Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Νάταλι

Είναι μερικές εικόνες που έχουν την δύναμη να γαληνεύουν την ψυχή. Σαν κι ετούτη εδώ. Με βλέπω ακουμπισμένη στη κουπαστή, να αγναντεύω το λαμπύρισμα του φεγγαριού πάνω στα ήσυχα νερά του ωκεανού, και σκέφτομαι πως κάπως έτσι θα μπορούσε να τελειώσει η ζωή μου. Μέσα σ´αυτό το ακατάληπτο ψυχικό καταλάγιασμα θα ήθελα να φύγω. Όλα είναι τόσο αρμονικά. Απέναντι, θα ´ναι μισό μίλι μακριά, τρεμοσβήνουν τα φωτάκια του νησιού, είναι ακόμα νωρίς, κάποιοι ανάψανε φωτιά στην παραλία, μια γλυκιά μελωδία χάνεται στο σκοτάδι και η καλοκαιρινή αύρα σαν να φέρνει στα αυτιά μου τους ψιθύρους των ερωτευμένων. Πίνω μια γουλιά λευκό σαμπλί και αναρωτιέμαι αν το νερό του ωκεανού θα είναι κρύο αυτήν την ώρα.

Που χάθηκε πάλι; Έχουμε φτάσει σε σημείο να μην μπορούμε να βρεθούμε σε θαλαμηγό τριάντα μέτρων. Από μένα κρύβεται; Ύστερα απο δύο γάμους, ακόμα δεν έχω καταφέρει να αποκρυπτογραφήσω τη σκέψη της. Κάποτε ήμουν το όνειρό της, πότε έγινα εφιάλτης; Άλλη μια δύσκολη νύχτα, θα περάσει. Που έβαλα αυτό του μπουκάλι; Είχα ένα κακό προαίσθημα γι αυτήν την ταινία από την αρχή. Όταν την βλέπω στα γυρίσματα μαζί του επιβεβαιώνονται οι φόβοι μου. Τα μάτια της την προδίδουν. Αυτά τα μεγάλα λαμπερά μάτια δεν μπορούν υποκριθούν. Πως ήμουν τόσο ανόητος μέχρι τώρα; Πρέπει να δώσω ένα τέλος σε όλα αυτά.

Είναι τόσο όμορφη απόψε. Τόσο όμορφη. Πρέπει να την βγάλω απο το μυαλό μου. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε σχεδόν κατάλαβε. Τώρα είναι αργά. Σε λίγο θ´ ανέβει πάλι. Θα φέρει το πανάκριβο ουίσκι του, θα απλώσει τον ανδρισμό του στην πολυθρόνα και θα μου επιβάλλει τις σκέψεις του. Είναι δικιά του, ορίζει τη ζωή της. Την κρατά δέσμια ενός άστοχου γάμου, ενός αποτυχημένου εναλλακτικού πεπρωμένου, ενός φθαρμένου ονείρου. Δεν τα χρειάζεται όλα αυτά. Δεν τον χρειάζεται πια. Είναι ένας κινηματογραφικός άγγελος. Ξεχειλίζει απο ταλέντο και την περιβάλλει μια μαγική αύρα. Δεν τον έχει ανάγκη. Είναι καιρός να αλλάξουν τα πράγματα. Θα του μιλήσω.

Αυτή η γλυκιά ζάλη είναι η μικρή μου απόδραση. Δεν θέλω πια να ζω. Μόνο να ονειρεύομαι. Να κλείνω τα μάτια και να χαμογελώ ανάλαφρα στην στερνότερη μου φίλη, την ψευδαίσθηση. Ο ένας με πνίγει, ο άλλος με ανακουφίζει. Κανένας τους δεν μπορεί πια να με σηκώνει ψηλά. Ν´ανοίγω τα φτερά μου και να πετώ πάνω απο τον ωκεανό. Να χορεύω γυμνή με τ´αστέρια ένα τανγκό που δεν τελειώνει ποτέ. Ανοίγω τα μάτια, το ποτήρι στο χέρι μου άδειο, η ώρα περασμένη, τα χείλη σφιχτά και διψασμένα. Λίγο ακόμα και όλα θα τελειώσουν.

Λίγο οινόπνευμα και οι ψυχές τραγουδάνε. Ήπιε το ουίσκι μου και η μάσκα του έλιωσε πάνω στο πρόσωπό του. Άρχισε να ξεστομίζει τα σκουπίδια του πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο της υποτιθέμενης φιλίας μας. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Πρέπει να την αφήσω, λέει, να πάρει το χρόνο της, να πάρει τον δρόμο της. Η ζωη της είναι ένα χρυσό κλουβί που την αποτρελαίνει. Να πάρει τον δρόμο της προς το κρεβάτι του εννοεί. Ο κερατάς. Ήμουν έτοιμος να τον πετάξω στη θάλασσα. Αν δεν ήταν ο καταραμένος ο καπετάνιος θα το είχα κάνει. Μ´ ευχαρίστηση. Που είναι αυτή τώρα;

Πρέπει να την πείσω να φύγουμε. Τώρα. Οι δυο μας. Εκείνος τα ξέρει όλα. Τα διάβασε στα λόγια μου. Το παρελθόν παραμονεύει πάντα σε μια απορροή της σκέψης. Θα πάρουμε τη βάρκα για το νησί. Και αύριο πρωί θα φύγουμε με το καράβι προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν θα μου αρνηθεί. Δεν μπορεί να μου αρνηθεί. Έριξα τον κύβο για χάρη της. Δεν θα κάνω πίσω τώρα. Είναι πολλά αυτα που διακυβεύονται.

Το νερό είναι κρύο. Χαϊδεύει το κορμί μου σαν σιδερένια βούρτσα. Το εξαγνίζει από την ανημπόρια και την κατάθλιψη. Επιτέλους μόνη. Ελεύθερη απο τους δαίμονες του πλοίου. Δεν θέλω να μείνω μαζί του άλλο, δεν θέλω να φύγω με τον άλλον. Το κατάλαβαν. Θέλω απλά να κλείσω τα μάτια. Ν´αφεθώ στην αγκαλιά του ωκεανού. Να φέρω στο νου μου την τελευταία αυτή εικόνα που γαλήνεψε την ψυχή μου. Βάρυνε το σώμα μου. Ας αλαφρώσει ο νους μου. Το νερό με κυκλώνει κι εγώ βυθίζομαι. Είναι η απόγνωση που με τραβά ή δύο χέρια που με σπρώχνουν;

Δεν υπάρχουν σχόλια: