Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Στην πόλη

Κατέβηκα στην πόλη εχθές. Πήδηξα από το σύννεφο και προσγειωθηκα στο πλακόστρωτο. Ένας γκριζος γάτος γύρισε και μου έριξε μια στραβή ματιά. Έβαλα τον δείκτη κάθετα στα χείλη μου και του έγνεψα. Μάλλον κατάλαβε. Συνέχισε να με κοιτάει νωχελικά χωρίς να βγάλει άχνα.

Κόσμος άρχισε να κινείται γύρω μου. Πολύχρωμες μορφές που διασταυρώνονταν με την βοήθεια ενός χαοτικού προγραμματισμού. Κοίταξα τα πόδια μου και έδωσα εντολή. Διέσχισα αδίστακτα τον δρόμο και σταμάτησα μπροστά σε μια βιτρίνα. Έμεινα να παρατηρώ το είδωλό μου σε φόντο σοκολάτας.

Μες στη σιγή ξύπνησε ο Μότσαρτ. Ο βιολιστής της τράπεζας με τα μακριά μαλλιά που κάποτε ζούσε σε μια κοινόβια ορχηστρα. Έπαιξε το όργανο του δυνατά. Η μελωδία τρυπωσε μέσα μου και δεν θα έφευγε παρά μόνο μετά από δύο ώρες και τριάντα τρία λεπτά.

Προχώρησα πιο κάτω. Ήθελα απλά ν´ακούσω το ανιαρό χτύπημα απο το τακούνι της μπότας μου στο πεζοδρόμιο. Συγκεντρωμένος καθώς ήμουν παρα λίγο να πέσω πάνω στο άγαλμα. Άνθρωποι τριγύρω τον παρατηρούν. Στέκεται ακίνητος, τα πόδια λυγισμένα σαν να κάθεται σε μια αόρατη καρέκλα. Του βγάζω το καπέλο. Βγάζει κι εκείνος το δικό του για την ανταμοιβή.

Ένα τραμ περνάει βουίζοντας και μου ξύνει τρυφερά την πλάτη. Η αύρα του φέρνει στα πόδια μου ένα ακροδεξιό μπαλόνι. Προς στιγμή σκέφτομαι να το κράτησω για τον μικρό. Μόλις συνέρχομαι, διώχνω βίαια αυτη τη σκέψη και αυτομαστιγώνομαι.

Μύρισε κάστανο. Πλησιάζω την καντίνα και μιλάω μια άγνωστη γλώσσα. Παραδόξως ο πωλητής με καταλαβαίνει. Μου δίνει το σακουλάκι κι εγώ του δίνω τα ψιλά που δεν έδωσα στο άγαλμα. Αναρωτιέμαι που θα ρίχνω τα τσόφλια. Η αδυναμία απάντησης με κρατά ακίνητο για μερικά δευτερόλεπτα. Τελικά βάζω τα κάστανα στην τσέπη. Θα τους επιτεθώ στην επιστροφή.

Περπατώ περπατώ εις την πόλη κι έχει γεμίσει ο τόπος λύκους! Μου δείχνουν τα δόντια τους όταν μπαίνω στα μαγαζιά τους κι εγώ πισωγυρίζω τρομαγμένος. Μέχρι να βγω απο την πόρτα μου έχουν αρπάξει μερικά κομμάτια απο τα ρούχα. Τουλάχιστον γλίτωσα τα κάστανα.

Με τα ρούχα μου να κρέμονται σαν κουρέλια, κοιτάζω ψηλά και σφυρίζω κλέφτικα. Ένα γλυκό αεράκι με σπρώχνει σ´ένα απόμακρο στενό. Εκεί με περιμένει το άσπρο μου άλογο. Γρήγορα πίσω, του λέω, κι εκείνο παίρνει την ανηφόρα. Αφήνω έναν αναστεναγμό και πέφτει σκοτάδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: