Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Φοβάμαι τη νυχτα

Ανοίγω τα μάτια και βλέπω σκοτάδι. Μόλις ξάπλωσα. Περασμένα μεσάνυχτα. Μόνο ο χτύπος της καρδιάς σπάει τη σιωπή. Σε λίγο θα γίνει πάλι ανεπαίσθητος. Θα υπερκαλυφθεί απο τη βαβούρα της σκέψης.

Τα γρανάζια δουλεύουν νυχτερινή βάρδια τελευταία. Παράγουν παράνοια με τεϋλορική ακρίβεια.

Συνήθισα να ξαγρυπνώ. Ο χρόνος κυλά βασανιστικά αργά και τελειώνει απελπιστικά γρήγορα. Τα κόκκινα ψηφία στον τοίχο δεν σταματούν να μου το θυμίζουν. Η ώρα μια επιγραφή απο αίμα. Μπροστά στην θυσία του ύπνου ικετεύω για λίγη εύνοια.

Τι με κρατά δέσμιο και πάλι; Είναι τα σκαλοπάτια που ανεβαίνω προς το θάνατο;

Φέρνω στο μυαλό τους γονείς μου. Αναρωτιέμαι τι να σκέφτονται, αν μετρούν τις στιγμές τους. Βλέπω τον εαυτό μου στη θέση τους. Καταλαβαίνω περισσότερα τώρα. Το παιδί που θα ´ρθει, το παιδί που μεγαλώνει, το παιδί που θα πάρει τη θέση μου. Καταλαβαίνω και φοβάμαι.

Κι ύστερα είναι το σταυροδρόμι. Η πυξίδα που με έφερε ως εδώ σκούριασε. Την πέταξα με θυμό στο γκρεμό της απόγνωσης. Καλύτερα χωρίς οδηγό. Κι όμως η επιλογή με βαραίνει. Λησμόνησα την ξεγνοιασιά της διαδρομής. Κι όλοι οι δρόμοι μου μοιάζουν αδειοι.

Είναι η διάψευση του ονείρου. Εκείνου που νόμιζα ότι ζω κι εκείνου που αναγκάζομαι να ζήσω. Δεν μπορώ να κοιτάξω τη ζωή στα μάτια. Φοβάμαι.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Στην πόλη

Κατέβηκα στην πόλη εχθές. Πήδηξα από το σύννεφο και προσγειωθηκα στο πλακόστρωτο. Ένας γκριζος γάτος γύρισε και μου έριξε μια στραβή ματιά. Έβαλα τον δείκτη κάθετα στα χείλη μου και του έγνεψα. Μάλλον κατάλαβε. Συνέχισε να με κοιτάει νωχελικά χωρίς να βγάλει άχνα.

Κόσμος άρχισε να κινείται γύρω μου. Πολύχρωμες μορφές που διασταυρώνονταν με την βοήθεια ενός χαοτικού προγραμματισμού. Κοίταξα τα πόδια μου και έδωσα εντολή. Διέσχισα αδίστακτα τον δρόμο και σταμάτησα μπροστά σε μια βιτρίνα. Έμεινα να παρατηρώ το είδωλό μου σε φόντο σοκολάτας.

Μες στη σιγή ξύπνησε ο Μότσαρτ. Ο βιολιστής της τράπεζας με τα μακριά μαλλιά που κάποτε ζούσε σε μια κοινόβια ορχηστρα. Έπαιξε το όργανο του δυνατά. Η μελωδία τρυπωσε μέσα μου και δεν θα έφευγε παρά μόνο μετά από δύο ώρες και τριάντα τρία λεπτά.

Προχώρησα πιο κάτω. Ήθελα απλά ν´ακούσω το ανιαρό χτύπημα απο το τακούνι της μπότας μου στο πεζοδρόμιο. Συγκεντρωμένος καθώς ήμουν παρα λίγο να πέσω πάνω στο άγαλμα. Άνθρωποι τριγύρω τον παρατηρούν. Στέκεται ακίνητος, τα πόδια λυγισμένα σαν να κάθεται σε μια αόρατη καρέκλα. Του βγάζω το καπέλο. Βγάζει κι εκείνος το δικό του για την ανταμοιβή.

Ένα τραμ περνάει βουίζοντας και μου ξύνει τρυφερά την πλάτη. Η αύρα του φέρνει στα πόδια μου ένα ακροδεξιό μπαλόνι. Προς στιγμή σκέφτομαι να το κράτησω για τον μικρό. Μόλις συνέρχομαι, διώχνω βίαια αυτη τη σκέψη και αυτομαστιγώνομαι.

Μύρισε κάστανο. Πλησιάζω την καντίνα και μιλάω μια άγνωστη γλώσσα. Παραδόξως ο πωλητής με καταλαβαίνει. Μου δίνει το σακουλάκι κι εγώ του δίνω τα ψιλά που δεν έδωσα στο άγαλμα. Αναρωτιέμαι που θα ρίχνω τα τσόφλια. Η αδυναμία απάντησης με κρατά ακίνητο για μερικά δευτερόλεπτα. Τελικά βάζω τα κάστανα στην τσέπη. Θα τους επιτεθώ στην επιστροφή.

Περπατώ περπατώ εις την πόλη κι έχει γεμίσει ο τόπος λύκους! Μου δείχνουν τα δόντια τους όταν μπαίνω στα μαγαζιά τους κι εγώ πισωγυρίζω τρομαγμένος. Μέχρι να βγω απο την πόρτα μου έχουν αρπάξει μερικά κομμάτια απο τα ρούχα. Τουλάχιστον γλίτωσα τα κάστανα.

Με τα ρούχα μου να κρέμονται σαν κουρέλια, κοιτάζω ψηλά και σφυρίζω κλέφτικα. Ένα γλυκό αεράκι με σπρώχνει σ´ένα απόμακρο στενό. Εκεί με περιμένει το άσπρο μου άλογο. Γρήγορα πίσω, του λέω, κι εκείνο παίρνει την ανηφόρα. Αφήνω έναν αναστεναγμό και πέφτει σκοτάδι.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Νάταλι

Είναι μερικές εικόνες που έχουν την δύναμη να γαληνεύουν την ψυχή. Σαν κι ετούτη εδώ. Με βλέπω ακουμπισμένη στη κουπαστή, να αγναντεύω το λαμπύρισμα του φεγγαριού πάνω στα ήσυχα νερά του ωκεανού, και σκέφτομαι πως κάπως έτσι θα μπορούσε να τελειώσει η ζωή μου. Μέσα σ´αυτό το ακατάληπτο ψυχικό καταλάγιασμα θα ήθελα να φύγω. Όλα είναι τόσο αρμονικά. Απέναντι, θα ´ναι μισό μίλι μακριά, τρεμοσβήνουν τα φωτάκια του νησιού, είναι ακόμα νωρίς, κάποιοι ανάψανε φωτιά στην παραλία, μια γλυκιά μελωδία χάνεται στο σκοτάδι και η καλοκαιρινή αύρα σαν να φέρνει στα αυτιά μου τους ψιθύρους των ερωτευμένων. Πίνω μια γουλιά λευκό σαμπλί και αναρωτιέμαι αν το νερό του ωκεανού θα είναι κρύο αυτήν την ώρα.

Που χάθηκε πάλι; Έχουμε φτάσει σε σημείο να μην μπορούμε να βρεθούμε σε θαλαμηγό τριάντα μέτρων. Από μένα κρύβεται; Ύστερα απο δύο γάμους, ακόμα δεν έχω καταφέρει να αποκρυπτογραφήσω τη σκέψη της. Κάποτε ήμουν το όνειρό της, πότε έγινα εφιάλτης; Άλλη μια δύσκολη νύχτα, θα περάσει. Που έβαλα αυτό του μπουκάλι; Είχα ένα κακό προαίσθημα γι αυτήν την ταινία από την αρχή. Όταν την βλέπω στα γυρίσματα μαζί του επιβεβαιώνονται οι φόβοι μου. Τα μάτια της την προδίδουν. Αυτά τα μεγάλα λαμπερά μάτια δεν μπορούν υποκριθούν. Πως ήμουν τόσο ανόητος μέχρι τώρα; Πρέπει να δώσω ένα τέλος σε όλα αυτά.

Είναι τόσο όμορφη απόψε. Τόσο όμορφη. Πρέπει να την βγάλω απο το μυαλό μου. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε σχεδόν κατάλαβε. Τώρα είναι αργά. Σε λίγο θ´ ανέβει πάλι. Θα φέρει το πανάκριβο ουίσκι του, θα απλώσει τον ανδρισμό του στην πολυθρόνα και θα μου επιβάλλει τις σκέψεις του. Είναι δικιά του, ορίζει τη ζωή της. Την κρατά δέσμια ενός άστοχου γάμου, ενός αποτυχημένου εναλλακτικού πεπρωμένου, ενός φθαρμένου ονείρου. Δεν τα χρειάζεται όλα αυτά. Δεν τον χρειάζεται πια. Είναι ένας κινηματογραφικός άγγελος. Ξεχειλίζει απο ταλέντο και την περιβάλλει μια μαγική αύρα. Δεν τον έχει ανάγκη. Είναι καιρός να αλλάξουν τα πράγματα. Θα του μιλήσω.

Αυτή η γλυκιά ζάλη είναι η μικρή μου απόδραση. Δεν θέλω πια να ζω. Μόνο να ονειρεύομαι. Να κλείνω τα μάτια και να χαμογελώ ανάλαφρα στην στερνότερη μου φίλη, την ψευδαίσθηση. Ο ένας με πνίγει, ο άλλος με ανακουφίζει. Κανένας τους δεν μπορεί πια να με σηκώνει ψηλά. Ν´ανοίγω τα φτερά μου και να πετώ πάνω απο τον ωκεανό. Να χορεύω γυμνή με τ´αστέρια ένα τανγκό που δεν τελειώνει ποτέ. Ανοίγω τα μάτια, το ποτήρι στο χέρι μου άδειο, η ώρα περασμένη, τα χείλη σφιχτά και διψασμένα. Λίγο ακόμα και όλα θα τελειώσουν.

Λίγο οινόπνευμα και οι ψυχές τραγουδάνε. Ήπιε το ουίσκι μου και η μάσκα του έλιωσε πάνω στο πρόσωπό του. Άρχισε να ξεστομίζει τα σκουπίδια του πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο της υποτιθέμενης φιλίας μας. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Πρέπει να την αφήσω, λέει, να πάρει το χρόνο της, να πάρει τον δρόμο της. Η ζωη της είναι ένα χρυσό κλουβί που την αποτρελαίνει. Να πάρει τον δρόμο της προς το κρεβάτι του εννοεί. Ο κερατάς. Ήμουν έτοιμος να τον πετάξω στη θάλασσα. Αν δεν ήταν ο καταραμένος ο καπετάνιος θα το είχα κάνει. Μ´ ευχαρίστηση. Που είναι αυτή τώρα;

Πρέπει να την πείσω να φύγουμε. Τώρα. Οι δυο μας. Εκείνος τα ξέρει όλα. Τα διάβασε στα λόγια μου. Το παρελθόν παραμονεύει πάντα σε μια απορροή της σκέψης. Θα πάρουμε τη βάρκα για το νησί. Και αύριο πρωί θα φύγουμε με το καράβι προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν θα μου αρνηθεί. Δεν μπορεί να μου αρνηθεί. Έριξα τον κύβο για χάρη της. Δεν θα κάνω πίσω τώρα. Είναι πολλά αυτα που διακυβεύονται.

Το νερό είναι κρύο. Χαϊδεύει το κορμί μου σαν σιδερένια βούρτσα. Το εξαγνίζει από την ανημπόρια και την κατάθλιψη. Επιτέλους μόνη. Ελεύθερη απο τους δαίμονες του πλοίου. Δεν θέλω να μείνω μαζί του άλλο, δεν θέλω να φύγω με τον άλλον. Το κατάλαβαν. Θέλω απλά να κλείσω τα μάτια. Ν´αφεθώ στην αγκαλιά του ωκεανού. Να φέρω στο νου μου την τελευταία αυτή εικόνα που γαλήνεψε την ψυχή μου. Βάρυνε το σώμα μου. Ας αλαφρώσει ο νους μου. Το νερό με κυκλώνει κι εγώ βυθίζομαι. Είναι η απόγνωση που με τραβά ή δύο χέρια που με σπρώχνουν;

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Hello, is it me you 're looking for?

Είναι η αδυναμία μου που διακυβεύεται μέσα απο τα τραγούδια. Μια εύθραυστη αχτίδα φωτός σε ένα τενεκεδένιο υπόστεγο. Φοβάμαι να την κοιτάξω μην την πνίξω με το βλέμμα μου. Μα ακόμα περισσότερο φοβάμαι μήπως δεν την έχει δει ποτέ κανείς.

Κι εσύ; Τι βλέπεις αλήθεια σε αυτά τα μάτια; Σε ποιο σταθμό της ύπαρξης μου σταματά η αμαξοστοιχία της ματιάς σου; Περασες το σημείο τήξης της θέλησης μου; Προχώρησες στο σκοτεινό μονοπάτι του ψυχισμού μου; Πρόλαβες ν´αντικρύσεις την ευάλωτη αιωνιότητα μου;


Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Δεν υπάρχουν λέξεις

Δεν υπάρχουν λέξεις. Καμμιά φορά η σιωπή αρκεί.
Χάνεσαι στην αγκαλιά της. Και χάνεις μαζί τη λογική.

Δεν υπάρχει δρόμος. Μόνο ο προορισμός.
Γύρω σου αυταπάτες. Κι ένας κρυμμένος γυρισμός.

Δεν υπάρχει ανάγκη. Πνίγηκε στο χθες.
Την κατάπιε η ιστορία. Με προθέσεις αγαθές.

Δεν υπάρχει ψέμμα. Μόνο προοπτική.
Σχέδια σε λόγια. Επιτηδευμένη μουσική.

Δεν υπάρχουν λέξεις. Υπάρχουνε φωνές.
Φάρμακα φαρμάκια. Και σκέψεις σκοτεινές.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Μνημες

-Πως επιλέγει το μυαλό μεταξύ της μνήμης και της λησμονιάς; Γιατί κάποια γεγονότα καταλαμβάνουν τις πιο επιφανείς θέσεις στο εργο του παραλόγου ενώ κάποια άλλα κρύβονται πίσω από τα πιο απόμακρα έδρανα; Ποιος απάνθρωπος μηχανισμός ορίζει την ταυτότητα μας, τη συλλογή ιδεών που συμβολίζει αυτό που είμαστε;

Κάποιος προσπάθησε να με πείσει ότι συγκρατουμε μόνο τις θετικές στιγμές. Τοποθετούμε τις καλές φράουλες πάνω πάνω στο κεσεδάκι και αφήνουμε τις άγουρες ή σάπιες να καταχωνιαστούν σε κάποια αθέατη γωνιά. Έτσι αυξάνουμε την πιθανότητα να πουλήσουμε το κεσεδάκι. Έτσι εξασφαλίζουμε την επιβίωση μας. Τι γίνεται όμως όταν γνωρίζεις τον μηχανισμό; Όταν ξέρεις εκ των προτέρων ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να κοιτάξεις λίγο καλύτερα; Ότι αν ανακινήσεις λίγο το κουτάκι, αν ταράξεις την επιτηδευμένη δομή της ύπαρξης σου, θα βρεθείς μπροστά σε αυτό που πάντα φοβόσουν πως βρισκόταν εκεί;

-Μην βυθίζεσαι σε νερά που δεν γνωρίζεις. Γιατί ψάχνεις να βρεις το κλειδί της ύπαρξης σου κάτω απο το χαλάκι όταν η πόρτα είναι ήδη ανοιχτή μπροστά σου; Τα ματια σου ζούνε το τώρα κι όμως εσύ επιμένεις να κοιτάς το πριν και το μετά. Η ζωή είναι ένα άμορφο παζλ ασύνδετων στιγμών. Κάθε στιγμή απο μόνη της είναι μια εν δυνάμει ζωή.

Κοίταξα τα λουλούδια που ήταν όμορφα τοποθετημένα στον πάγκο και δεν άργησα να βρω εκείνα που έψαχνα. Πλησίασα στο ταμείο και τα πρότεινα στην κοπέλα χαμογελώντας. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και ανταμωσε το δικό μου. Και για μια στιγμή, για μια μοναδική στιγμή, πίστεψα ότι προσέφερα σ´ εκείνη τα λουλούδια. Κι εκείνη δίστασε τόσο όσο χρειαζόταν για να καταλάβω ότι πίστεψε ακριβώς το ίδιο. Κι υστερα η ζωή συνεχίστηκε και η εν δυνάμει ζωή πάγωσε για πάντα στο χρόνο.

Δεν μου χρειάζεται να θυμάμαι τα περασμένα. Μου αρκεί να ζω τις θύμησες που μου χρειάζονται.

-Μόνο εγώ λοιπόν επιζώ στα συντρίμμια; Γιατί νιώθω ότι δύσκολες στιγμές, τα ανηλεή γυρίσματα της τύχης, είναι που με κρατούν ζωντανή; Αυτά που φοβάμαι είναι αυτά για τα όποια ανοίγω τα μάτια μου το πρωί. Στηρίζομαι σε διαλυμένα όνειρα και τρέφομαι με τα απομεινάρια μιας αυταπατης. Κι όμως εκεί μοιάζει να βρίσκεται η πηγή της ενέργειας μου.

Πήγα στον τάφο του Β. να αφήσω λίγα λουλούδια. Κοίταξα γύρω μου. Πόσες εν δυνάμει ζωές θα μπορούσες να μετρήσεις! Διάβασα για μια ακόμη φορά τα λιγοστά γράμματα πάνω στο μάρμαρο. Πόσες φορές με μαχαίρωσαν, πόσο σκληρά με λύγισαν, πόση ζωη μου στέρησαν; Μα και συνάμα, πόσες μνήμες μου έσβησαν, πόση κατανόηση μου χάρισαν, πόση ελπίδα μου γέννησαν;

Δεν τις φοβάμαι πια τις σκιές. Μνήμες κρυμμένες δεν τις χωρά ο νους μου.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Κυριακή βράδυ

Κυριακή βράδυ. Πάντα η ίδια ιστορία. Ξέμεινα από ελπίδα μες στην εβδομάδα. Έφτασα στο τέλος της και τα αποθέματα απελπιστικά άδεια. Και τώρα βασανίζομαι πάλι με τις λέξεις. Και τις βασανίζω κι εκείνες. Τι προσπαθώ να καταφέρω; Να αποδράσω απο την πραγματικότητα; Άδικος κόπος. Πάλι Δευτέρα ξημερώνει αύριο. Η ρουτίνα μου πάλι η ίδια θα είναι. Ο χρόνος θα κυλά με τον ίδιο καταιγιστικό ρυθμό. Πότε ήταν η τελευταία φορά που άκουσα μουσική; Αυτό είναι το μέτρο μου. Όταν η απάντηση είναι “δεν θυμάμαι”, ο δρόμος κάπου στράβωσε. Κάνε υπομονή. Μια δύσκολη φάση είναι θα περάσει. Ίσως. Αλλά αυτό δεν με βοηθάει να κοιμάμαι τα βράδυα. Κι ύστερα όλη η μέρα μοιάζει με ένα όνειρο που δεν τελείωσε ποτέ. Στιγμές αφόρητης έντασης που σφηνώνουν σε ένα βαλτοπέδιο χρόνου. Κι εγώ ανάπηρος να κολυμπώ στη λάσπη. Να προσπαθώ επίμονα να καταλάβω, να προσπαθώ νωχελικά να επιζώ...