Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Η ακαταμάχητη γλυκύτητα του μη

Πέρασα δυο μέρες στο τρελάδικο την περασμένη εβδομάδα. Αυτή είναι η τιμωρία σε τούτο το μέρος αν σε πιάσουν με χασίς. Η εξάρτηση είναι ψυχική ασθένεια. Για μένα πάλι το τσιγαριλίκι ήταν απλά ευχαρίστηση αλλά προτίμησα να μην το μοιραστώ με τον δικαστή. Έδειχνε πολύ σοβαρός.

Δυο μέρες σ´ένα ίδρυμα που έμοιαζε περισσότερο με ξενοδοχείο στην εξοχή θα περνούσαν γρήγορα. Οι τέσσερις συνεδρίες - δύο προσωπικές, δύο ομαδικές - με ειδικευμένους θεραπευτές μου προκαλούσαν ήδη ανία αλλά και πάλι τυχερός ήμουν. Σε άλλα μέρη σε θανατώνουν για το ίδιο παράπτωμα.

Μόλις έφτασα, η ρεσεψιονίστ μου ζήτησε να περιμένω σε μια σάλα υποδοχής. Σωριάστηκα σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και κοίταξα γύρω. Ήμουν μόνος. Η αίθουσα έμοιαζε με βικτωριανό σαλόνι πρόσφατα ανακαινισμένο. Μια περίεργη μυρωδιά γέμιζε το χώρο. Κάτι από νοσοκομείο, παλιά έπιπλα και λουλούδια του δάσους. Ξεφύσηξα.

Σε λίγο άνοιξε η πόρτα. Ένας γεράκος με αλλοπρόσαλλο ντύσιμο και σπινθηροβόλο βλέμμα δρασκέλισε αργά την αίθουσα και κάθισε παραδίπλα. Ένιωσα τα μάτια του πάνω μου. Γύρισα προς το μέρος του. Αφού με περιεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα, με ρώτησε μειλίχια:
”Χόρτο;”
Έγνεψα καταφατικά, ελαφρά έκπληκτος.
”Έρχονται πολλοί σαν και του λόγου σου” απάντησε στο βλέμμα μου. ”Γιατί το κάνεις;”
”Ευχαρίστηση” είπα και χαμογέλασα στον εναλλακτικό δικαστή μου.
”Ευχαρίστηση...” μονολόγησε και χαμήλωσε για μια στιγμή το βλέμμα. Ένα ισχνό χαμόγελο χώθηκε δίχως συναίνεση στα χείλη του. Γύρισε και με κοίταξε:
”Δεν είναι αρκετή!”
”Τι σημαίνει αυτό;”
”Σημαίνει πως μια απλή ευχαρίστηση δεν αξίζει τον κόπο!”
Γέλασα αμήχανα. ”Μήπως θα έπρεπε να νιώθω έκσταση για να το καπνίσω;”
Κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.
”Μου επιτρέπεις να σου πω μια ιστορία;”
”Αν τελειώσει μέχρι να με φωνάξουν...”

Με κοίταξε για μια στιγμή έντονα κι ύστερα ξεκίνησε:

”Αυτό που θα σου περιγράψω συνέβη πριν 34 χρόνια. Είχα κοντά την ηλικία σου καλή ώρα. Τότε συνηθίζαμε και μαζευόμαστε τα βράδυα όλη η παρέα στο σπίτι του ενός και του άλλου. Δεν είχαμε λεφτά βλέπεις. Βάζαμε ραδιόφωνο, πίναμε ένα σφηνάκι, ανάβαμε τσιγάρο και συζητούσαμε με τις ώρες. Λίγα πράγματα. Όμως ήταν κάτι παραπάνω από ευχαρίστηση. Αγγίζαμε ο ένας τον άλλον.

Μια βραδιά στο σπίτι μου, ο φίλος μου ο Λάμπρος έφερε μαζί του μια καινούρια κοπέλα. Τον ξέραμε τον Λάμπρο. Ήταν γυναικάς όπως λέγαμε τότε. Κάθε μήνα και διαφορετικό αμόρε. Είχε το χάρισμα του λόγου βλέπεις. Και το χρησιμοποιούσε επιδέξια αν και όχι πάντα για καλό σκοπό. Οπότε δεν παραξενεύτηκε κανείς με το καινούριο πρόσωπο. Χαμογελάσαμε μεταξύ μας και σπεύσαμε να την γνωρίσουμε.

Ελένη την έλεγαν. Και είχε τα πιο μυστήρια μάτια που έχεις δει ποτέ. Λες και άλλαζαν χρώμα αν τα έβλεπες από διαφορετική γωνία. Μια ήταν σκούρα πράσινα, μια καστανά, μια μελιά. Και μεγάλα. Έριχνες βάρκα μέσα κι αρμένιζες με τις ώρες. Όμως εκείνο που σε κέντριζε ήταν το βλέμμα της. Έτσι και το συναντούσες με το δικό σου γινόταν μαγνήτης και δεν σ´άφηνε. Έβλεπες σπίθες να πετάγονται και να σου καίνε τα μάτια, να λιώνουν την καρδιά σου, αλλά ούτε πετάρισμα δεν τολμούσες να αφήσεις τα μάτια σου.

Όπως καταλαβαίνεις, η Ελένη κυρίευσε το κορμί μου και τη σκέψη μου από την πρώτη στιγμή. Δεν ήμουν όμως από εκείνους που κορτάρουν τις κοπέλες των φίλων τους. Ακόμα κι αν μιλάμε για τον Λάμπρο που Θεό δεν είχε μέσα του. Οπότε, τι να κάνω; Την πλησίαζα φιλικά κι έπαιζα τον ρόλο που όλοι περίμεναν να παίξω. Πρόσεχα τα λόγια μου και ακόμη περισσότερο πρόσεχα τα μάτια μου.

Εκείνη άρχισε να βρίσκεται όλο και πιο συχνά στην παρέα μας. Έδειχνε να απολαμβάνει τις βραδιές μας. Δύο τρεις φορές βρεθήκαμε μόνοι να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Αδυνατώ να σου περιγράψω πόσο δυνατά σπαρταρούσε η καρδιά μου. Κι όμως, κατά ένα περίεργο τρόπο, οι φορές αυτές κύλησαν τόσο γλυκά. Υπήρχε κάτι στην επικοινωνία μας. Η τουλάχιστον, αυτή ήταν η δικιά μου αντίληψη.

Αυτό με έκανε να βασανίζομαι και να υποφέρω περισσότερο. Μια φορά δεν άντεξα και εξομολογήθηκα τα εσώτερα μου στον Ανδρέα, τον πιο παλιό μου φίλο. Εκείνος κατάλαβε αμέσως τον κίνδυνο κι έσπευσε να με προστατεύσει. ’Μη βάζεις μπελάδες καημένε’ μου είπε κοιτάζοντας με στοργικά. ’Αυτή είναι γυναίκα δηλητήριο. Θα κάνει το κορμί σου να σπαρταράει. Θα χάσεις τον ύπνο σου. Κι εν πάσει περιπτώσει είναι με τον Λάμπρο. Μην ανακατευτείς. Ξέχνα την.´

Τον αγαπούσα τον Ανδρέα και καταλάβαινα αυτά που έλεγε. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι είχε δίκιο. Αλλά αυτό το μη, αυτό το καταραμένο μη, γυρόφερνε συνέχεια στο μυαλό μου. Λες και ήμουν παιδί και μου στερούσαν το παιχνίδι μου. Μη βάζεις μπελάδες, μην ανακατευτείς, μη... Έστησα ένα διάφανο τοίχο μπροστά της κι έγινε ξάφνου ο δικός μου ο κόσμος, αυτός γύρω από τον τοίχο, φυλακή. Δεν με χωρούσε ο τόπος.

Έπαψα να νιώθω ευχαρίστηση στις μικρές στιγμές. Όλα εκείνα που πριν νωχελικά απολάμβανα έχασαν το νόημα τους μπροστά στην παραμικρή λεπτομέρεια του προσώπου της. Σε κάτι καινούριο που θα ανακάλυπτα πάνω της παρατηρώντας την κρυφά από απόσταση. Μια ολόκληρη βραδιά μπορούσε να περάσει και μόνο ίχνος να αφήσει τη στιγμή που τυχαία διασταυρώθηκαν οι ματιές μας. Κι αν ανταλλάσσαμε δύο κουβέντες, τις επαναλάμβανα με τις ώρες στο μυαλό μου.

Όσο εκείνη συνέχιζε να παρευρίσκεται στην συντροφιά μας, τόσο ο πόθος μου μεγάλωνε. Ο Ανδρέας είχε πάντα το νου του σε μένα. Μια φορά με στρίμωξε σε μια γωνιά. ’Τι διαολόπραμα σ´έχει πιάσει και συμπεριφέρεσαι έτσι αλλοπρόσαλλα; Συνέχεια σιωπηλός και απορροφημένος κάπου αλλού. Αρχίζει και μιλάει ο κόσμος, το νου σου! Σου είπα, μην εμπλακείς! Θα αρρωστήσεις! Μην αφήνεις να σε παρασύρει. Βγάλτη από το μυαλό σου πριν είναι αργά...’

Δεν του το είπα τότε αλλά ήταν ήδη αργά. Το μόνο που συγκράτησα από τα λόγια του ήταν τα μη. Σαν μαστίγιο τιμώρησαν το κορμί μου. Κάθε σκέψη μου, κάθε απονενοημένο βήμα, συνδέθηκε αναπόδραστα με πόνο και με φόβο. Ταυτόχρονα όμως λειτούργησαν και εξαγνιστικά. Όταν ζεις μες στον πόνο, θέλεις να φτάσεις στα άκρα, μήπως και καταφέρεις να γλιτώσεις. Και κάπως έτσι νομίζω πήρα την απόφαση να της μιλήσω. Απλά δεν μπορούσα να αντέξω άλλο τον πόνο.

Κάποια πράγματα στη ζωή μπορείς να τα σχεδιάσεις. Ετούτη τη στιγμή όχι. Όσες φορές κι αν προσπάθησα να βάλω σε μια σειρά αυτά που ήθελα να πω, δεν έμενα ποτέ ικανοποιημένος. Η αγωνία μου μεγάλωνε, ένιωθα να απομακρύνομαι από τη σωτηρία και να βυθίζομαι πάλι στον πόνο.

Ώσπου μια βραδιά, η τύχη το ´φερε και βρεθήκαμε για λίγο μόνοι. Κοίταξα τα μεγάλα μυστήρια μάτια της και πάγωσα. Αλλά δρόμος γυρισμού δεν υπήρχε. Στραβοκατάπια και πλησίασα.
’Ελένη, εγώ...’ ξεκίνησα να της μιλώ και σταμάτησα.
Με κοίταξε με θέρμη και χαμογέλασε. Πήρα θάρρος.
’Ελένη, ήθελα να σου πω...´
Οι λέξεις δεν έβγαιναν. Με κοίταξε ερωτηματικά. Λίγα ακόμα δευτερόλεπτα σιωπής και η στιγμή θα κατέληγε στο κενό.
Ήθελα... Θέλω...’
Ένιωσα το μαχαίρι να μπήγεται στην καρδιά μου και να στριφογυρίζει αργά. Ήθελα να ουρλιάξω από τον πόνο. Να ουρλιάξω ένα ατελείωτο Μη. Έφτασα στο γκρεμό και κοίταξα κάτω.
’Σε θέλω...’

Οι λέξεις βγήκαν μόνες τους. Δεν υπήρχε κανείς να τις σταματήσει. Έπεσαν με σφοδρότητα πάνω στο πέπλο της ευπρέπειας και το διάλυσαν ολοσχερώς.

Με κοίταξε αμήχανα. Άνοιξε τα χείλη κάτι να πει αλλά σταμάτησε.

Είχα κάνει το βήμα και τώρα έπεφτα στο κενό. Ή θα πετούσα ή θα τσακιζόμουν. Πλησίασα κοντά της και έπιασα το χέρι της. Την κοίταξα στα μάτια και άφησα το πάθος μου να ξεχειλίσει.

’Μη με μισήσεις. Σε θέλω. Βλέπω στα μάτια σου τον ήλιο και τυφλώνομαι. Παραπατώ τις μέρες μου και ξαγρυπνώ τις νύχτες μου. Δεν σε ξέρω. Δεν ξέρω πια ούτε τον εαυτό μου. Ξέρω όμως ότι θέλω να αγκαλιάσω αυτόν τον ήλιο, να αγγίξω τις αχτίδες του, να αφεθώ στη ζεστασιά του. Θέλω να γίνω η μέρα σου, να ανατέλεις και να δύεις μαζί μου. Σε θέλω. Σε θέλω. Μην με μισήσεις.’

Δεν ξέρω τι από όλα αυτά άκουσε. Τι πέρασε μέσα της. Με κοίταζε χωρίς να μιλά. Με κοίταζε με αυτά τα διαπεραστικά μάτια που άλλαζαν χρώματα. Ασυναίσθητα, πλησίασα κι άλλο κοντά της. Έβαλε τα χέρια της μπροστά από το σώμα της για να συγκρατήσει το δικό μου.

’Μη...’

Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που την έκανε να πει αυτήν την λέξη. Δεν ξέρω αν ήταν η αβεβαιότητα των συναισθημάτων της, ο φόβος, η αμηχανία ή κάποια άλλη μυστική διεργασία στο μυαλό της. Ξέρω ότι αυτό το μη είχε μια απέραντη γλυκύτητα τυλιγμένη γύρω του. Ξέρω ότι συνέχιζε να με κοιτάει στα μάτια λέγοντας το. Ξέρω ότι τώρα δεν μπορούσα να σταματήσω.

Πλησίασα τα χείλη μου στα δικά της κι ένιωσα τον μαγνητισμό να τα συνεπαίρνει. Τα άφησα να βρεθούν ανάμεσα στα δικά της κι ένιωσα φλόγες να ξεπετιούνται. Τα χείλη της δεν σάλεψαν. Ήταν ακόμα κάτω από την επήρρεια του μη. Τα χάιδεψα με τα δικά μου. Και τότε μόνο έκλεισε τα μάτια. Και αφέθηκε. Και το φιλί μας διάρκεσε έναν αιώνα.”

Ο γέρος σταμάτησε και έκλεισε τα μάτια. Έμοιαζε να θέλει να ξαναζήσει αυτήν την τελευταία σκηνή της ιστορίας του. Περίμενα λίγο.
”Κι ύστερα;” τον ρώτησα.
Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το κενό.
”Δεν υπάρχει ύστερα” απάντησε. Γύρισε αργά προς το μέρος μου. ”Δεν υπάρχει ύστερα, όπως δεν υπάρχει και πριν. Υπάρχει μόνο τώρα.” Και μ´αυτή την φράση σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε στην πόρτα.
”Μια στιγμή!” προσπάθησα να τον σταματήσω.
Άγγιξε το πόμολο της πόρτας και γύρισε προς το μέρος μου. ”Μια στιγμή υπάρχει μόνο. Όλη η ζωή είναι μια στιγμή. Μην την αφήσεις να χαθεί.”

Δεν τον ξαναείδα τον γέρο. Ρώτησα τις νοσοκόμες και καμία δεν τον ήξερε. Σαν να ξεφύτρωσε από το πουθενά κι εκεί πάλι επέστρεψε. Σαν να υπήρξε μόνο για να πει την ιστορία του. Κι ύστερα εξαφανίστηκε. Το δικό του ύστερα άλλωστε δεν υπάρχει.

Οι συνεδρίες με άφησαν αδιάφορο. Τα λόγια του γέρου γυρνούσαν στο μυαλό μου. Η στιγμή που υπήρξε γι αυτόν φάρος στη ζωή του. Εκείνη που έδωσε προοπτική σε όλες τις υπόλοιπες. Κι αυτή η τελευταία φράση. Μην την αφήσεις να χαθεί. Ο τρόπος που πρόφερε το μη είχε μια παράξενη γλυκύτητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: