Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Περπατώντας τη Γενεύη















Πρέπει να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη. Τις μέθυσε ο καλοκαιρινός οίστρος κι απλώθηκαν στο χορτάρι να ρουφήξουν λίγο ήλιο. Και τώρα, μες στην παραζάλη, δεν μπορώ να τις μαζέψω. Θα ξαπλώσω μαζί τους και θα ανοίξω τα χέρια μου. Ας έρθουν εκείνες σ´εμένα.

Πόση ώρα είναι που έφυγα; Δεν θυμάμαι. Τα πόδια πήραν φόρα και σαρώνουν τον κόσμο. Σαν ατίθασα άλογα τρέχουν κουβαλώντας ένα αδιάφορο σώμα. Τα μάτια δεν προλαβαίνουν να επεξεργαστούν τις εικόνες. Χυμούν από τη μια στην άλλη με ανυπομονησία. Λες και περνώ απο εδώ για πρώτη φορά...

Κι όμως! Τα ίδια μέρη που κάποτε έμοιαζαν εχθρικά καλύπτονται τώρα με ένα πέπλο οικειότητας. Δεν είναι ανυπομονησία για το καινούριο αυτό που νιώθω. Είναι ανυπομονησία για το οικείο. Κάθε βήμα με σπρώχνει μακριά από το μέρος που έμαθα να λέω πατρίδα. Προς ένα μέρος που μπορεί ποτέ να μη γίνει αλλά εγείρει διεκδικήσεις. Κάθε βλέμμα βιάζεται να αντικαταστήσει παλιές εικόνες με καινούριες. Και σ´αυτή τη ζυγαριά εικόνων η παλιά πατρίδα γίνεται διαρκώς ελαφρότερη.
 














Να μια εικόνα που μου αρέσει. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που την κάνει όμορφη στα μάτια μου. Είναι μάλλον οι δρόμοι που κρύβονται μέσα της. Το άγριο μονοπάτι των λουλουδιών, η προοπτική που δημιουργούν τα συγκλινόμενα άλση οδηγώντας σε μια αόρατη πύλη, η υδάτινη διαδρομή που παρεμβάλλεται, ο άλλος κόσμος που απλώνεται μακριά...

Προσπερνώ πρόσωπα και αισθάνομαι ξένος στα μάτια τους. Κι ας είναι κι εκείνοι ξένοι. Κι ας προχωρώ με τη βεβαιότητα μιας γνώριμης πορείας. Αυτός ο δρόμος δεν θα γίνει ποτέ δικός μου γιατί δεν τον περπάτησα με παιδικά πόδια. Δεν μεγάλωσα μαζί του.

Μέχρι που να φτάσω σήμερα; Λίγο ακόμα. Μέχρι το άνοιγμα της αλέας. Έχει παράθυρο στην πόλη εκει. Μια κοπέλα παράτησε το ποδήλατο της και κάθισε στα βράχια. Κοιτάει μακριά. Περιμένει κάποιον που δεν θα έρθει. Όχι σήμερα.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: