Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Γκραν Πλας


”Πιστεύεις στο Θεό;”
”Όχι...”
”Κρίμα...”
”Πιστεύω σε κάτι άλλο. Πιστεύω στο όνειρο που κρύβεται μέσα μας.”

Τριγυρνάμε στα σοκάκια της πόλης. Σε μια γωνιά μου πιάνεις απρόσμενα το χέρι. Δεν γυρνάς να με κοιτάξεις. Συνεχίζεις σαν να μην συμβαίνει τίποτα.

Στρίβουμε έναν δρόμο και βγαίνουμε στην μεγάλη πλατεία. Τα φώτα λαμπυρίζουν στον ουρανό. Μια φωνή αντηχεί από το υπερπέραν. Αναγνωρίζω το ”αλληλούια” του Κοέν. Ποιος Θεός μας έφερε εδώ; Ποιό όνειρο ξετυλίγεται μπροστά μας; Μένουμε για μερικά λεπτά ακίνητοι, μαγεμένοι από το παραμυθένιο σκηνικό.

Κοιταζόμαστε. Χίλιες διακόσιες σαράντα επτά φορές είχαμε ανταλλάξει ματιές μέχρι τώρα και καμιά δεν είναι σαν κι αυτή. Γελάς με αυτό το αυθόρμητο γέλιο που δεν θα γίνει ποτέ δικό μου.

”Εσύ, Ραφαέλα, βλέπεις έναν κόσμο που τον ορίζει ο Θεός σου. Τον σμιλεύει με τα χέρια του και στον προσφέρει σαν δώρο. Εγώ βλέπω μια συλλογή από τυχαία κομμάτια. Τα βάζω στο μύλο της ψυχής μου και φτιάχνω ένα όνειρο. Και που και που, το όνειρο προβάλλεται μπροστά στα μάτια μου. Το δικό σου μυστικό είναι η προσδοκία μιας στιγμής που δεν θα έρθει ποτέ. Το δικό μου μυστικό είναι ότι αυτή τη στιγμή την έχω ήδη ζήσει εκατομμύρια φορές.”

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Θέλω να σου μιλήσω

Θέλω να σου μιλήσω
Μα φοβάμαι τις λέξεις
Κάποιο ρόλο θα παίξεις
Και εγώ θα λυγίσω

Θέλω να σου μιλήσω
Μα δειλιάζω στο θέμα
Πως μου λείπεις σαν ψέμμα
Να σου ομολογήσω

Θέλω να σου μιλήσω
Κι είναι ο πόθος μεγάλος
Έχω γίνει ένας άλλος
Δεν γυρίζω πια πίσω

Θέλω να σου μιλήσω
Μα η σιωπή μ´αγκαλιάζει
Με απειλές μ´αναγκάζει
Την καρδιά μου να κλείσω

Θέλω να σου μιλήσω
Μα προδίδω το θέλω
Τη στιγμή καταστέλλω
Που γυρεύω να ζήσω
 

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Τα πρέπει

Όλα αυτά που μου επιβάλλω
Τα επώδυνα πρέπει και τα μη
Είναι σκιές που ζωντανεύουν
Με κάθε ασήμαντη αφορμή

Με κατατρέχουν στο σκοτάδι
Με μαστιγώνουν στη σιωπή
Την ενοχή μου αποδίδουν
Για της ζωής μου την κλοπή

Κι αν θέλω όσα θέλω
Ούτε μπορώ, ούτε τολμώ
Μένω μονάχος να υποφέρω
Με τις σκιές να πολεμώ

Είμαι

Είμαι οι αισθήσεις μου
Η θάλασσα που γεμίζει τα μάτια μου
Η σιωπή πριν την καταιγίδα
Το αλάτι στα χείλη σου
Μυρωδιά από δενδρολίβανο
Το κορμί σου πάνω στο δικό μου

Είμαι οι σκέψεις μου
Η άσπονδη κι αμείλικτη λογική
Το απομακρυσμένο κελί μου
Ακατάληπτες λέξεις στο σκοτάδι
Προβολές του θέλω, αναβολές του μπορώ
Μια στείρα συμφιλίωση με το χρόνο

Είμαι οι πράξεις μου
Η αδιάκοπη υποταγή στην επιθυμία
Η φωνή που διστάζει
Μια περιπλάνηση στη βροχή
Τα χέρια που τρέμουν
Το κορμί που ξεχνά

Είμαι αυτά και τίποτα άλλο
Και κάποτε δεν θα είμαι

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Στο επανιδείν

Ένα κοράκι πέταξε μπροστά στα μάτια μου
Άνοιξε τα φτερά του κι άγγιξε τον άνεμο
Κι εκείνος κατάλαβε και το πήρε μαζί του
Ώσπου έγινε μαύρη κουκίδα στο γαλάζιο φόντο

Ο πόθος μου έρχεται και φεύγει με τον άνεμο
Σαν κοράκι πεινασμένο μου τρώει τα σωθικά
Κάνω ν´ανοίξω τα φτερά μου κι όλο πέφτω
Κι ο δήμιος μου γελά και λέει στο επανιδείν

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Ερωτικό

Η ανάσα σου ζεστή χορεύει στο κορμί μου
Ατίθαση έφηβη γελά με τους κανόνες
Τον χρόνο της απάγει από έκθαμβους αιώνες
Αργά για να σμιλέψει την ορμή μου

Επιδημία το άγγιγμα σου που εξαπλώνεται
Ανάλγητα μετράει τις αντοχές μου
Ποια ανίκητη σε οδηγεί λαχτάρα, πες μου
Στην έδρα του ηφαιστείου που πυρώνεται

Η γλώσσα σου είναι σκάνδαλο περίτεχνα κρυμμένο
Καίει τα σπλάχνα μου κάθε επαφή μαζί της
Ανέγνωρα κι αδιάκριτα το τέλος κι η αρχή της
Τα χίλια βάσανα που κουβαλά καρτερικά υπομένω

Το σώμα σου ναός του Πάνα μαγεμένος
Τριγύρω λόφοι και βουνά, μια εύφορη κοιλάδα
Χάιδεψα το χορτάρι σου αργά, με τρυφεράδα
Προσκύνησα τον ήλιο σου που έκαιγε εγερμένος

Το σώμα σου μια απόκρημνη ακτή λησμονημένη
Κι εγώ μια θάλασσα αφουρτούνιαστη από μέρες
Ξυπνάτε κύματα ψηλά, φυσάτε αγέρες
Να ζώσουμε τον κόλπο αυτό με ταραχή αφρισμένη

Με κέρασες το μέλι σου που μέρες το φιλούσες
Σε μια σπηλιά απάγκια καλά για να μεστώσει
Κι εγώ γουλιά δεν άφησα μέχρι να ξημερώσει
Μέχρις ο ψίθυρος να βγει πως μ´αγαπούσες

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Μαμά

Άσε με να σου μιλήσω
Μη γελάσεις όταν σου πω πως μεγάλωσα
Μαμά
Δεν είναι περηφάνια αυτο που νοιώθω
Φόβος είναι
Πως ο χρόνος μας τελειώνει

Είναι τόσα αυτά που δεν έχω πει
Είναι η αλήθεια μου κρυμμένη
Μαμά
Εσύ βλέπεις ένα παιδί
Κι εγώ αναρωτιέμαι που χάθηκε
Ποιος είναι αυτός που έβαλαν στη θέση του

Πως με καταλαβαίνεις
Δεν κατάλαβα ποτέ
Μαμά
Όσο απομακρύνομαι τα λόγια δυσκολεύουν
Πνίγεται η αδυναμία μου
Σε μια θάλασσα από πρέπει

Δεν θέλω ν´αφήσω το χέρι σου
Μαμά
Ο δρόμος είναι σκοτεινός
Ο κόσμος είναι αδειανός
Κι είναι το άγγιγμα σου φως
Το βλέμμα καταφύγιο

Δεν προσπάθησες να με κρατήσεις
Δεν σκέφτηκες εσένα
Μαμά
Σ´ευχαριστώ για όσα έκανες
Γι αυτό που ήσουνα
Γι αυτό που θα ´σαι πάντα


Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Βροχή


Βρέχει. Βγήκα στον δρόμο γυμνός. Περπάτησα το πλακόστρωτο. Περπάτησα το χώμα. Τα πόδια μου σκλήρυναν και λάσπωσαν. Σαν να αγγίξαν για πρώτη φορά τη γη. Σαν να θέλαν να στεριώσουν. Το νερό που έπεφτε όμως δεν τ´άφηνε. Δεν είναι η ώρα μου ακόμα.

Κοίταξα τριγύρω. Το βλέμμα μου μπερδεύτηκε στη βροχή. Είδα ένα άλογο να δακρύζει. Είδα ένα φύλλο να λυγίζει. Είδα το είδωλο σου πάνω σ´ένα σύννεφο. Έλουσες την κόμη σου. Θώπευσες το κορμί σου. Μάζεψες νερό στην απαλάμη σου. Κι όταν με αντιλήφθηκες, χωρίς δισταγμό, το άφησες να χυθεί ανάμεσα στα δάκτυλα σου.

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Το τέλος

Θυμάσαι πως ξεκινήσαμε; Δεν σου μιλώ για την πρώτη φορά που ειδωθήκαμε. Τότε που γεμάτη υπεροψία άφησες βιαστικά ένα βιβλίο στα χέρια μου και κίνησες να φύγεις. Σαν να ήμουν μια διαρροή στη δεξαμενή του πολύτιμου χρόνου σου. ”Τι περίπτωση είναι αυτή η Ραφαέλα” είχα σκεφτεί!

Όχι, εγώ σου μιλώ για εκείνη τη στιγμή που βρεθήκαμε σε κάποιο μπαλκόνι της πόλης. Τότε που ανταλλάξαμε το πρώτο διερευνητικό βλέμμα. Σαν να αναρωτιόμασταν τι να κρύβεται στα ενδόμυχα του άλλου. Σαν να θέλαμε να μάθουμε. Κάτι είχε αλλάξει σε σένα. Κάτι είχε αλλάξει σε μένα.

Δυο μήνες μετά καθόμασταν σ´ένα πεζούλι και μοιραζόμασταν τις σκέψεις μας. Μια από τις αμέτρητες φορές που θα το κάναμε. Λέξεις που αγγίζονταν άλλοτε προσεχτικά κι άλλοτε τολμηρά. Ένα ιδιότυπο βαλς από λέξεις που προσπαθούσαν να βρουν τον κοινό τους ρυθμό.

Και λίγο αργότερα, συνεχίσαμε να μοιραζόμαστε τον κόσμο μας ανάμεσα σε τσαλακωμένα σεντόνια. Οι λέξεις λιγόστεψαν. Οι αναπνοές έγιναν κυρίαρχες. Η μυρωδιά σου κατέκτησε για πάντα τη μνήμη μου. Η γλώσσα μου εξερεύνησε κάθε άγνωστη χώρα του κορμιού σου. Θυμάσαι αλήθεια;

Κι ύστερα βρεθήκαμε σε άλλους δρόμους. Εγώ έριξα άγκυρα στη στεριά, εσύ άνοιξες πανιά στη θάλασσα. Δεν κοιτάξαμε πίσω. Απλά συνεχίσαμε. Κι αν τα δάχτυλα μας δεν αγγίζονταν πια, οι ψυχές μας συναντιούνταν κρυφά σ´ένα σύννεφο τα βράδια.

Μιλούσαμε και πάλι όπως τον πρώτο καιρό. Για τη ζωή μας, τους συντρόφους μας, τους πόθους και τα όνειρα μας. Ποτέ όμως για το κοινό μας παρελθόν. Σαν να μην υπήρξε ποτε. Σαν να αποφεύγουμε να μιλήσουμε για τον ελέφαντα που έχει θρονιαστεί στο σαλόνι μας.

Κι έτσι πέρασαν μερικά χρόνια. Μέχρι σήμερα που ανηφορίσαμε ενα γνώριμο λόφο. Μιαν άλλην εποχή ερχόμαστε τακτικά εδώ. Εγώ άναβα τσιγάρο, εσύ έγερνες στην αγκαλιά μου, και αρμενίζαμε στη θάλασσα από αστέρια που σχημάτιζαν τα φώτα της πόλης. Σήμερα ο αέρας ήταν βαρύς.

Καθίσαμε πάνω στο ξερό χορτάρι και πιάσαμε την κουβέντα. Ανώδυνα λόγια για να καλύψουν το κενό μεταξύ του ασήμαντου και του σημαντικού. Λόγια μιας ατάραχης επιφάνειας που μετα βίας κρατάει τη λάβα που βράζει μέσα της από το να εκτιναχθεί με δύναμη στον χώρο.

”Δεν μπορώ να συνεχίσω” είπα κάποια στιγμή.
”Καταλαβαίνω...” μου απάντησες χωρίς να με κοιτάξεις.
”Έχεις τη ζωή σου κι έχω τη δική μου” συνέχισα προσπαθώντας να εκλογικεύσω συναισθήματα που δεν υπόκεινται στη λογική. ”Αυτό που υπάρχει μεταξύ μας είναι ένα όμορφο παρελθόν κι ένα αδιέξοδο μέλλον. Κι ανάμεσα στα δύο ένα παράξενο τώρα. Δεν μπορώ πλέον να το ζω.”
”Τι θα κάνεις;” ρώτησες γυρνώντας προς το μέρος μου.
”Πρέπει να φύγω μακριά Ραφαέλα. Εκεί που τα μάτια δεν θα συναντιούνται και τα λόγια δεν θα συνδιαλέγονται.”
”Και οι θύμησες;”
”Οι θύμησες... θα μείνουν πάντα θύμησες.”

Μείναμε να κοιτάμε το τοπίο για μερικά λεπτά. Μια δροσερή αύρα ερχόταν παιχνιδίζοντας τριγύρω μας. Έμοιαζε να προσπαθεί απελπισμένα να διαλύσει την αμηχανία. Μάταια! Ο χρόνος είχε προχωρήσει ένα κλικ μετά το εμείς.

”Γράψε μου” μου είπες κάποια στιγμή.
”Γιατί να σου γράψω;”
”Απλά γράψε μου. Θα περιμένω...”

Γύρισα το βλέμμα μου προς τον ορίζοντα. Ξαφνικά, τα πολύχρωμα λαμπάκια που απλώνονταν στα πόδια μας με ταξίδεψαν στο παρελθόν. Σε μια συναυλία με χιλιάδες αναπτήρες αναμμένους μπροστά μας. Σου κρατούσα το χέρι. Και σου ψυθίριζα στο αυτί τα λίγα ιταλικά που κατάφερα ποτέ να μάθω.

Αντίο Ραφαέλα! Λυπάμαι που δεν θα κρατήσω την υπόσχεση μου. Αντίο για πάντα.


Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Do you love me?

Πόσο θέλω να γυρίσεις αυτή τη σελίδα. Να την αγγίξεις απαλά με τον αντίχειρα σου. Να νιώσεις τον κρυφό της πόθο κάτω από το χαρτί. Χαϊδεύοντας την, να φέρεις το ίδιο αυτό δάχτυλο στην κάτω κόψη της. Κι εκείνη, ξαναμμένη, να χωθεί παιχνιδιάρικα μες στο δέρμα σου. Κι ύστερα, να περάσεις τον δείκτη σου στην γυμνή της πλάτη, σκορπώντας κύματα γλυκιάς ανατριχίλας. Ν´αφήσεις την παλάμη σου να τη διασχίσει, όπως θα γλιστρούσε πάνω σε στάχια ώριμα ένα καλοκαίρι. Και με μια σου κίνηση, να την γύρεις, όσο χρειάζεται για να ρίξεις μια κλεφτή ματιά. Με ένα βλέμμα από εκείνα που τους αρέσει να περιμένουν λίγες στιγμές παραπάνω πριν απομακρυνθούν βιαστικά κι αμήχανα. Κι αν αυτό το διάστημα ήταν αρκετό για να μυριστείς τον έρωτα που κρύβει στα σπλάχνα της, ακούμπησε την ψυχή σου πάνω της. Θα σου χαμογελάσει.

Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας

Σκοτάδι. Αδιάλειπτο σκοτάδι λες και δεν υπάρχει πια φως. Σαν να ξύπνησα σε κάποιον άλλον κόσμο. Ή μήπως ονειρεύομαι; Όχι. Δεν μπορεί να ονειρεύομαι. Στα όνειρα μου υπάρχει φως. Υπάρχουν χρώματα. Αλλά τότε; Μήπως δεν μπορώ πια να δω; Νοιώθω μια σταγόνα να κυλάει αργά στο μέτωπο μου. Κατεβαίνει αργά και βασανιστικά προς τον δεξί μου κρόταφο. Θέλω να τη διώξω. Αλλά δεν μπορώ. Τα χέρια μου δεν υπακούουν.

Τι συμβαίνει; Η σταγόνα μεγαλώνει. Τη βλέπω να γίνεται ποταμός που παρασέρνει το κορμί μου. Παλεύω σε ορμητικά νερά. Νιώθω να πνίγομαι. Καταπίνω νερό που έχει γεύση θάλασσας. Πως είναι δυνατόν; Ένας ήλιος προβάλει κάπου μακριά στο βάθος του σκότους. Γυρίζω το βλέμμα μου. Πίσω από τα βλέφαρα μου μια κόκκινη μπάλα. Τα μάτια μου καίνε. Οι βλεφαρίδες μου λιώνουν σαν ράμματα γύρω απο τα μάτια μου. Με πιάνει πανικός. Θέλω να ουρλιάξω αλλά δεν βγαίνει φωνή.

Ένας παραμορφωμένος ήχος ακούγεται απο μακριά. Σαν δίσκος που παίζει ανάποδα. Ο λαιμός μου δεμένος κόμπος. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στη μέση του πουθενά. Βλέπω ξανά ή είναι μόνο στο μυαλό μου; Τα αγκάθια του τυλίγονται στο δέρμα μου. Το κορμί μου ματώνει αλλά δεν νιώθω πόνο. Ένα μακρόσυρτο γέλιο. Μαύρες φιγούρες γύρω μου. Τα πρόσωπα τους καλυμμένα με κουκούλες. Σιωπή. Δυό φλόγες κάτω απο μια κουκούλα. Το πρόσωπο σου. Εσύ.

Μια αστραφτερή λάμψη σκίζει το σκοτάδι. Μια λάμα καρφώνεται στον ώμο μου. Ουρλιάζω από τον πόνο και η ηχώ αναπαράγει το ουρλιαχτό στο διηνεκές. Ένα χέρι πλησιάζει. Τραβάει τη λάμα με δύναμη και την κατεβάζει ξανά και ξανά χωρίς σταματημό. Νιώθω να μου τρυπάει τους πνεύμονες. Αίμα γεμίζει κάθε μου ανάσα. Γλυκό και πικρό ταυτόχρονα. Σκοτάδι με τυλίγει και πάλι.

Πλέω σε μια λίμνη από δάκρυα. Ένα σαξόφωνο λαμποκοπά στο βυθό. Παίζει την αγαπημένη μου μελωδία. Την ξέρω κι ας μην την ακούω. Από τον ουρανό πέφτουν φύλλα. Ξέπνοα φύλλα του φθινοπώρου. Σκεπάζουν τα πάντα. Το ψέμα μου, τον φόβο μου, την απελπισμένη μου προσπάθεια για να κοιμηθώ.


Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Non-stop μέρος 2ο


Δεν χρειάζεται πρόλογος. Που είχα μείνει; Σε μια νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι. Σε μια βουτιά στον βούρκο της ψυχής. Τώρα αντικρύζω μια πισίνα που απεχθάνεται τις βουτιές. Είναι ρηχή σαν αυτό που φοβάμαι να ανακαλύψω.

Πως μ´εκνευρίζει η αυτόματη διόρθωση αυτής της συσκευής! Όλο λέω στον εαυτό μου να την απενεργοποιήσει και όλο επιστρέφω και είναι ακόμα εκεί. Σαν έρπης που δε λέει να φύγει. Καταραμένη τεχνολογία που θες να παρεμβαίνεις στη σκέψη μου! Λες και ξέρεις τι θέλω να πω! Ούτε ο ίδιος δεν ξέρω! Πως θα το μαντέψεις εσύ; Πάντως με βοήθησες να θυμηθώ κάτι. Έλεγα για τους υπολογιστές την άλλη φορά. Τους ανθρώπους υπολογιστές (ή καλύτερα τους απάνθρωπους;) και τα μηχανήματα. Βασικά μιλούσα για τον εαυτό μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί το γενίκευσα τώρα.

Αναρωτιόμουν γιατί ανέφερα τόσες φορές τη λέξη υπολογιστής. Βλέπω στον εαυτό μου έναν υπολογιστή; Υπο-λογιστής. Τι λέξη κι αυτή! Αν ο λογιστής έχει απο μόνος του μια αρνητική χροιά, τότε ο υπο-λογιστής θα πρέπει να είναι ακόμα πιο χαμηλά στην αξιακή μας ιεράρχηση! Και αν σκεφτώ ότι η καθημερινή μου απασχόληση διατηρεί κάποια στοιχεία του πρώτου, ενώ η προσωπική μου εκτίμηση αντανακλά την εικόνα του δεύτερου, που ακριβώς με τοποθετώ; Έχω αλήθεια τόσο άσχημη γνώμη για μένα; Πως είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό όταν τις περισσότερες φορές φέρομαι να νοιάζομαι μόνο για τον εαυτό μου; Ή μήπως είναι το ένα συνάρτηση του άλλου; Μήπως αγαπώ να μισώ τον εαυτό μου; Όπως όλες οι σχέσεις πάθους, ίσως βιώνουμε κι εμείς ακραία συναισθήματα αγάπης και μίσους. Με τη διαφορά ότι εμείς δεν μπορούμε να πάμε σε σύμβουλο σχέσεων για να μας βοηθήσει!

Σκεφτόμουν χθες γιατί γράφω. Το έχω αγγίξει και σε παλαιότερα κείμενα με λίγο διαφορετικό τρόπο, αλλά χθες επικεντρώθηκα στο γιατί γράφω με τον συγκεκριμένο τρόπο. Γιατί όλα αυτά τα κείμενα που κινούνται λίγο πολύ στο ίδιο μοτίβο; Κάνω την υπόθεση ότι θέλω υποσυνείδητα να ζήσω τις ιστορίες που γράφω. Ή να εντυπώσω στο μυαλό μου τις εικόνες, τις σκηνές, τα συναισθήματα. Να βιώσω πολλαπλές πραγματικότητες. Κι ίσως ταυτόχρονα βρίσκω μια ματαιόδοξη ευχαρίστηση στη δημιουργία, στην τοποθέτηση λέξεων πλάι πλάι, σ´ένα αποτέλεσμα που πριν δεν υπήρχε και τώρα υπάρχει (έστω κι αν δημιουργήθηκε από κάποιον που αυτοπροσδιορίζεται ως ανύπαρκτος), σε κάτι που μου αρέσει αισθητικά, και δίνει ζωή στην ελάχιστη πιθανότητα να αρέσει ταυτόχρονα και σε κάποιον άλλον. Καλά ολα αυτά και με βοηθούν να εξηγήσω το γενικό πλαίσιο.

Υπάρχει όμως κάτι παραπάνω που σκεφτόμουν. Είναι δύο έννοιες που με κεντρίζουν. Πετούν συνέχεια γύρω από το κεφάλι μου σαν μέλισσες κάνοντας θόρυβο. Και εξηγούν γιατί περπατώ στον κόσμο κουνώντας παρανοϊκά τα χέρια μου σαν να θέλω να τις αποδιώξω. Αλλά παρ´όλ´αυτά αναζητώ το μέλι τους. Είναι γλυκό βλέπεις. Έρωτας και ελευθερία. Τις ζυγίζω και ξέρω πως είναι κατά βάθος ψεύτικες (illusory ήθελα να πω αλλά μπλέχτηκα πάλι). Είναι επινοήματα του μυαλού. Γλυκά επινοήματα που άλλοτε μας ορίζουν και άλλοτε μας αποπροσανατολίζουν. Γιατί συνέχεια καταλήγω να μιλάω γενικά; Αυτό που με ελκύει στον έρωτα και την ελευθερία είναι ότι παρόλο που συνειδητοποιώ την ονειρική τους διάσταση, αδυνατώ να ελέγξω την επίδρασή τους πάνω μου. Μου αρέσει να ονειρεύομαι μάλλον! Θυμάμαι τον κωμικό που είχε πει πως όλοι θα έπρεπε υποχρεωτικά να ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά τουλάχιστον μια ώρα την ημέρα. Η αλήθεια είναι ότι το κάνω πιο συχνά... Αλλά με μικρότερη διάρκεια! Σύντομα όνειρα που έρχονται και φεύγουν. Μικρά παραμύθια με δόσεις έρωτα κι ελευθερίας.

Όμως, από τι παλεύω να ελευθερωθώ; Από τεχνητούς περιορισμούς; Από δικές μου φαντασιώσεις; Με ποιον έρωτα ξεγελιέμαι; Αυτόν που υπάρχει μόνο στο μυαλό μου; Τι είναι όλα αυτά; Ένστικτα που δεν έχουν καταφέρει να ωριμάσουν; Ανάγκες που απωθήθηκαν βίαια; 

Είναι οι ερωτήσεις πιο σημαντικές από τις απαντήσεις; Υπάρχει απάντηση; Ή θα πρέπει να συνεχίσω να προσποιούμαι; Μέχρι την επόμενη φορά.

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Non-stop μέρος 1ο


Από που ξεκινάει αυτό το κείμενο; Από αυτό που αντικρύζουν τα μάτια; Από τη λάμψη του σχεδόν ολόγιομου φεγγαριού πάνω στην ταραγμένη θάλασσα; Από αυτό που αντανακλά η ψυχή; Από σκόρπιες σκέψεις που διεμβολίζονται σε ένα απέραντο κενό;

Το βασικό είναι να μην σκέφτεσαι σε δεύτερο επίπεδο. Να μην φιλτράρεις, να μην κρίνεις, να μην αποτιμάς. Αυτό το αποτιμάς με παιδεύει. Δεν είναι η λέξη που ψάχνω αλλά τώρα είναι αργά. Άλλη μια φορά που μια ξένη γλώσσα μου κλέβει την δική μου. Πάντα είχα μια αντιπάθεια για εκείνους που ανακατεύουν τις γλώσσες. Τώρα έγινα ένας απο αυτούς. Μερικές φορές απλά δεν έρχονται οι λέξεις που ψάχνεις στη γλώσσα που θες.

Πίσω στο προκείμενο. Πρέπει οι λέξεις να πέφτουν βροχή. Χωρίς παύση για αναπνοή. Ελεύθερες από λογοκρισία και περιορισμούς. Μου έρχεται στο μυαλό ένας υπολογιστής που παράγει τυχαίες λέξεις, φράσεις. Είναι το ίδιο σημαντικό για κείνον όπως για μένα; Εκείνον τον προγραμματίζεις και παράγει ένα τυχαίο αποτέλεσμα. Το οποίο μπορεί σε μια τραγική σύμπτωση να είναι ένα λεκτικό αριστούργημα. Το δικό μου αποκλείεται να είναι. Άραγε η διαδικασία προσφέρει στο μηχάνημα την ίδια κάθαρση που αποζητώ κι εγώ;

Κακή μέρα ή καλύτερα κακή νύχτα διάλεξα για κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος. Μετά από πέντε λεπτά άχρηστης πολυλογίας και ακόμα δεν αισθάνομαι τον καταιγισμό σκέψεων που είναι απαραίτητος για να προχωρήσω. Όλα μοιάζουν πιο τακτοποιημένα σήμερα. Μοιάζουν. Ποτέ δεν είναι στην πραγματικότητα.

Βλέπω την ψυχή μου σαν ένα βούρκο. Έναν μαύρο, γλοιώδη βάλτο που αποπνέει αηδία. Και είμαι τώρα απο πάνω σε έναν βατήρα και κοιτάζω κάτω. Πόση τόλμη χρειάζεται για να κάνω το βήμα; Φαντάζομαι την αίσθηση του βούρκου να περιτυλίγει το κορμί μου (είναι ενδιαφέρον ότι βλέπω το κορμί μου να βουτάει στην ψυχή μου - σαν να έχω ταυτίσει την ύπαρξη μου με το κορμί μου - πράγμα που ίσως εξηγεί και την ματαιοδοξία μου). Και μέσα στο βούρκο το απόλυτο σκοτάδι. Που να πρωτοψάξεις; Αφήνεις τα χέρια να ψαχουλεύουν στο σκοτάδι. Όπως όταν κάνεις μακροβούτι στη θάλασσα και φοβάσαι να ανοίξεις τα μάτια. Ξέρεις πως θα αισθανθείς περίεργα όταν τα αγγίξει το αλάτι και το καθυστερείς. Και στο μεταξύ βαδίζεις, κολυμπάς στο σκοτάδι.

Το πρόσωπο σου μου έρχεται στο νου. Λατρεύω τη θάλασσα. Να η πρώτη προσπάθεια να μπερδέψω ενσυνείδητα τις σκέψεις μου. Απώθηση; Χαμογελάω στον εαυτό μου. Σε έπιασα μπαγασάκο. Ξέρω θα πεις ότι όλα είναι τυχαία. Είναι η θάλασσα απέναντι, ο ήχος των κυμμάτων, οι συνευρέσεις των τελευταίων ημερών μαζί της. Είναι λογικό να προβάλλεται απρόκλητη. Είναι; Ίσως είναι, αλλά γιατί να προβάλλεται in the first place; Ορίστε δεν άντεξα. Έπαιξα με τους όρους του παιχνιδιού και δεν έκανα ούτε την παραμικρή προσπάθεια να βρω την ελληνική αντιστοιχία. Μάλλον έψαχνες και εναλλακτική οδό διαφυγής μπαγασάκο. Ακόμα δεν μου απάντησες. Γιατί να προβάλλεται η θάλασσα; Γιατί να προβάλλεται η σύγχυση με τις γλώσσες; Είναι που σκέφτηκα το πρόσωπο σου.

Θυμήθηκα μια βασανιστική σκέψη που έκανα χθες. Πάλι στο ίδιο μοτίβο, η θάλασσα μπροστά, το φεγγάρι πάνω της κτλ κτλ. Κι εγώ να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς έγινε το κλικ και πέρασα από μια ζωή αισθαντική σε μια ζωή υπολογιστική. Πότε η επιβίωση απέκτησε τόση σημασία; Ώστε να γίνει η ζωή μια ατέλειωτη παρτίδα σκάκι! Βήμα βήμα, για περισσότερα θέλω, για μεγαλύτερη εξασφάλιση, για εντονότερο ανταγωνισμό. Βήμα βήμα ξέρω πως θα γυρίσεις, αλλά δεν γυρνάς πίσω. Πάνε οι ξέγνοιαστες μέρες που απλά κοιτούσες τη θάλασσα. Που δεν υπήρχε μέλλον, μόνο ένα ατέλειωτο παρόν. Πότε έγινε αυτό το κλικ; Στα 25, στα 30; Πότε ακριβώς; Σε λίγο θα κλείσω τα 35 και σε μερικά χρόνια θα μπορώ να προσθέσω και αυτόν το αριθμό στην παραπάνω ερώτηση. Πόσα χρόνια μου μένουν ακόμα; Είμαι άραγε στα μισά; Θα φτάσω τα 100 του παππού μου ή θα πεθάνω σύντομα απο κάποια ανίατη ασθένεια; Ή ίσως από ένα ατύχημα; Κάθε φορά η ίδια σκέψη όταν μπαίνω στο αεροπλάνο. Δεν θα συνηθίσω ποτέ αυτά τα ταξίδια. Δεν φοβάμαι. Απλά αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι πως θα είναι η στιγμή και πριν περάσουν μερικά δευτερόλεπτα επιβεβαιώνω την ματαιότητα των πραγμάτων. Τίποτα δεν θα αλλάξει, εκτός από την προσωπική μου οπτική γωνία. Η οποία μάλλον θα γίνει οριζόντια... Το χιούμορ πάντα με διασώζει από τις δύσκολες σκέψεις.

Να κάτι που μου λείπει. Πέρα απο το προηγούμενο κλικ, υπάρχει και το κλικ απο το ανάλαφρο στο βαρύ. Κάποτε όλα ήταν αβάσταχτα ανάλαφρα (για να δανειστώ μια φράση του αγαπημένου μου συγγραφέα). Τώρα έγιναν απλά αβάσταχτα. Πότε σταμάτησα να γελάω με τον κόσμο; Η ζώη μου προσδιοριζόμενη απο κλικ. Λες και είμαι υπολογιστής. Ίσως τελικά πρέπει να αναλύσω περισσότερο το νόημα αυτής της φράσης. Πόσες φορές είπα υπολογιστής σε αυτό το κείμενο; Δεν πρέπει να είναι τυχαίο. Θέλω πραγματικά να το κοιτάξω κατάματα; Θέλω να συνεχίσω να γράφω;

Και ξαφνικά αναρωτιέμαι πως θα τελειώσει ένα κείμενο που δεν έχει τέλος... Μάλλον βάζοντας μια τελεία.