολα

Βαθειά ανάσα. Προσπαθώ να τιθασσευσω τις σκέψεις μου. Χοροπηδούν ανεξέλεγκτα σαν παιδάκια αφημενα ελεύθερα. Δεν υπάρχει κανόνας, δεν υπάρχει συνέχεια στο παιχνίδι τους. Απλά βρίσκονται εκεί, δρουν και αντιδρούν.

Δεν υπάρχει μέλλον μου λένε. Άδικα προσπαθείς να το επηρρεασεις. Είσαι λίγος και το παιχνίδι είναι δύσκολο για σένα. Κάνε τον συμβιβασμό σου και προσευχήσου στην εύνοια των μεγάλων. Πιο καλά θα την βγάλεις.

Πως να σταματήσω ρωτάω. Πήρα φορά, ο δρόμος γλιστερος και τα παππουτσια λιωμενα. Κι αν έβλεπα και βλέπω ακόμη μπροστά τον ήλιο, πως να πισωγυρισω; Συμβιβάζεται το θέλω με το μπορώ;

Μην ανησυχείς. Αυτά που θα ρθουν αλλάζουν. Κι αν φωτισεις το χάος με ένα φακό, πάλι χάος θα μείνει. Τράβα τον δρόμο σου και περίμενε. Σε μια στιγμή κρύβεται το αποτέλεσμα. 

Το μάλλινο φουστάνι



Μάυρα παππούτσια, ένα μάλλινο φουστάνι,
Δεν κοιμάμαι πια, ξέρεις, παρακολουθώ
Τον ύπνο της
Κι όλα αυτά που την πληγώνουν με σκοτώνουν

Δεν ζω πια, ξέρεις, καίγομαι
Κι όλα αυτά που την πληγώνουν με σκοτώνουν
Ζηλιάρα και όμορφη
Ξέρεις, παρακολουθώ τον ύπνο της

Καθώς γέρνει το κορμί,
Καθώς ισορροπεί,
Βλέπετε πως τίποτα δεν λείπει
Ούτε οι σιωπές,
Ούτε οι όρκοι,
Ούτε οι κορδέλες
- πιστές και γαλανές -
Ούτε τα καγβαδάκια των ερωτευμένων

Όταν πέφτει το βράδυ
Μην σκεφτείτε
Πως θα κάνουμε έρωτα στο σκοτάδι
Μες στο δωμάτιο
Γελά, υποκρίνεται,
Κι εγώ πεθαίνω
από έρωτα για κείνη

Άλλες φορές την σκέφτομαι,
Σαν τον Θεό, χωρίς να πολυπιστεύω
Τρελή ελπίδα ενός παράλογου έρωτα
Χορεύει, τραγουδά
Κι όταν βγαίνει
Περιμένω, περιμένω
Και προσεύχομαι

Καθώς γέρνει το κορμί,
Καθώς ισορροπεί,
Βλέπετε πως τίποτα δεν λείπει
Αλλάζει το φουστάνι της
Και το νερό των λουλουδιών
Κι εγώ, πεθαίνω
από έρωτα για κείνη
Άλλες φορές,
Την σκέφτομαι
Σαν τον Θεό, χωρίς να πολυπιστεύω

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Εντός, εκτός και επί τα αυτά

Κάποια στιγμή, απρόσμενα, με ρώτησε: "Αλήθεια, πρέπει να ζεις για να γράφεις; Ή γράφεις για να ζεις;" Τον κοίταξα επίμονα, μην καταφέρνοντας να ξεδιαλύνω μέσα μου αν αυτό που ένοιωθα ήταν έκπληξη ή απορία. Σκέφτηκα πως αν ένας άγνωστος μπορεί τόσο ανέμελα να διαβάσει την ψυχή μου, ίσως άδικα δυσκολεύομαι να ημερεύσω τις λέξεις μου. Γιατί όλη μου τη ζωή διστάζω ανάμεσα σε τούτα τα δύο θηρία: βαθιά μέσα μου αισθάνομαι πως πρέπει να ζω για να γράφω, να βγω στον δρόμο και να αγγίξω τον κόσμο, να νοιώσω την αύρα του και να αφουγκραστώ την σιωπή του, να ζήσω όσα έχουν να μου ιστορήσουν τα μάτια του, να αφεθώ στο νανούρισμα της φωνής του, κι ύστερα να αποτυπώσω την εμπειρία μου αυτή στο χαρτί. Κι από την άλλη, μια ανεκπληρωτη ανάγκη με σπρώχνει πάλι προς τα μέσα, εκεί που ταλαντεύονται χιλιάδες κόσμοι, εκεί που σμιλεύονται χιλιάδες ζωές, και συναισθήματα πρωτόγνωρα που βιάζονται να με τυλίξουν, και μια ανεξέλεγκτη ροή από πιθανότητες που με κατακλύζει, χωρίς όρια και περιορισμούς, εκεί που κάθε κλικ ξεκλειδώνει κι ένα καινούριο κλικ, σε μια πολυδιάστατη αλυσίδα εναλλακτικών πεπρωμένων. Γιατί τελικά η προσπάθεια μου μπερδεύεται μεταξύ της επιθυμίας και της ανάγκης. Ανάγκη να ζήσω μέσα μου όσα θα επιθυμούσα να ζήσω εκτός μου.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Η στιγμή του Αλμπινόνι

Με πλησίασε με ένα άδειο βλέμμα. Όλος ο κόσμος ήταν κλεισμένος μέσα της. Παγιδευμένος στα βουρκωμένα μάτια της. Λαμπύριζε σαν το φως του φεγγαριού πάνω στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Ψύχρανε ο τόπος. Την κοίταξα αμίλητος. Ένα πικραμένο βιολί τσάκισε την καρδιά μου.

Ήρθε κοντά μου. Άπλωσα το χέρι μου να την αγγίξω στο μάγουλο. Να της μεταφέρω όσα δεν βγαίναν από τα σφραγισμένα μου χείλη. Όσα φοβούνταν να γίνουν λέξεις. Αλλά τα δάχτυλα μου μείναν μετέωρα. Σαν μαγεμένα στάθηκαν μερικές σπιθαμές μακριά.

Είναι τόσο δύσκολο να χορέψεις με την αλήθεια. Σε κοιτάει κατάματα. Κι ο μαγνητισμός της σε παρασύρει σε βήματα που δεν θα έκανες ποτέ. Και βρίσκεσαι να στροβιλίζεσαι ασταμάτητα σε μια δίνη συναισθημάτων που δεν αντέχεις. Σε καίνε. Και θέλεις να κλάψεις. Και να γελάσεις. Και να ουρλιάξεις. Και ν’ αφεθείς.

Και στην κατάπαυση του χρόνου απομείναμε να κοιτάζουμε τη διανομή των ρόλων. Ο εύθραυστος και ο δειλός αντίκρυ. Να παλεύουμε με τις αναθυμιάσεις της ψυχής.

Και τότε συνέβη. Χωρίς προειδοποίηση. Ένας κατακλυσμός από μεθυσμένους φθόγγους γέμισε το κεφάλι μου. Και το σώμα μου έπαψε πια να υπακούει. Σαν ηλεκτρισμένο από την ελευθερία χύθηκε πάνω της.

Τα χείλη μου κόλλησαν στα δικά της. Για πρώτη φορά. Τα κορμιά μας πλησίασαν και εναποτέθηκαν το ένα στο άλλο. Και η φόρτιση ήταν τόση που μια αστραπή διέσχισε βιαστικά το σκοτάδι. Και στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν στις αχνισμένες σκιες μας.

Και η στιγμή διήρκεσε όσο η υπόλοιπη ζωή. Ούτε λιγότερο. Ούτε περισσότερο.

Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Που εισαι;

Που είσαι;
Οι σκέψεις με μαστιγώνουν όταν δεν είσαι κοντά
Με τιμωρούν
Όχι για λάθη που δεν έκανα ποτέ
Αλλά για εκείνα που δεν τόλμησα να κάνω

Με σημαδεύουν
Με τον ίδιο σαρκασμό που αγαπώ και μισώ
Με την αναίσθητη ευαισθησία
Που με κρατά μπερδεμένο
Για το ποιος είμαι

Ένα είδωλο σε μια λακούβα με λασπόνερα
Ή μια σκιά κρυμμένη σ’ένα πίνακα του Μονέ

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Η ακρίδα, ο σάλιαγκας και το φίδι

Γεννήθηκα ακρίδα. Μια παράξενη ακρίδα χωρίς φτερά αλλά με δυνατά πόδια. Το έβρισκα πάντα πολύ φυσικό να πηδάω από λουλούδι σε λουλούδι. Να μη μένω ποτέ στο ίδιο σημείο. Να στοχεύω όλο και ψηλότερα. Να ανέβω στα λαμπερά πέταλα από όπου φαίνεται όλος ο κόσμος. Όλος ο κόσμος δικός μου, μπροστά στα μάτια μου. Κι ας μην είχα φτερά, είχα μεγάλη θέληση. Απλά έπρεπε να συνεχίσω την προσπάθεια και θα έφτανα... Αλλά αργούσα. Και ο καιρός περνούσε. Μια φορά μου είπε κάποιος «εσύ θα μπορούσες να γίνεις σάλιαγκας». Γέλασα. «Εγώ είμαι ακρίδα» απάντησα. «Κι όμως θα μπορούσες να γίνεις καλός σάλιαγκας!» συνέχισε. «Σκέψου το! Οι σάλιαγκες κινούνται αργά και σταθερά. Μα είναι προσηλωμένοι στο στόχο τους. Και χρησιμοποιούν το σάλιο τους για να διευκολύνουν το πέρασμά τους.» Και τότε αναρωτήθηκα αν είχα πάρει το σώστο δρόμο. Ίσως πηδώντας από λουλούδι σε λουλούδι να μην έφθανα ποτέ στα λαμπερά πέταλα που ονειρευόμουν. Ίσως θα έπρεπε να φέρομαι σαν σάλιαγκας για να τα καταφέρω. Κι έτσι ξεκίνησα μερικές φορές να προσπαθώ να μιμηθώ τους σάλιαγκες. Έδενα τα πόδια μου με ένα σχοινί κόμπο για να μην με ξεγελάσουν. Και σερνόμουν προς τα κει που ήθελα να πάω αφήνοντας το σάλιο να γλυκάνει το δρόμο μου. Στην αρχή ήμουν διστακτικός και έκανα λάθη. Τα πόδια μου προσπαθούσαν αντανακλαστικά να λυγίσουν και να τεντωθούν, κι έτσι έπεφτα καταγής, μέσα στα ίδια μου τα σάλια. Έγλυψα φραγκοσυκιές και κάκτους μέχρι να καταλάβω ότι το σάλιο δεν πάει παντού. Όμως κάποια στιγμή οι κόποι μου απέδωσαν. Ανέβαινα ψηλότερα σαν σάλιαγκας. Και παρόλο που το σώμα μου φώναζε «ακρίδα», κοιτούσα στον καθρέπτη και έβλεπα έναν σάλιαγκα. ‘Ομως ακόμα ήμουν μακρυά από τα λαμπερά πέταλα που ονειρευόμουν. Και σαν σάλιαγκας κινιόμουν αργά. Δεν είχα άλλη υπομονή, ο χρόνος περνούσε. Πήγα και βρήκα λοιπόν εκείνον που μου πρότεινε να γίνω σάλιαγκας. «Μου είπες να γίνω σάλιαγκας κι εγώ σε άκουσα» είπα με παράπονο. «Κι όμως δεν έχω φτάσει ακόμα στο στόχο μου». Χαμογέλασε. «Κοίταξε γύρω σου» είπε σε λίγο. «Τί βλέπεις;» Άρχισα να εκνευρίζομαι. «Βλέπω πως δεν είμαι ακόμα εκεί που θα ήθελα να είμαι» είπα τσιτωμένος. «Και ποιος είναι εκεί που θα ήθελες να είσαι;» με ρώτησε. Κοίταξα ψηλά αναζητώντας τα λαμπερά πέταλα που πάντα ονειρευόμουν. Και τότε είδα τα φίδια. Ο άγνωστος διάβασε τη σκέψη μου. «Αν θέλεις να φτάσεις εκεί, θα πρέπει να γίνεις φίδι. Δεν είναι δύσκολο. Προσπάθησε!». Τα φίδια χρησιμοποιούν τα ευέλικτα κορμιά τους για να σκαρφάλωνουν γρήγορα. Ξέρουν να τυλίγονται στο κατάλληλο δένδρο και ύστερα ελίσσονται με θαυμαστό τρόπο για να φτάσουν στην κορυφή. Κι έτσι ξεκίνησα να προσπαθώ να μιμούμαι τα φίδια. Έδεσα και τα χέρια μου κόμπο για να μην με ξεγελάσουν, λύγιζα το κορμί μου δεξιά και αριστερά, σερνόμουν, διπλωνόμουν και ξεδιπλωνόμουν μέχρι να καταφέρω να αποκτήσω τις δεξιότητες των φιδιών. Και κάποια στιγμη οι προσπάθειές μου απέδωσαν. Μπορούσα πια να κινούμαι γρήγορα και ν’ανεβαίνω ψηλά. Κι ενώ το σώμα μου φώναζε «ακρίδα», κι ενώ ένα κομμάτι μέσα μου ένοιωθε «σάλιαγκας», εγώ στον καθρέπτη έβλεπα ένα φίδι. Και σαν φίδι κατάφερα μια φορά να φτάσω στα λαμπερά πέταλα που πάντα ονειρευόμουν. Και δάκρυσα από χαρά που μετά από τόσο κόπο είχα πετύχει το στόχο μου. Και χαμογέλασα γιατί όλος ο κόσμος ανοιγόταν μπροστά στα μάτια μου. Τα μάτια της ακρίδας που ένοιωθαν λίγο σάλιαγκας και φέρονταν σαν φίδι. Και μες στον ενθουσιασμό μου, είπα «τώρα μπορώ επιτέλους να χαρώ το όνειρό μου» και βιάστηκα να λύσω τα χέρια μου και τα πόδια μου για να αγκαλιάσω τον κόσμο. Και τότε εκείνα, σαν να περίμεναν καιρό, λύγισαν και τεντώθηκαν απότομα για να ξεσκουριάσουν, για να νοιώσουν και πάλι ζωντανά, για να βρουν την κρυμμένη ακρίδα μέσα τους. Κι έτσι βρέθηκα στο κενό, με ένα ευέλικτο κορμί που μου ήταν άχρηστο, ένα σάλιο που έκανε τον αέρα ψυχρό, και μια καρδιά ακρίδας τσακισμένη πριν καν αγγίξει το έδαφος. Γεννήθηκα ακρίδα. Έγινα σάλιαγκας κι έγινα φίδι. Και μια στιγμή μονάχα πριν το τέλος ξαναγεννήθηκα.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Χειμώνας

Μερικές φορές ονειρεύομαι πως η ζωή μου κυλάει σαν ταινία... Σαν να παρατηρώ τον εαυτό μου από μια εξωτερική λήψη. Κι ύστερα γυρνάω σε μια steadycam στερεωμένη στον ώμο μου. Κι ύστερα τρέχω και τα μάτια μου γίνονται ο φακός... Και ταυτόχρονα παρακολουθώ το μοντάζ από μια σκοτεινή αίθουσα σε κάποια γωνιά του μυαλού μου. Και ακούω μουσικές. Μουσικές που με προστάζουν πως να ζήσω, κατευθύνουν τα συναισθήματά μου κι έτσι κατευθύνουν την νοερή ύπαρξή μου. Η ζωή μου υπακούει σε μουσικές. Σαν τον χειμώνα του Βιβάλντι εναλλάσσεται αρμονικά μεταξύ της ηρεμίας και της έντασης. Σαν τα σφιγμένα χείλη του Κάραγιαν, σαν το βασανισμένο μέτωπο της σολίστ, ζωγραφίζει το πρόσωπό μου.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Σώπα

Ένα δάχτυλο άγγιξε τα χείλη του. Σώπα μωρό μου. Μην κάνεις τις σκέψεις σου λέξεις. Μην δίνεις ζωή στον δήμιο που σε μαστιγώνει. Είναι άσπλαχνος. Δε θα σταματήσει ποτέ. Θα σε οδηγήσει μέχρι το τέλος. Μην τον ενθαρρύνεις. Πολέμησέ τον. Κι ας μπλαβιάσουν τα χείλη σου. Κι ας ματώσει η γλώσσα σου.

Δεν ξέρω τι θα συμβεί πρώτο. Το δάκρυ που θα ξεπεταχτεί ή τα χέρια μου που θ΄απλωθούν να σ΄αγκαλιάσουν. Θέλω να κρύψω το στόμα μου στον κόρφο σου. Να γίνει ένα το ουρλιαχτό μου με τα σπλάχνα σου. Θέλω να σφίξω τα μάτια μου στο δέρμα σου. Να πλημμυρίσουν τα αναφιλητά μου την ψυχή σου.

Σώπα μωρό μου. Είμαι εδώ. Αντίκρυ θα περάσουμε τη νύχτα. Μαζί θα υπομείνουμε τις άδειες απειλές της. Μην την φοβάσαι. Είναι λιγότερο σκληρή αν την γνωρίσεις. Ίσως και να την συμπαθήσεις. Κλείσε τα μάτια σου και άκου την βροχή...

Μάνα βροχή νανούρισέ με. Τι όμορφα που αντηχεί η σύνθεσή σου. Θα βγω έξω να ξεπλύνω τον φόβο μου στις νότες σου.

Σώπα μωρό μου. Ως πότε θα κοιτάζεις τη ζωή με ανησυχία; Δεν την ελέγχεις καλέ μου, μην σκιάζεσαι. Τρικυμία είναι η ζωή κι εσύ το καρυδότσουφλο. Έχε της εμπιστοσύνη κι ίσως να σε ξεβράσει στον παράδεισο. Κι αν κατά τύχη σε στείλει στο βυθό, χαμογέλα. Ένας καινούριος κόσμος σε περιμένει.

Έμπνευση

Έμπνευση,
.........Είναι ο έρωτας
..................Είναι η ελευθερία
...........................Είναι το όνειρο
Πόσο εύκολα κυλάει ο νους στα άπιαστα
Πόσο δύσκολα αγγίζει πια τα καθημερινά
............................Τα αναπόφευκτα
...................- Αυτά που είναι
..........Δεν έχουν ανάγκη
Να ειπωθούν...

Άγνωστες Λέξεις

Τι απέγινε η γλώσσα μου
Με κυκλώσανε άγνωστες λέξεις
Τρέχει η σκέψη μου ανάμεσά τους
Κι όλο πέφτει και πληγώνεται

Έγινα άλλος που δεν είμαι
Χαμένη ταυτότητα στο δρόμο
Θύμα άγνοιας κι αδιαφορίας
Στο διάβα των τριγύρω

Αναμασώ λόγια ξένα
Με θλιβερή προσπάθεια ειπωμένα
Σε μια αμήχανη εσωτερική σιωπή
Γελώ και κλαίω στο άκουσμά τους

Τι απέγινε η γλώσσα μου
Τι απέγινε η σκέψη μου
Ποια αρρώστια τις λύγισε
Ποια μοίρα τις νίκησε