Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007

Μερος 1ο

«Με θυμάσαι;»
Έγειρε το πρόσωπό του με αμφιβολία. Την κοίταξε για μερικές στιγμές πιέζοντας τα μάτια του να θυμηθούν. Η μνήμη του έπαιζε περίεργα παιχνίδια τελευταία κι εκείνος το απέδιδε μοιρολατρικά –ίσως και λίγο υπερβολικά- σε παλιότερες τρέλες. Το παρελθόν με καταδιώκει! Φοβόταν πως η ένταση της πρότερης ζωής του είχε αρχίσει να προκαλεί χημικές αλληλεπιδράσεις στον εγκέφαλο και τη μνήμη του. Και παράλληλα, ενδυνάμωνε την χρόνια εσωτερική του ανησυχία ότι οι πράξεις του παρελθόντος θα εμφανιστούν κάποια στιγμή –ως αποτέλεσμα χιλιάδων αλυσιδωτών αντιδράσεων- με ένα διαφορετικό πρόσωπο στη ζωή του. Ίσως εκείνο που είχε τώρα απέναντί του. Η ερώτηση αντιστράφηκε.
«Δεν με θυμάσαι;»
Ένιωσε το κεντρί ενός παράπονου να τον τρυπά! Τα χείλη του σφίχτηκαν. Ποια είσαι; Προσπάθησε να αφήσει το βλέμμα του να χαθεί μες στο δικό της… Ίσως έτσι να μπορούσε να θυμηθεί! Το μόνο που κατάφερε, όμως, ήταν ν’ αφήσει την τσάπα με την οποία έσκαβε το χωράφι του χρόνου και να ατενίζει τον απέραντο ουρανό. Μες στο γαλάζιο των ματιών της έβλεπε τη λάμψη του ήλιου και μπροστά της το πέταγμα των πουλιών –μαζί και εκείνου της νιότης του… Πριν προλάβουν να τον παρασύρουν νοσταλγία και γαλήνη – οι αδυσώπητες κλέφτρες του παρόντος και του μέλλοντος- εκείνη μίλησε πάλι.
«Ομίχλη…»
Ομίχλη! Θα μπορούσε να εννοεί την ομίχλη στο μυαλό του; Εκείνη που έβλεπε πυκνή να καλύπτει την απέραντη έρημο του παρελθόντος του; Και που τώρα ποικίλες στιγμιαίες εικόνες την διαπερνούσαν ευθαρσώς σαν πωλήτριες ταξιδιών στο χρόνο; Ομίχλη! Ποια ομίχλη να κρύβεται πίσω από το χαμόγελο στα χείλη της; Τον βοηθούσε να καταλάβει ή τον έσπρωχνε σε ένα άσκοπο αδιέξοδο; Και ξαφνικά, ο ανιχνευτικός μηχανισμός δούλεψε! Κάτι που είχε χάσει εδώ και καιρό παρουσιάστηκε αυθόρμητα μπροστά του και κρεμάστηκε παιχνιδιάρικα από τα ματόκλαδά του. Συνεπαρμένος, μουρμούρισε ασυναίσθητα.
«Ομίχλη…»
Τα κατάφερε! Το ρολόι του χρόνου φρέναρε απότομα και οι δείκτες άρχισαν να γυρίζουν προς τα πίσω –στην αρχή διστακτικά και μετά όλο και πιο γρήγορα. Και μαζί τους γυρνούσε κι εκείνος. Καθισμένος πάνω σε έναν τεράστιο σιδερένιο δείκτη ένιωθε το χάδι του ανέμου καθώς πετούσε πάνω από θάλασσες και από στεριές, γύρω γύρω από τον κόσμο όλο! Μέχρι που πάτησε στα ίδια εκείνα βρώμικα μάρμαρα μπροστά από την σχολή του. Ήταν πάλι πρωί κι εκείνος χάζευε την απρόσμενη ομίχλη που είχε κατακλύσει το προαύλιο. Εκείνη μάλλον κατάλαβε, και η ερώτηση έγινε απρόσωπη πλέον, ακόμα πιο παραινετική…
«Θυμάσαι;»
Και τότε γύρισαν όλα πάλι στο νου του! Εκείνη η ομίχλη... Πως μπορούσα να ξεχάσω; Ήταν η πρώτη φορά που το κλασικό κτίριο της ανούσιας γνώσης ντυνόταν τόσο όμορφα. Η αγνότητα του λευκού μεταμόρφωνε την αποκρουστική μάγισσα σε αιθέρια νεράιδα κι εκείνος είχε απομείνει στήλη άλατος μπροστά στο θέαμα. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς και ο συνήθης κόσμος της σχολής βρισκόταν αιώνες μακριά. Μια υποβλητική σιωπή τύλιγε τα πάντα, σε σημείο που μπορούσε να ακούσει το άγγιγμα του σύννεφου καθώς αυτό προσγειωνόταν στις πλάκες του προαύλιου. Και περιμένοντας να δει τον Θεό να ξεπροβάλει από μέσα, ένιωσε μια άλλη παρουσία δίπλα του. Γύρισε και τότε την είδε… Ήταν η ίδια! Και μια πελώρια εναέρια κρεμαστή γέφυρα δημιουργήθηκε σε δευτερόλεπτα μεταξύ του τότε και του τώρα. Και επιτέλους μίλησε.
«Θυμάμαι…»

Δεν υπάρχουν σχόλια: